Δεν είναι όλοι οι άντρες έτσι. Προφανώς, δεν είναι. Όμως, 70.000 είναι αρκετοί.
Αρκετοί για να γεμίσουν ένα γήπεδο. Για να πλημμυρίσουν έναν server. Για να δημιουργήσουν μια εφιαλτική πραγματικότητα, κρυμμένοι πίσω από τις οθόνες τους, εκεί όπου μοιράζονται οδηγίες, "tips" τα λένε, για την κακοποίηση γυναικών. Εβδομήντα χιλιάδες άντρες.
Πρόσφατα, αποκαλύφθηκε από τον γερμανικό ραδιοτηλεοπτικό φορέα ARD και την ερευνητική ομάδα STRG_F ένα σοκαριστικό δίκτυο κακοποίησης γυναικών στο Telegram. Στην πλατφόρμα αυτή, υπήρχαν «ομάδες βιασμού», όπου μέλη μοιράζονταν οδηγίες για τη σεξουαλική κακοποίηση γυναικών, προσφέροντας «συμβουλές» για το πώς να παρακάμψουν την αντίσταση των θυμάτων τους, είτε ναρκώνοντάς τες είτε χρησιμοποιώντας σωματική βία. Τα θύματά τους ήταν συνήθως γυναίκες που ήδη γνώριζαν: σύντροφοι, σύζυγοι, φίλες, αδερφές και μητέρες τους. Πολλοί θύτες διακινούσαν επίσης φωτογραφίες και βίντεο από τους βιασμούς και την κακοποίηση. Τα μέλη αυτών των ομάδων ξεπερνούν τους 70.000 άντρες, και η είδηση αυτή έφερε στο φως την τρομακτική πραγματικότητα της οργανωμένης έμφυλης βίας. Αυτό δεν είναι κάποιο μακρινό γεγονός — είναι μια παγκόσμια απειλή που σχετίζεται με τον τρόπο που οι κοινωνίες μας αγκαλιάζουν και συντηρούν την πατριαρχική δομή.
Πρόκειται για ένα παγκόσμιο φαινόμενο, για μια ασθένεια που εξαπλώνεται στα ψηφιακά δίκτυα και αγκαλιάζει όλες τις γωνιές της κοινωνίας. Το Telegram, μια πλατφόρμα που χρησιμοποιείται από εκατομμύρια ανθρώπους καθημερινά, μετατράπηκε σε ένα εργαλείο κακοποίησης. Αυτές οι «ομάδες βιασμού», όπου καταγράφονται οδηγίες για τη σεξουαλική βία και την υποταγή των γυναικών, δεν είναι μόνο προϊόν της Γερμανίας. Τα 70.000 μέλη αυτών των ομάδων προέρχονται από παντού — από κάθε γωνιά του πλανήτη. Εθνικότητες, κοινωνικές τάξεις, ηλικίες, και επιρροές δεν έχουν σημασία, γιατί όλοι μοιράζονται ένα κοινό σκοπό: την υποβάθμιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και τη συνέχιση της βίας μέσω ανωνυμίας και ατιμωρησίας.
Με ποιους από αυτούς έχουμε σταθεί δίπλα- δίπλα σε μια ουρά στο σούπερ μάρκετ;
Και εμείς; Με ποιους από αυτούς έχουμε σταθεί δίπλα- δίπλα σε μια ουρά στο σούπερ μάρκετ; Ποιος από αυτούς μας άνοιξε την πόρτα με ένα ευγενικό χαμόγελο; Ποιος κάθισε στο διπλανό κάθισμα στο μετρό; Ποιος από αυτούς περπάτησε πίσω μας τη νύχτα, ενώ εμείς σφίγγαμε τα κλειδιά στην τσέπη μας;
Δεν ξέρουμε. Και αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα.
Η φράση «not all men» φαντάζει κουρασμένη, ξεχειλωμένη, κενή. Είναι μια ασπίδα. Όχι για τις γυναίκες, αλλά για τους ίδιους τους άντρες. Μια ασπίδα που στρέφει τη συζήτηση από την κακοποίηση στη δικαίωση. Σαν να είναι πιο σημαντικό να ξεκαθαριστεί ότι εσύ, αυτός, ο δίπλα δεν ανήκετε στους θύτες, από το να μιλήσουμε για το έγκλημα που συντελείται μπροστά στα μάτια μας. «Πατ-πατ» στον ώμο σου που με μεγαλείο ψυχής και ειλικρίνεια που σπάει κόκκαλα, βγήκες και είπες ότι «δεν έχω εγκληματίσει» (κάτι που φυσικά δεν σε κάνει «καλό» άνθρωπο. Είναι το μίνιμουμ της ζωής σε ανθρώπινες κοινωνίες). Η φράση αυτή δεν είναι μόνο αποπροσανατολιστική — είναι επικίνδυνη. Είναι ένας τρόπος να κουκουλωθεί η πραγματικότητα: ότι η βία κατά των γυναικών δεν είναι εξαίρεση, αλλά μέρος ενός συστήματος που συντηρείται και αναπαράγεται.
Η φράση «όχι όλοι οι άντρες» γίνεται η αυταπάτη της αθώωσης. Τι είναι, λοιπόν, όλοι αυτοί οι 70.000 άνδρες που ανταλλάσουν εμπειρίες και συμβουλές για τους βιασμούς μας; Είναι απλώς «μεμονωμένα περιστατικά», ή πρόκειται για μια ενδημική πρακτική που θρέφεται από τη σιωπή και την αδιαφορία της κοινωνίας; Αυτοί οι άντρες δεν είναι κάποιοι μακρινοί εξωγήινοι, εγκληματίες που βρίσκονται κάπου αλλού, σε κάποια άλλη κοινωνία. Είναι δίπλα μας. Είναι αυτοί που περνούν καθημερινά μπροστά από τα μάτια μας, κρυμμένοι πίσω από την ανωνυμία της ψηφιακής πλατφόρμας. Κάθε φορά που ακούγεται η φράση «όχι όλοι οι άντρες», η κοινωνία επιχειρεί να αθωώσει την πλειοψηφία των αντρών, αδιαφορώντας για τη μικρή αλλά επικίνδυνη μειοψηφία που επιτίθεται, με αποτέλεσμα να μειώνεται η ευθύνη της συλλογικής δράσης και να διαιωνίζεται η πολιτική ατιμωρησίας. Έτσι, η πατριαρχία όχι μόνο συνεχίζεται, αλλά διαπαιδαγωγεί τις επόμενες γενιές να αποδέχονται τη βία ως αναπόφευκτη και σχεδόν δικαιολογημένη σε έναν κόσμο που διαιρεί τα φύλα με βάση τη δύναμη και την κυριαρχία.
Το ερώτημα δεν είναι ποιοι δεν είναι θύτες. Το ερώτημα είναι πώς θα σταματήσουμε τους θύτες. Και αυτό δεν γίνεται με εξαιρέσεις και αθωωτικές δηλώσεις.
Γιατί δεν είναι μόνο οι φορείς της βίας, είναι το ίδιο το σύστημα που τους επιτρέπει να δράσουν ανενόχλητοι, το ίδιο το σύστημα που νομιμοποιεί την αντικειμενική ύπαρξη αυτών των πρακτικών. Η ύπαρξή τους, η ατιμωρησία τους, η αναγνωρισιμότητά τους, είναι η ίδια η φωνή της πατριαρχίας που επιβιώνει με την αδράνεια μας. Η σιωπή δεν είναι απλώς η έλλειψη αντίστασης. Είναι συμμόρφωση. Είναι η συνεννόηση με το κακό. Και όσο παραμένουμε σιωπηλοί, τόσο δυναμώνει.
Η πατριαρχία δεν είναι μια αυθόρμητη ή ατομική στάση που αναδύεται ξαφνικά μέσα από μεμονωμένα άτομα. Είναι το θεσμικό πλαίσιο στο οποίο βασίζεται η κοινωνία μας. Είναι ένα κατεστημένο σύστημα, που διαμορφώθηκε και θεσμοθετήθηκε για γενιές. Από τα πρώτα σχολικά έδρανα μέχρι τις πιο βαθιές ρίζες των «παραδοσιακών» οικογενειακών αξιών, η πατριαρχία είναι εγγεγραμμένη σε κάθε κομμάτι του πολιτισμικού ιστού μας. «Είναι το οξυγόνο που αναπνέουμε με κάθε ανάσα», μας έλεγαν στη σχολή. Από την παιδική ηλικία, μέσα από τη διάπλαση των φύλων στην εκπαίδευση, τα παιδιά εκπαιδεύονται όχι μόνο σε γνώσεις, αλλά και σε ρόλους, σε κατηγοριοποιήσεις, σε αυτό που θεωρείται «κατάλληλο» για κάθε φύλο. Από το κυρίαρχο πρότυπο της «ιδανικής οικογένειας» έως την εμπορευματοποίηση του γυναικείου σώματος, κάθε μήνυμα που προβάλλεται ενθαρρύνει την αναπαραγωγή της πατριαρχικής λογικής, που αναγνωρίζει τον άντρα ως το φυσικό κυρίαρχο και την γυναίκα ως το αντικείμενο του ελέγχου ή της «προστασίας» του.
