Προς το τέλος της πρώτης θητείας του Ντόναλντ Τραμπ, ένα πολύ καλό άρθρο στο «The Atlantic» εξηγούσε πώς στην απόγνωσή του να αποκαταστήσει την ισχύ της Αμερικής ο τότε πρόεδρος είχε ουσιαστικά καταστήσει τη χώρα ασθενέστερη.
Το «Πρώτη η Αμερική», έγραφαν, έχει καταντήσει «Μόνη η Αμερική» (Tom McTague and Peter Nicholas, The Atlantic, 29/10/2020).
Σχεδόν τεσσεράμισι χρόνια αργότερα και με την έναρξη της δεύτερης θητείας Τραμπ, ο Rony Brauman, πρώην πρόεδρος και εκ των ιδρυτών των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, έλεγε σε μια συνέντευξη πως «δεν έχουμε πια «Πρώτη η Αμερική» αλλά «Μόνο η Αμερική»» (Le Monde, 29/3).
Το ένα είναι η λογική συνέχεια του άλλου. Μια απομονωμένη Αμερική είναι μια Αμερική που ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό της.
Ο Τραμπ έχει ανακηρύξει μοντέλο του τον πρόεδρο Γουίλιαμ ΜακΚίνλεϊ, υποτιθέμενο πατέρα του αμερικανικού προστατευτισμού και επεκτατισμού στα τέλη του 19ου αιώνα.
Ο νέος πρόεδρος τον χαρακτήρισε σε πολλές περιπτώσεις «επιτυχημένο επιχειρηματία» (όπως φαντάζεται ο ίδιος δηλαδή τον εαυτό του…) και παρ’ όλο που ο αείμνηστος προκάτοχος ήταν απλώς δικηγόρος.
Ο ΜακΚίνλεϊ διετέλεσε πρόεδρος το διάστημα 1897 έως 1901 και δολοφονήθηκε από έναν αναρχικό στο Μπάφαλο της Νέας Υόρκης.
Γνωστός όμως είχε γίνει πριν από την προεδρική θητεία του. Οταν ως αντιπρόσωπος του Οχάιο στο Κογκρέσο εισήγαγε τη λεγόμενη «McKinley Tariff» (1890) με την οποία ανέβασε τους τελωνειακούς δασμούς από έναν μέσο όρο 38% στο 50%.
Τους ανέβασε κι άλλο (πιο μετρημένα…) το 1897 όταν εξελέγη πρόεδρος των ΗΠΑ.
Εχω όμως και καλύτερα.
Στη δίψα του επεκτατισμού του ο ΜακΚίνλεϊ ήταν μάλλον από τους πρώτους αμερικανούς πολιτικούς που διατύπωσε τη φιλοδοξία να γίνει ο Καναδάς η 51η Πολιτεία των ΗΠΑ. Φιλοδοξία που είχε το ευτυχές αποτέλεσμα να ενισχύσει τους δεσμούς του Καναδά με το Ηνωμένο Βασίλειο!
Από την άλλη υποχρέωσε την Ισπανία με μια σύντομη πολεμική σύγκρουση να παραχωρήσει στις ΗΠΑ το Πόρτο Ρίκο, την Κούβα και τις Φιλιππίνες.
Αλλά το πρόβλημα τώρα δεν είναι ο αείμνηστος με τα καλά του και τα κακά του.
Είναι ο σημερινός διάδοχός του. Στο μέτρο που σφυρηλατεί την ιδέα μιας Αμερικής που θα είναι και μόνη και μόνο.
Με δεδομένο μάλιστα πως «όσα σχεδόν είπε ο κ. Τραμπ την τελευταία εβδομάδα – για την ιστορία, την οικονομία και το εμπόριο – είναι εντελώς παραπλανητικά» (The Economist, 5/4).
Δεν θα πρέπει φυσικά να λησμονούμε πως η ιδέα της «αμερικανικής κυριαρχίας» έχει συμβαδίσει δεκαετίες με την ιδέα του «αμερικανικού απομονωτισμού».
Και ότι η διασύνδεση των δύο κατέρρευσε ουσιαστικά μόνο με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αυτήν τη διασύνδεση επιχειρεί τώρα να επαναφέρει ο Τραμπ κι αυτήν τη διασύνδεση έχει καταφέρει να εκπροσωπεί στα μάτια ενός μέρους της αμερικανικής κοινωνίας. «Μόνο η Αμερική».
