Εδώ και δύο χρόνια ζούμε με το επαναλαμβανόμενο παράπονο ότι «υπάρχει κενό αντιπολίτευσης». Υποθέτω πως οι παραπονούμενοι εννοούν ότι δεν υπάρχει η αντιπολίτευση που ο καθένας προσωπικά θα ήθελε να δει ή που έχει στο μυαλό του.
Αλλο νόημα δεν βγαίνει.
Διότι αντιπολίτευση προφανώς υπάρχει και μάλιστα σε overdose. Είναι πάντα εκείνοι που επέλεξε ο ελληνικός λαός σε δύο συνεχόμενες βουλευτικές εκλογές, τον Μάιο και τον Ιούνιο 2023. Στην πραγματικότητα τίποτα δεν άλλαξε.
Εν τω μεταξύ βεβαίως διασπάστηκαν κι αλληλοπλακώθηκαν αλλά αυτό δεν συνιστά πολιτειακό ζήτημα. Είναι απλώς το κακό ή το καλό τους το κεφάλι.
Ούτε ο κατακερματισμός ή η αναποτελεσματικότητα της αντιπολίτευσης συνιστούν πρόβλημα του πολιτικού συστήματος. Τόσο μπορούν, τόσο κάνουν.
Ενδεχομένως να συνιστά πρόβλημα της ίδιας της αντιπολίτευσης. Αλλά αυτό αφορά την αντιπολίτευση κι όσους την υποστηρίζουν. Οι υπόλοιποι έχουν σοβαρότερα πράγματα να ασχοληθούν.
Η πιο σωστή διατύπωση θα ήταν ίσως όχι ότι υπάρχει «κενό αντιπολίτευσης» αλλά ότι έχουμε «μια αδύναμη αντιπολίτευση». Κι αυτό όμως χρειάζεται μερικές εξηγήσεις.
– Πρώτον, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα αριθμητικά μεγέθη είναι δεδομένα.
Ούτε μπορούν να μεταβληθούν, αν δεν προκύψουν τεκτονικές πολιτικές μεταβολές τις οποίες έως τώρα ουδείς δείχνει ικανός να δρομολογήσει.
Και στην πολιτική (όπως και αλλού) «το μέγεθος μετράει».
– Δεύτερον, ο κατακερματισμός κι η ανομοιογένεια μειώνουν ακόμη περισσότερο την πολιτική δυναμική της αντιπολίτευσης.
Ενδεχομένως άλλωστε θα ήταν πιο ακριβές να μιλάμε για «αντιπολιτεύσεις», παρά για «αντιπολίτευση».
Αλλο πράγμα ο Ανδρουλάκης κι άλλο ο Βελόπουλος.
– Τρίτον, σε αυτό το ασαφές κι αποδυναμωμένο πολιτικό πλαίσιο η αντιπολίτευση υποφέρει από μόνη της. Δεν χρειάζεται να τη βάλει στο σημάδι η κυβέρνηση.
Ακόμη κι αν η κυβέρνηση χαμογελάει με την άνοδο της Πλεύσης Ελευθερίας στη δεύτερη θέση είναι αστείο να νομίζει κανείς (όπως φαίνεται να υπονοεί το ΠΑΣΟΚ…) ότι αυτή η άνοδος αποτελεί περίπου κυβερνητική επιδίωξη και μεθόδευση.
Μην τρελαθούμε κιόλας!
Πάμε όμως στην ουσία των πραγμάτων. Οταν μιλούμε για «αδύναμη αντιπολίτευση» δεν εννοούμε φυσικά μια αντιπολίτευση που δεν μπορεί να ανατρέψει την κυβέρνηση.
Καμία κοινοβουλευτική κυβέρνηση δεν είναι εύκολο να ανατραπεί κι ούτε είναι δίκαιο η πολιτική σταθερότητα να θεωρείται «αδυναμία της αντιπολίτευσης».
Και καμία κοινοβουλευτική αντιπολίτευση δεν είναι ένα μπουλούκι από αρκουδιάρηδες ή κατσαπλιάδες που μηχανεύονται απλώς «πώς να ρίξουν την κυβέρνηση».
Η «αδυναμία» αφορά κυρίως μια αντιπολίτευση που δεν καταφέρνει να αποτελέσει εναλλακτική προτίμηση απέναντι στη συγκεκριμένη κυβέρνηση.
Να σημειώσω πως η πλέον «δημοφιλής» επιλογή νέου πρωθυπουργού στις δημοσκοπήσεις και για τη σημερινή συγκυρία είναι η Κωνσταντοπούλου με ποσοστά 10%-12%. Ανευ σημασίας.
Αν έπρεπε συνεπώς να συγκρατήσουμε κάτι από την αντιπολίτευση είναι μια ανταγωνιστική κακοφωνία με την οποία καταλήγουν να λένε όλοι περίπου το ίδιο πράγμα σε διαφορετικές γλώσσες με διαφορετικούς τόνους.