Τι είναι, λοιπόν, όλοι αυτοί οι 70.000 άνδρες που ανταλλάσουν εμπειρίες και συμβουλές για τους βιασμούς μας; Είναι απλώς «μεμονωμένα περιστατικά», ή πρόκειται για μια ενδημική πρακτική που θρέφεται από τη σιωπή και την αδιαφορία της κοινωνίας;
Ας το παραδεχτούμε: η κοινωνία μας στέκεται με αμφιβολία μπροστά στην πρόκληση της έμφυλης βίας. Όταν λέμε «όχι όλοι οι άντρες», δεν κάνουμε τίποτα περισσότερο από το να αποδεχόμαστε την εξαίρεση ως κανονικότητα. Και αυτή η αποδοχή δεν έχει να κάνει με τον αριθμό των θυμάτων ή με τη σοβαρότητα των εγκλημάτων. Πρόκειται για την επιβολή μιας πραγματικότητας στην οποία τα εγκλήματα της σεξουαλικής βίας αποδέχονται το κοινωνικό τους έδαφος και αναπαράγονται χωρίς κόστος. Εδώ, δεν μιλάμε για μεμονωμένα περιστατικά. Μιλάμε για μια πολιτική σιωπής που συντηρεί ένα σύστημα που αναγνωρίζει τη γυναίκα ως αντικείμενο και όχι ως υποκείμενο. Αν δεν σπάσουμε αυτόν τον σιωπηλό κύκλο, αν δεν αναγνωρίσουμε ότι η ανικανότητα να καταδικάσουμε και να σταματήσουμε αυτές τις πρακτικές μας καθιστά συνένοχους, η βία θα συνεχίσει να χτίζει τους τοίχους της φυλακής μας. Μια φυλακή χωρίς σίδερα, χωρίς ταυτότητες, χωρίς περιορισμούς. Μια φυλακή που είναι ήδη εδώ και που το μόνο που χρειάζεται είναι να παραμείνουμε αδρανείς.
Η έμφυλη βία είναι δομική. Δεν αποτελεί μια «ατυχία» ή μια «παρεκτροπή». Οι κοινωνικές επιστήμες έχουν εδώ και δεκαετίες τονίσει ότι η πατριαρχία στηρίζεται στη συνεχή αναπαραγωγή ανισοτήτων μεταξύ αντρών και γυναικών. Η κακοποίηση δεν είναι εξαίρεση, αλλά το απόλυτο παράδειγμα της έμφυλης εξουσίας: ο άντρας που κακοποιεί χρησιμοποιεί τη βία για να επιβεβαιώσει την υπεροχή του. Οι «ομάδες βιασμού» στο Telegram αποτελούν μια σκοτεινή απόδειξη αυτής της δυναμικής, δημιουργώντας μια ψηφιακή πλατφόρμα όπου η βία γίνεται όχι μόνο αποδεκτή αλλά και ενθαρρύνεται.
Οι κοινωνίες διαμορφώνονται από σιωπηρές συμφωνίες, συχνά αόρατες, που επιτρέπουν σε κάποιους να κυριαρχούν. Σε αυτό το πλαίσιο, η σιωπή είναι συνενοχή. Όταν η κοινωνία σιωπά μπροστά σε τέτοια εγκλήματα, δίνει το μήνυμα ότι αυτά τα εγκλήματα δεν είναι τόσο σοβαρά. Αυτή η αδράνεια είναι που επιτρέπει σε ομάδες όπως αυτές να ανθίσουν.
Η φράση «not all men» φαντάζει κουρασμένη, ξεχειλωμένη, κενή. Είναι μια ασπίδα. Όχι για τις γυναίκες, αλλά για τους ίδιους τους άντρες.
Οι άνθρωποι, όταν νιώθουν ανώνυμοι, όταν βρίσκουν κοινότητες που τους επιβεβαιώνουν, μπορούν να φτάσουν στα πιο σκοτεινά άκρα. Το φαινόμενο της μαζικής ανωνυμίας στα social media επιδεινώνει το πρόβλημα: οι δράστες δεν φοβούνται συνέπειες. Το αποτέλεσμα είναι ένας φαύλος κύκλος βίας, όπου το ένα έγκλημα οδηγεί στο επόμενο.
Και ξανά: δεν είναι όλοι οι άντρες. Αλλά 70.000 είναι αρκετοί για να σπείρουν τον τρόμο. Για να μας κάνουν να κοιτάμε πίσω μας όταν περπατάμε μόνες. Για να μας υπενθυμίζουν ότι, σε αυτόν τον κόσμο, η γυναικεία ύπαρξη είναι ευάλωτη. Γιατί, όταν δεν ξέρουμε ποιος είναι ποιος, όταν η ασφάλειά μας εξαρτάται από την τύχη, το πρόβλημα δεν είναι μόνο αυτοί οι 70.000. Είναι η σιωπή όσων τους επιτρέπουν να συνεχίζουν.
Η φράση «not all men» είναι άχρηστη. Δεν έχει καμία αξία σε αυτή τη συζήτηση, γιατί το ερώτημα δεν είναι ποιοι δεν είναι θύτες. Το ερώτημα είναι πώς θα σταματήσουμε τους θύτες. Και αυτό δεν γίνεται με εξαιρέσεις και αθωωτικές δηλώσεις. Γίνεται με αλλαγή. Με ευθύνη. Με πράξη.
Εμείς ζούμε με τον φόβο. Εσείς; Θα ζήσετε με τη συνείδηση;