Είναι νομικά εσφαλμένη, κατά τη γνώμη μου, η πρόταση για την πρόωρη κατάργηση της Επιτροπής της Βουλής που συγκροτήθηκε για να ανιχνεύσει, εάν ο τότε Υφυπουργός κ. Τριαντόπουλος έχει τελέσει το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος στην τραγική υπόθεση των Τεμπών.

Και θα επιθυμούσα να παραθέσω σύντομα κάποιους βασικούς λόγους ένεκα των οποίων υποστηρίζω μια τέτοια άποψη.

– Η ποινική διαδικασία αφορά το δημόσιο συμφέρον της Πολιτείας, γιατί ακριβώς διερευνά την τέλεση εγκλημάτων. Επομένως δεν είναι δυνατόν ο καθένας, όποτε επιθυμεί, να ακυρώνει ή να καταργεί πρόωρα μια τέτοια ποινική διερεύνηση (έστω και μερικά, όπως προτείνεται από τον κ. Τριαντόπουλο ο οποίος από δικονομική άποψη εμφανίζεται με τη μορφή του «υπόπτου»).

– Η ανωτέρω Επιτροπή της Βουλής, με βάση και το άρθρο 5 του ν. 3126/2003, έχει τη λειτουργική εξουσία την οποία έχει και ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών, όταν διενεργεί μια προκαταρκτική εξέταση.

– Ο λειτουργικός σκοπός μιας προκαταρκτικής εξέτασης είναι ένας και «καθαρός»: Να ανιχνευθεί, δηλαδή, εάν εναντίον του τότε Υφυπουργού έχουν ανακύψει «επαρκείς ενδείξεις ενοχής (άρθρο 43 ΚΠΔ) για το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος και εάν εναντίον του (μετά την περάτωση της προκαταρκτικής εξέτασης) είναι αναγκαίο να κινηθεί η ποινική δίωξη.

– Αυτό σημαίνει περαιτέρω και κατεξοχήν, ότι κατά τη διενέργεια μιας τέτοιας ποινικής διερεύνησης (όπως αυτή η οποία θα γίνει από τη Βουλή) ενεργοποιούνται και ισχύουν και κάποιες άλλες θεμελιώδεις δικονομικές αρχές. Ποιες είναι αυτές; Καταρχήν, η αρχή της αυτεπάγγελτης διεξαγωγής της ποινικής διαδικασίας με την πρωτοβουλία των αρμόδιών δικαιοδοτικών αρχών. Τι σημαίνει αυτή η αρχή με απλά λόγια; Ότι το πότε θα φθάσει (από διαδικαστική άποψη) η υπόθεση τούτη στο αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο το οποίο θα αποφασίσει για την παραπομπή στο Ειδικό Δικαστήριο, εξαρτάται από τους Βουλευτές (δηλαδή από την Εισαγγελική αρχή ) και όχι από τον κ. Τριαντόπουλο.

– Εάν όλα τα παραπάνω μεγέθη ακυρωθούν, τότε θα εγερθεί ένα εκρηκτικό ερώτημα: Ποιο; Κάτω από ποιες προϋποθέσεις θα αποσταλεί η σχετική δικογραφία στο αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο το οποίο θα αποφασίσει ενδεχόμενα για την παραπομπή του κ. Τριαντόπουλου στο Ειδικό Δικαστήριο; Τι εννοώ; Η προκείμενη αποστολή της δικογραφίας στο παραπάνω Δικαστικό Συμβούλιο προϋποθέτει ότι έχει κινηθεί η ποινική δίωξη (και ότι έχουν καταφαθεί εναντίον του κ, Τριαντόπουλου) επαρκείς ενδείξεις ενοχής!

Όμως με ποιο τρόπο οι Βουλευτές αυτής της Επιτροπής «θα πιστοποιήσουν» κάτι τέτοιο, εάν γίνει αποδεκτός ο «πρόωρος θάνατος» της διενεργούμενης προκαταρκτικής εξέτασης; Θα αποδεχθούν πλασματικά, εικονικά και εντελώς απαράδεκτα για ένα κράτος Δικαίου οι Βουλευτές και τα κόμματα τους ότι έχουν ανακύψει επαρκείς ενδείξεις ενοχής εναντίον του κ. Τριαντόπουλου; Το τι επιθυμεί ο κ. Τριαντόπουλος στην προκείμενη περίσταση είναι δικονομικά αδιάφορο (κατά τη γνώμη μου).

– Όλα αυτά είναι περίεργα μεγέθη και αποδεικνύουν με τον καλύτερο τρόπο, ότι ο περίφημος νόμος για την ποινική ευθύνη των Υπουργών πρέπει επιτέλους να αλλάξει!

– Τέλος, έχω την εντύπωση, ότι ο πρωθυπουργός ήταν κακώς πληροφορημένος όταν έκανε τη σχετική δήλωση που επαινούσε τον κ. Τριαντόπουλο για την πρότασή του, η οποία λίγο έως πολύ υποβάθμιζε και αγνοούσε όλες τις ανωτέρω αρχές της Ποινικής μας Δικονομίας.

Και θα ήθελα να διατυπώσω και ακόμη μια παρατήρηση:

Κανείς δεν θέλει την κομματική τοξικότητα και την απωθητική πόλωση που επικρατεί αυτές τις ημέρες ανάμεσα στους Βουλευτές των διαφόρων κομμάτων.

Ωστόσο, όταν διερευνώνται τέτοια απίστευτα εγκλήματα (όπως αυτό το Τεμπών), τότε χρειαζόμαστε -ως κοινωνία- το «είδος των πολιτικών» για το οποίο μιλούσε ο μεγάλος Γερμανός κοινωνιολόγος Μαξ Βέμπερ στο βιβλίο του «Η πολιτική ως επάγγελμα» (Politik als Beruf).

Χρειαζόμαστε δηλαδή πολίτικούς της «ηθικής ευθύνης».

Υ.Γ Έχω υποστηρίξει πολλές φορές, ότι η ποινική διερεύνηση της τραγικής υπόθεσης των Τεμπών θα είναι ατελέστατη κατά την αξιολογική μου κρίση, εάν δεν ανιχνευθεί η ενδεχόμενη δια παραλείψεως ποινική ευθύνη στο κακούργημα του άρθρου 291 του ΠΚ (: επικίνδυνες επεμβάσεις στις συγκοινωνίες) δύο Υπουργών Μεταφορών, δηλαδή του κ. Καραμανλή και του κ. Σπίρτζη, λόγω της μη υλοποίησης του συστήματος τηλεδιοίκησης των σιδηροδρόμων, παράμετρο που θεωρώ κομβική για τη σύγκρουση των δύο τραίνων.

Ο κύριος Γρηγόρης Καλφέλης είναι Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ.