Τη φετινή επέτειο της 1ης Απριλίου, συμπληρώνονται 70 χρόνια από την έναρξη του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. (Εθνική Οργάνωσις Κυπρίων Αγωνιστών), ενός αγώνα που χαράχτηκε βαθιά στη συλλογική συνείδηση του Ελληνισμού και καθόρισε την πορεία της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας. Μέχρι την ημέρα εκείνη, που σηματοδοτεί την έναρξη του ηρωικού έπους των Κυπρίων αγωνιστών, για την αποτίναξη της βρετανικής κυριαρχίας από το νησί, είχαν καταβληθεί εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης, σε συνεργασία με την ελληνοκυπριακή ηγεσία και ισχυρούς παράγοντες του κυπριακού ελληνισμού, άοκνες προσπάθειες για τη διεθνοποίηση του κυπριακού προβλήματος και την ειρηνική επίλυση του.
Το 1954, η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Παπάγου προσέφυγε στον ΟΗΕ, με αίτημα την άσκηση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης από τους Κυπρίους, χωρίς δυστυχώς επιτυχή έκβαση. Η βρετανική κυβέρνηση ενέμεινε στην αδιάλλακτη θέση της και μάλιστα το καλοκαίρι του 1954, ο υφυπουργός Αποικιών, Χένρυ Χόπκινσον, δήλωσε ότι η Κύπρος ανήκε στις περιοχές που «ουδέποτε» θα γίνονταν ανεξάρτητες.
Με την απόρριψη των διαδοχικών αιτημάτων για ελευθερία και αυτοδιάθεση του κυπριακού λαού, εξανεμίζονταν πλέον οι πιθανότητες για ειρηνική επίλυση του ζητήματος.
Η ώρα για να γραφτεί ένα νέο ηρωικό κεφάλαιο στην πολύπαθη Ιστορία της Κύπρου είχε φτάσει. Οι πολιτικές ζυμώσεις είχαν ξεκινήσει αρκετά νωρίτερα, στις 7 Μαρτίου του 1953, στην Αθήνα, στο σπίτι του ακαδημαϊκού Γεράσιμου Κονιδάρη, όταν 12 επιφανείς άνδρες από την Κύπρο και την Ελλάδα αποφάσισαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να διεκδικήσουν δυναμικά την απελευθέρωση της Κύπρου από την αγγλική κυριαρχία και την Ένωση της με την Ελλάδα. Η επιτροπή που συγκροτήθηκε, επισφράγισε την πίστη και την προσήλωση της στον Εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα με όρκο στο Ιερό Ευαγγέλιο. Πολιτικός αρχηγός του Αγώνα ορίστηκε ο χαρισματικός Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ο Γ, ο οποίος είχε εκλεγεί στον αρχιεπισκοπικό θρόνο στις 20 Οκτωβρίου του 1950. Η ευθύνη της στρατιωτικής ηγεσίας ανατέθηκε στον πολύπειρο απόστρατο αξιωματικό κυπριακής καταγωγής Γεώργιο Γρίβα – Διγενή.
Το βράδυ της 10ης Νοεμβρίου του 1954, ο Διγενής αναχωρεί από τη Ρόδο και καταπλέει με άκρα μυστικότητα στις ακτές της Πάφου.
Όλα ήταν πλέον έτοιμα και τη νύχτα της 31ης Μαρτίου προς 1η Απριλίου του 1955, ανάβει η φλόγα που θα σηματοδοτήσει την έναρξη του ένοπλου, Απελευθερωτικού Αγώνα της ΕΟΚΑ, με στόχο την αποτίναξη του αγγλικού ζυγού από την Κύπρο. Μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα, εκκωφαντικές εκρήξεις συνταράζουν τη μεγαλόνησο, διαχέοντας παντού το δυναμικό μήνυμα των Κυπρίων αγωνιστών για ελευθερία, εδαφική ακεραιότητα, αυτοδιάθεση. Η Λευκωσία, η Λάρνακα, η Λεμεσός, η Αμμόχωστος, η Επισκοπή συγκλονίζονται από τις συντονισμένες επιθέσεις και το ασίγαστο πάθος των νεαρών Κυπρίων να αλλάξουν τη μοίρα του νησιού τους. Οι επιθέσεις πλήττουν καίριους στόχους της βρετανικής διοίκησης, όπως τον κυβερνητικό ραδιοφωνικό σταθμό, το Κυβερνείο, κεντρικά αστυνομικά τμήματα, Διοικητήρια και Δικαστικά Μέγαρα, στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Σύμφωνα με δημοσίευμα της αθηναϊκής εφημερίδας «Ελευθερία», 21 βόμβες εξερράγησαν στην Κύπρο σε διάστημα μικρότερο των 48 ωρών. Ο Κυπριακός Αγώνας είχε τη νύχτα εκείνη τον πρώτο νεκρό, τον Μόδεστο Παντελή, ο οποίος έχασε τη ζωή του από ηλεκτροπληξία, ενώ προσπαθούσε να κόψει ένα ηλεκτροφόρο καλώδιο.
