Η αντιπολίτευση ως αντίπαλος της κυβέρνησης δεν ενδιαφέρει πολλούς, ενδεχομένως μόνο την αντιπολίτευση και τους φίλους της.
Αντιθέτως η αντιπολίτευση ως «επόμενη κυβέρνηση» μας αφορά όλους.
Την εποχή του δικομματισμού της Μεταπολίτευσης τα πράγματα ήταν απλά.
Εφευγε η ΝΔ, ερχόταν το ΠαΣοΚ (1981, 1993, 2009).
Εφευγε το ΠαΣοΚ, ερχόταν η ΝΔ (1990, 2004).
Εύκολο. Δεν χρειαζόταν και πολύ μυαλό για να μαντέψεις ποια θα είναι η «επόμενη κυβέρνηση».
Τα πράγματα μπερδεύτηκαν από το 2012, όταν μπερδεύτηκε ο δικομματισμός.
Στις εκλογές του 2019 αποκαταστάθηκε το ένα σκέλος του, γεγονός που επιβεβαιώθηκε στις εκλογές του Μαΐου – Ιουνίου 2023.
Το άλλο σκέλος; Χάος!
Ενα αγαπημένο παιχνίδι με τους συνομιλητές μου είναι να τους ρωτάω ποιος νομίζουν ότι θα κυβερνήσει τη χώρα αν ο Μητσοτάκης βαρεθεί και πάρει τη Μαρέβα να φύγει.
Η ποικιλία των απαντήσεων είναι το καλύτερο αποτύπωμα του χάους. Αλλά και η απόδειξη πως η «επόμενη κυβέρνηση» δεν υπάρχει ούτε στη φαντασία εκείνων που την προσδοκούν.
Μένουμε λοιπόν με μια κατακερματισμένη κι ανήμπορη αντιπολίτευση της οποίας το μεγαλύτερο κόμμα με το ζόρι φτάνει το 14%-15%. Ποσοστό αρκετό για να κάνει κάποιος ζημιά αν του παρουσιαστεί η ευκαιρία αλλά όχι για να κυβερνήσει.
Φυσικά ο κατακερματισμός και η ανημπόρια πάνε μαζί. Οσο πιο πολύ μένει εκτός διακυβέρνησης η αντιπολίτευση, τόσο περισσότερο αδυνατίζουν και χλωμιάζουν τα κυβερνητικά χαρακτηριστικά της.
Ο πολύπειρος Τζούλιο Αντρεότι έλεγε άλλωστε ότι «η εξουσία φθείρει εκείνον που δεν την έχει!».
Και μη γελιόμαστε. Θα είναι μάλλον δύσκολο να βρούμε «επόμενη κυβέρνηση» έως το 2027 ή νωρίτερα.
Εκτός… Εκτός αν η «επόμενη κυβέρνηση» είναι η σημερινή με την προσθήκη κάποιου ή κάποιων από τη σημερινή αντιπολίτευση.
Εθελοντές; Σπανίζουν.
Οι πιο αριστεροί ονειρεύονται «λαϊκό» ή «προοδευτικό μέτωπο» (ό,τι απέμεινε από τον ΣΥΡΙΖΑ).
Οι πιο δεξιοί διαλαλούν ότι θα κυβερνήσουν μόνοι τους (Βελόπουλος).
Και το ΠαΣοΚ δηλώνει ότι θα κερδίσει τις εκλογές και βλέπουμε.
Είναι έτσι; Δύσκολα. Ακόμη και κάπου στο 28%-30% (τα σημερινά δημοσκοπικά ποσοστά της) η ΝΔ θα βγάλει γύρω στους 135 βουλευτές.
Ποιος ή ποιοι θα τους παρακάμψουν για να φτιάξουν χωρίς αυτούς μια «επόμενη κυβέρνηση»; Οσοι κι αν μαζευτούν σε λογικά πολιτικά πλαίσια και πάλι δεν φτάνουν αριθμητικά. Εκτός (τι να πω;) αν προκύψει κάποια απροσδόκητη σύμπραξη Ακροδεξιάς και Ακροαριστεράς.
Είπαμε, λοιπόν. Δύσκολα.
Γι’ αυτό απέκτησε ξαφνικά τόσους οπαδούς το «σενάριο του 2012». Να δημιουργηθούν δηλαδή τέτοιες συνθήκες κοινωνικής έντασης που θα οδηγήσουν τη ΝΔ να εγκαταλείψει πρακτικά την εξουσία.
Ή έστω να οδηγηθεί σε «αδυναμία διακυβέρνησης», όπως το ΠαΣοΚ στα τέλη του 2011.
