Οι τεράστιες και αυθόρμητες διαδηλώσεις οι οποίες έγιναν την προηγούμενη εβδομάδα αποδεικνύουν ότι η χώρα μας δεν πήρε την «πορεία προς την ασημαντότητα» για την οποία μιλούσε ο μεγάλος Έλληνας στοχαστής Κορνήλιος Καστοριάδης.
Γιατί το λέω αυτό;
Γιατί με αυτές τις υπερμεγέθεις διαδηλώσεις οι πολίτες αντέδρασαν σε οποιαδήποτε απόπειρα συγκάλυψης του ανήκουστου εγκλήματος των Τεμπών, όπου πέθαναν 57 άνθρωποι, κυρίως νέα παιδιά (και μάλιστα και φοιτητές μας από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης).
Δυστυχώς κάποιοι μέσα στη σημερινή κυβέρνηση πίστευαν εσφαλμένα, ότι με την μεγάλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία την οποία έλαβαν στις τελευταίες εκλογές, αιφνιδίως την επόμενη ημέρα θα εξαλειφόταν το δίκαιο, η νομιμότητα, ο βουβός πόνος των γονιών και οι ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες κάποιων Υπουργών της (όπως και Υπουργών της προηγούμενης κυβέρνησης).
Είχαν ξεχάσει αυτό που λέει ο Γιάννης Ρίτσος στο ποίημα του «Σχήμα απουσίας ΙΙ» : «Ποτέ δεν φεύγουν τα νεκρά παιδιά από το σπίτι τους … Μένουν στο σπίτι ……και μεγαλώνουν μέσα στην καρδιά μας..» !
Και το εκρηκτικό ερώτημα το οποίο τίθεται είναι το ακόλουθο: Έγιναν προσπάθειες οι οποίες, εκ του αποτελέσματος τουλάχιστον, εμπεριείχαν μια παρόμοια «συγκαλυπτική λογική»;
Θα απαριθμήσω, κατά την αξιολογική μου κρίση, κάποιες τέτοιες απόπειρες και θα θέσω ορισμένα ερωτήματα.
Δεν διερευνήθηκαν ποτέ ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες υπουργών
Αυτό το μέγεθος το οποίο εξόργισε τους πολίτες και τους «έβγαλε στους δρόμους» ήταν το εξής :
Μετά από δύο χρόνια ερευνών για αυτό το φοβερό έγκλημα έχουν ασκηθεί ποινικές διώξεις εναντίον 40 κατηγορουμένων για το κακούργημα των «επικίνδυνων παρεμβάσεων στη συγκοινωνία…» του άρθρου 291 του ΠΚ , αλλά ούτε καν ανιχνεύθηκαν ( σε επίπεδο έστω διερεύνησης) οι ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες πολιτικών προσώπων, όπως του τότε Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών κ. Καραμανλή.
Και όπως είναι γνωστό στο Ποινικό Δίκαιο υπάρχει η λεγόμενη «δια παραλείψεως ποινική ευθύνη». Τι εννοώ;
Με άλλα λόγια: Δεν θα έπρεπε να διερευνηθεί τουλάχιστον, εάν ο τότε Υπουργός Μεταφορών είχε την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση (του άρθρου 15 του Ποινικού Κώδικα) να ελέγξει για ποιο λόγο δεν λειτουργούσε την ημέρα κατά την οποία έγινε το εγκληματικό συμβάν το περίφημο σύστημα τηλεδιοίκησης των σιδηροδρόμων (το οποίο θα μπορούσε να αποτρέψει το θάνατο των 57 ανθρώπων, γιατί θα έδειχνε ανάγλυφα ότι τα δύο τραίνα πήγαιναν στην ίδια θανατηφόρα διαδρομή );
Και εγείρεται και ένα συναφές ερώτημα: Ο εφέτης- ανακριτής (ο οποίος όντως καταβάλλει μια υπεράνθρωπη προσπάθεια) δεν βρήκε καμία τέτοια ενδεχόμενη ποινική ευθύνη πολιτικών προσώπων, ώστε να αποστείλει το σχετικό αίτημα στη Βουλή (για την ενεργοποίηση του σχετικού νόμου για την ποινική ευθύνη Υπουργών);
Διενεργώ αυτή την αναφορά, γιατί δεν μπορώ να αφομοιώσω εύκολα την αντίληψη (ή τουλάχιστον έχω επιφυλάξεις) , ότι ο σταθμάρχης (με την ελλιπή τεχνογνωσία) και κάποιοι άλλοι ευθύνονται αποκλειστικά για όλα τα ζητήματα αυτής της τραγικής υπόθεσης.
Και βεβαίως είναι απαραίτητο να πληροφορηθούμε επιτέλους, εάν υπήρχε και πολιτικός ο οποίος συνέπραξε στη μετάταξη ενός άπειρου σταθμάρχη σε μια τόσο νευραλγική θέση ( γιατί και σε αυτό το επίπεδο είναι δυνατό να αποδοθούν ποινικές ευθύνες σε Υπουργούς).