Ο Αγώνας της ΕΟΚΑ γρήγορα αγκαλιάστηκε από τη συντριπτική πλειονότητα του κυπριακού ελληνισμού. Τις γραμμές της πύκνωναν συνεχώς νέοι και νέες από όλες τις κοινωνικές τάξεις, μαθητές και φοιτητές, δάσκαλοι, ιερείς, χωρικοί και εργάτες, έγιναν ήρωες πολεμώντας για ελευθερία, δικαιοσύνη, εθνική κυριαρχία και πολιτική αυτοδιάθεση. Η έκφραση του συλλογικού αυτού πόθου ήταν η φωνή ενός λαού που δεν έπαψε να αγωνίζεται για την αξιοπρέπειά του, για την ιστορική και πολιτισμική του ταυτότητα, για το δικαίωμά του να ορίζει ο ίδιος το μέλλον του.
Η περίοδος 1955–1959 υπήρξε δύσκολη και αιματηρή. Οι Άγγλοι μετά τον αρχικό αιφνιδιασμό, απάντησαν με καταστολή, βασανιστήρια, δίκες παρωδία, απαγχονισμούς, στρατιωτικές επιχειρήσεις και αυστηρά μέτρα ελέγχου του πληθυσμού. Όμως ούτε ο φόβος, ούτε οι ανελέητες διώξεις μπόρεσαν να κάμψουν την ισχυρή θέληση και το πάθος του κυπριακού λαού. Αντίθετα, οι διώξεις ενίσχυσαν την λαϊκή υλική και ηθική υποστήριξη προς τον Απελευθερωτικό Αγώνα. Ο απαράμιλλος ηρωισμός και η αυτοθυσία νέων στην πλειοψηφία τους ανθρώπων, όπως ο Γρηγόρης Αυξεντίου, ο Κυριάκος Μάτσης, ο Μιχαλάκης Καραολής, ο Ανδρέας Δημητρίου, ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης, έγιναν σύμβολα ενός έθνους που επιμένει να αντιστέκεται στην αδικία, όσο βαρύ και αν είναι το τίμημα και αναδεικνύουν το εθνικό χρέος ως ύψιστη αρετή του γένους μας.
Το τέλος του Αγώνα επισφραγίζεται με τη σύναψη των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, το 1959 και την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας ως ανεξάρτητου κράτους το 1960. Αποτελεί χρέος όλων των Ελλήνων να διατηρούμε στη συλλογική μας μνήμη τον Αγώνα των Κυπρίων, ώστε να αντλούμε διδάγματα εθνικής αξιοπρέπειας, ενότητας και ιστορικής ευθύνης.
Σήμερα, η Κύπρος βρίσκεται στον πυρήνα της ευρωπαϊκής οικογένειας, υφίσταται ωστόσο ακόμη τις συνέπειες της τραγικής διχοτόμησης, μετά την τουρκική εισβολή του 1974 και την συνεχιζόμενη παράνομη κατοχή του 1/3 του νησιού.
Ο Απελευθερωτικός Αγώνας της ΕΟΚΑ αποτελεί για όλους τους Έλληνες έναν φάρο εθνικής υπερηφάνειας και ενισχύει την εθνική ενότητα, ενδυναμώνοντας την πίστη μας στις αξίες της ελευθερίας και της δικαιοσύνης.
*Βουλευτής Επικρατείας της ΝΔ