Είναι λάθος λοιπόν η άποψη ότι ο Τραμπ εκπροσωπεί «μια άλλη πολιτική» ή «μια άλλη συμπεριφορά» για οικονομικούς ή και επιχειρηματικούς λόγους.
Στην πραγματικότητα εκπροσωπεί «μια άλλη αντίληψη» ή καλύτερα «μια έλλειψη αντίληψης» για κάτι που κάποτε υπήρξε αλλά δεν ξέρουμε αν υπάρχει ακόμη και λέγεται «δυτικός κόσμος».
Οταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ δηλώνει σοβαρά πως «η Ευρωπαϊκή Ενωση μας κοροϊδεύει στο εμπόριο» και ότι «δημιουργήθηκε για να κάνει ζημιά στην Αμερική» είναι προφανές ότι μιλάει για κάτι άλλο από όσα έως τώρα γνωρίζαμε (συνέντευξη Τύπου στον Λευκό Οίκο, 7/4).
Αυτός όμως είναι (και θα είναι) ο δρόμος του Τραμπ. Δεν πρόκειται να κάνει πίσω, ούτε να υιοθετήσει κάποια άλλη προσέγγιση, διότι δεν ξέρει ούτε άλλο δρόμο, ούτε άλλο κόσμο.
Οποιος διαβάσει το (σε ανύποπτο χρόνο) αυτοβιογραφικό βιβλίο του αντιπροέδρου Τζέι Ντι Βανς αντιλαμβάνεται ότι οι άνθρωποι που περιγράφει προέρχονται από έναν αλλόκοτο κόσμο, τον οποίο εμείς δεν θα γνωρίσουμε ποτέ (J. D. Vance, «Το Τραγούδι του Χιλμπίλη: αναμνήσεις μιας οικογένειας και μιας κοινωνίας σε κρίση», Εκδόσεις Δώμα, 2018, 368 σελίδες.
Γι’ αυτούς τους ανθρώπους «σε κρίση», ο απομονωτισμός δεν είναι επιλογή. Αλλά συνθήκη ζωής αφού μόνοι γεννιούνται, μόνοι ζουν και μόνοι πεθαίνουν.
Τα υπόλοιπα είναι μια συνεχής δοσοληψία κατεργαραίων που απλώς διαχωρίζονται σε «επιτυχημένους» και «αποτυχημένους». Λίγη σημασία έχει.
Το κρίσιμο λοιπόν ερώτημα και σχεδόν υπαρξιακό είναι το εξής. Μπορούμε να συμβιώσουμε και να συμπράξουμε με αυτόν τον τόσο αλλόκοτο και διαφορετικό κόσμο;
Η απάντηση είναι καταφανώς αρνητική.
Αν ζούσαμε στο 1941 και πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν ο Τραμπ είναι δύσκολο να πεις με ποιου το μέρος θα έστελνε τον αμερικανικό στρατό στην Ευρώπη.
Από την άλλη πλευρά όμως έχω δύο παρατηρήσεις.
—–Πρώτον, το κόστος της πραγματικότητας στον κόσμο της οικονομίας λειτουργεί ως συναγερμός και φρένο ταυτοχρόνως.
Μπορεί δηλαδή ο Τραμπ να επιδιώκει ό,τι του κατεβαίνει στο κεφάλι, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα μπορέσει να το επιβάλει.
Παρά το γεγονός ότι οι αγορές θα αναζητήσουν εκ των πραγμάτων ένα σημείο ισορροπίας. Και παρά την κουραστική κομπορρημοσύνη ενός ανθρώπου που λέει τα πάντα και το αντίθετό τους.
—–Δεύτερον, όπως σε κάθε δημοκρατία έτσι και στις ΗΠΑ η εξουσία είναι παροδική και έχει ημερομηνία λήξεως. Ακόμη κι όταν το πολιτικό σύστημα δεν παρέχει άλλους περιορισμούς όπως συμβαίνει τώρα σε περίοδο παντοδυναμίας της νέας διοίκησης.
Ωραίο το «μόνο η Αμερική», αρκεί να μην αποδειχτεί και «μόνη».
Συνεπώς δεν πρέπει να ξεχνούμε πως ο Τραμπ κι ο κάθε Τραμπ είναι παροδικά φαινόμενα. Η Δύση δεν είναι.
Αρκεί φυσικά οι ζημιές στο τέλος να μην αποδειχτούν ανυπολόγιστες.