Λυπάμαι που το λέω αλλά όλα αυτά θυμίζουν λίγο παραμύθια της Χαλιμάς.
Καταρχήν επειδή το 2025 δεν είναι 2012, η οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα δεν είναι ίδια, ούτε τη διαχειρίζονται οι ίδιοι.
Το 2012 εκκολάφθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ με τον Τσίπρα και καρπώθηκε την πολιτική δυναμική. Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ έχει σχεδόν διαλυθεί και κανείς άλλος δεν φαίνεται στον ορίζοντα.
Δεν υπάρχουν δηλαδή οι συνθήκες που θα γεννήσουν μια αβάσταχτη κοινωνική ασφυξία αλλά ούτε κι εκείνοι που θα την εκφράσουν πειστικά. Μπορεί η Ζωή ή ο Βελόπουλος να ψηλώνουν αλλά κανείς δεν τους έχει για το ντραφτ του ΝΒΑ.
Ακόμη κι έτσι όμως ο ψηφοφόρος στην κάλπη δεν έχει μόνο στο μυαλό του την αποδοκιμασία μιας υπάρχουσας κατάστασης. Φέρει και κάποια άποψη ή έστω εκτίμηση για εκείνην που θα τη διαδεχτεί.
Γνωρίζουμε πόσο κόστισε στον ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Μαΐου 2023 η ιδέα μιας «κυβέρνησης των ηττημένων» που οι ίδιοι είχαν θέσει σε κυκλοφορία. Προφανώς οι ψηφοφόροι δεν θέλησαν να τους κυβερνήσουν οι χαμένοι της κάλπης.
Στην κουβέντα όμως για την «επόμενη κυβέρνηση» υπάρχει κι άλλος ένας παράγοντας, ίσως ο σημαντικότερος. Ο ίδιος ο Μητσοτάκης.
Στα 57 του είναι ακόμη νέος, προσηλωμένος και ιδιαίτερα δραστήριος. Τελευταία άλλωστε έχει επιβεβαιώσει δημόσια δύο ή τρεις φορές την πρόθεσή του να διεκδικήσει μια τρίτη τετραετία.
Λογικό, προβλέψιμο και δύσκολο.
Λογικό επειδή έως τώρα δεν τον σπρώχνει κάτι ή κάποιος στην έξοδο. Σε όλες τις δημοσκοπήσεις προηγείται καθαρά.
Προβλέψιμο επειδή ακόμη κι αν είχε κάτι άλλο στο μυαλό του δεν θα το ομολογούσε δύο χρόνια νωρίτερα. Θα διαλυόταν η κυβέρνηση πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση του.
Δύσκολο επειδή κανείς έλληνας πρωθυπουργός δεν έχει κυβερνήσει ποτέ πάνω από οκτώ συνεχόμενα χρόνια.
Ούτε καν οι μακροβιότεροι.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κυβέρνησε 14 χρόνια αλλά σε δύο περιόδους (1955-1963 και 1974-1980). Ο Ελευθέριος Βενιζέλος 12 χρόνια σε τρεις περιόδους (1910-1915, 1917-1920 και 1928-1932). Ο Ανδρέας Παπανδρέου 9 χρόνια και κάτι μήνες σε δύο περιόδους (1981-1989 και 1993-1995).
Μετά τη Μεταπολίτευση άλλωστε οι δεύτερες τετραετίες αποδείχτηκαν πάντα περίεργες. Στα μέσα της δεύτερης, ο θείος Καραμανλής μεταπήδησε στην Προεδρία (1980) ενώ ο ανιψιός του έκανε εκλογές και τις έχασε (2009).
Ο Παπανδρέου και ο Κώστας Σημίτης ολοκλήρωσαν τις δεύτερες τετραετίες τους αλλά ο πρώτος έχασε τις εκλογές (1989) και ο δεύτερος αποχώρησε πριν από αυτές (2004).
Βέβαια στην μπάλα λέμε ότι οι παραδόσεις είναι για να σπάνε. Μόνο που το λέμε αφού έχουν σπάσει, όχι πριν.
Συνεπώς το κεφάλαιο «επόμενη κυβέρνηση» περιλαμβάνει εκ των πραγμάτων τον παράγοντα Μητσοτάκη και στην πολιτική έχω μάθει να μην προδικάζω τίποτα.
Ιδίως δύο χρόνια και κάτι μήνες πριν από τις εκλογές που (θεωρητικά τουλάχιστον…) θα βγάλουν την «επόμενη κυβέρνηση».