Για τα σοβαρά τούτα ζητήματα επί δύο χρόνια λειτούργησε ο «νόμος της σιωπής»!
Μάλιστα, συνέβησαν και δύο γεγονότα τα οποία εξόργισαν ακόμη περισσότερο τη μέση κοινωνική συνείδηση. Ποια ήταν αυτά τα γεγονότα;
Ο τότε Υπουργός Μεταφορών και Υποδομών κ. Καραμανλής ανέλαβε την «αντικειμενική πολιτική ευθύνη» για το παραπάνω αδιανόητο έγκλημα και παραιτήθηκε.
Ωστόσο, παράδοξα και ακατανόητα μετά από δέκα ημέρες ανακοινώθηκε ότι ο κ. Καραμανλής θα είναι και πάλι υποψήφιος στις (τότε) επερχόμενες εθνικές εκλογές.
Λες και μια ανώτατη εκκλησιαστική αρχή (: ο Πάπας) του έδωσε ένα «συγχωροχάρτι» το οποίο εξαφάνισε άμεσα την ευθύνη την οποία ο ίδιος είχε αναλάβει.
Βεβαίως είναι προφανές, ότι για όλες αυτές τις κακές εξελίξεις ευθύνεται ο ίδιος ο Πρωθυπουργός .
Επίσης συγκροτήθηκε και μια Εξεταστική Επιτροπή στη Βουλή για να διερευνήσει τις ενδεχόμενες ευθύνες Υπουργών, αλλά οι εργασίες της – με κυβερνητική ευθύνη-περατώθηκαν ταχύτατα (χωρίς κανένα αποτέλεσμα και χωρίς να έχουν οι
Βουλευτές στα χέρια τους όλο το κρίσιμο αποδεικτικό υλικό το οποίο είχε συλλέξει ο Εφέτης-ανακριτής)!
Οι δικαστικές Αρχές δεν έστειλαν όλα τα αποδεικτικά στοιχεία στη Βουλή
2. Και σε αυτό το σημείο εγείρεται και ένα άλλο κρίσιμο ερώτημα: Για ποιο λόγο ο Εφέτης- ανακριτής και οι υπόλοιπες Δικαστικές αρχές δεν έστειλαν στην Επιτροπή της Βουλής όλα τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία είχαν στη διάθεσή τους, όπως είχαν την υποχρέωση από το άρθρο 145 του κανονισμού της Βουλής;
Έτσι, για μια ακόμη φορά μια Εξεταστική Επιτροπή λειτούργησε «στα τυφλά» και μέσα σε ένα κλίμα διεφθαρμένης κομματικής πόλωσης και δεν έκανε απολύτως τίποτε ( δίνοντας την αίσθηση ότι είμαστε θεσμικά ένα αποτυχημένο κράτος ακόμη και όταν συμβαίνουν τέτοια εγκλήματα).
Μετά από δύο χρόνια δεν γνωρίζουμε αν μεταφερόταν εύφλεκτο υλικό στην αμαξοστοιχία
3. Τέλος, η αίσθηση ότι κάποιοι δεν θέλουν να αποκαλυφθεί η αλήθεια σε αυτήν την υπόθεση μεγάλωσε ακόμη περισσότερο, γιατί μετά από δύο χρόνια δεν γνωρίζουμε ακόμη , εάν στη μοιραία αμαξοστοιχία μεταφερόταν λαθραίο φορτίο καυσίμων ή άλλα εύφλεκτα υλικά (τα οποία προκάλεσαν τη μεγάλη έκρηξη και το φρικτό θάνατο των πολλών νέων παιδιών).
Και είναι χαρακτηριστικό, ότι μετά από δύο χρόνια μόλις τώρα αναμένεται για αυτό το ζήτημα το πόρισμα πραγματογνωμοσύνης του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.
Βεβαίως σε τέτοιες πολύκροτες αποθέσεις απαιτείται μια προσεκτική διερεύνηση όλου του αποδεικτικού υλικού (και για αυτό πιστεύω ότι ο εφέτης-ανακριτής θα έπρεπε να υποβοηθείται και από ένα αναπληρωτή, όπως προβλέπει εξάλλου και η Δικονομία μας).
Το συμπέρασμα;
Κάποιοι δεν κατανόησαν ποτέ αυτό το οποίο λέει ο μεγάλος μας ποιητής Γιαννης Ρίτσος. Δηλαδή ότι «τα νεκρά παιδιά δεν φεύγουν ποτέ από το σπίτι τους…»! Μένουν μέσα στη ψυχή των γονιών τους οι οποίοι θα αγωνίζονται αδιάλειπτα μέχρι το τέλος για να αποκαλυφθεί η αλήθεια!
Και στο πλάι τους θα είναι η κοινωνία , γιατί όλοι κατανοούν ότι και τα δικά τους παιδιά θα μπορούσαν να ταξιδεύουν με το μοιραίο τραίνο.
Καλφέλης Γρηγόρης, Καθηγητής της Νομικής Σχολής στο ΑΠΘ