Η υπόθεση των Τεμπών είναι χαρακτηριστική.
Από τη στιγμή που το ζήτημα αναδείχθηκε στη δημόσια αντιπαράθεση ήταν προφανές ότι τον τελευταίο λόγο θα είχε εκείνος που θα τραβούσε την αντιπαράθεση στα άκρα.
Κι έτσι συνέβη τελικά. Οταν καλλιεργείς συνθήκες και ρητορική σύγκρουσης, τότε είναι ευνόητο πως θα επικρατήσει όποιος ανταποκριθεί πιο πειστικά στις συνθήκες και στη ρητορική της σύγκρουσης.
Είναι οι συνθήκες που ίππευσε η Κωνσταντοπούλου φωνάζοντας για «εγκληματίες», «δολοφόνους», «εγκληματική οργάνωση», απαγγέλλοντας καταλόγους νεκρών και απειλώντας να βάλει φυλακή τον Μητσοτάκη.
Και είναι αυτό που δεν κατάλαβε το ΠΑΣΟΚ. Επέλεξε το λάθος γήπεδο και τελικά κατέληξε να παίζει το λάθος παιχνίδι. Εκανε απλώς μια τρύπα στο κενό!
Από την άλλη πλευρά βεβαίως η ατζέντα συνολικά της αντιπολίτευσης είναι τραγικά φτωχή. Υποκλοπές, Τέμπη, κράτος δικαίου, δικαιοσύνη, οξυγόνο, και πάλι από την αρχή!
Γι’ αυτό άλλωστε τη συγκεκριμένη ατζέντα μπορεί να οικειοποιηθεί με ευκολία ο οιοσδήποτε αρέσκεται απλώς στο αντικυβερνητικό τσάμικο. Από διάφορους αυτόκλητους συνταγματολόγους και τον Ράμμο στην ΑΔΑΕ έως τον «εμπειρογνώμονα» Λακαφώση και τον ερασιτέχνη διαιτητή βόλεϊ.
Είναι η ίδια τρύπα στο ίδιο κενό.
Οχι μόνο επειδή η αντιπολίτευση αναδεικνύεται ανεπαρκής κι αναξιόπιστη αφού ουδείς κανονικός άνθρωπος μπορεί να ακολουθήσει το παραλήρημα της Κωνσταντοπούλου.
Αλλά επειδή ακόμη κι η φτωχή ατζέντα της αντιπολίτευσης εκχωρείται σε ανεπαρκείς και αναξιόπιστους εκπροσώπους.
Πάμε λοιπόν από την αρχή. Προφανώς δεν υπάρχει «κενό αντιπολίτευσης».
Ο κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί ελευθέρως να διατυπώσει την κριτική που θέλει και να ασκήσει την αντιπολίτευση που επιθυμεί. Ακόμη και στον πιο υπερβολικό βαθμό.
Σε ποια άλλη ευρωπαϊκή κοινοβουλευτική δημοκρατία υπάρχει αρχηγός εικαζόμενου κόμματος που θέλει να βάλει φυλακή τον πρωθυπουργό;
Αντιθέτως αυτό που λείπει είναι η εναλλακτική προοπτική στη σημερινή κυβέρνηση.
Δεν είναι τυχαίο πως στο σύνολο σχεδόν των «μεγάλων ζητημάτων» (από την οικονομία και την εξωτερική πολιτική έως τη δημόσια τάξη, την άμυνα και τους εξοπλισμούς) όλοι επαναλαμβάνουν «με ερωτηματικά και επιφυλάξεις» όσα ήδη προωθεί η κυβέρνηση.
Η οποία δεν λέει και τίποτα πρωτότυπες σοφίες. Το αντίθετο.
Θεωρητικά τουλάχιστον το αδύναμο σημείο της διακυβέρνησης (όπως κάθε διακυβέρνησης άλλωστε…) είναι η αποτελεσματικότητά της.
Αλλά ποιος από το υπάρχον πολιτικό προσωπικό της αντιπολίτευσης δημιουργεί την αίσθηση πως θα μπορούσε να εγγυηθεί μια πιο αποτελεσματική διακυβέρνηση;
Δεν νομίζω ότι καν τους ενδιαφέρει να το αρθρώσουν στην πράξη.
Κι έτσι, αυτό που συνήθως αποτελεί το μεγάλο όπλο μιας κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης, ο έλεγχος αποτελεσματικότητας της κυβέρνησης, εξανεμίζεται μέσα σε έναν ορυμαγδό από συνωμοσιολογίες, ψεκασμούς, υπερβολές και υστερίες.
Καταντάει δηλαδή μια τρύπα στο κενό!