Στις 29 Νοεμβρίου του 2024 η Αγγλική Βουλή των Κοινοτήτων μετά από μια έντονη και «παθιασμένη» συζήτηση ψήφισε υπέρ της νομιμοποίησης του λεγόμενου «υποβοηθούμενου θανάτου» (assisted dying).

Βεβαίως υπάρχουν ακόμη αρκετά διαδικαστικά στάδια μέχρι να γίνει επίσημος νόμος του Αγγλικού κράτους. Ωστόσο, για μια ακόμη φορά θα ανιχνευθεί (όχι μόνο στην Αγγλία, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη) ένα ηθικό και γενικότερο ζήτημα.

Εάν δηλαδή θα επιτραπεί σε ένα ασθενή ο οποίος έχει λ.χ. έξι μήνες ζωής (λόγω ανίατης ασθένειάς) να πεθάνει πιο γρήγορα με τη βοήθεια του γιατρού του (ή άλλου ατόμου) για να μην υποφέρει βασανιστικά και ανυπόφορα από την αθεράπευτη ασθένεια του («Economist, What next?, 7/12/2024»).

Και, έτσι, για μια ακόμη φορά επανέρχεται στην επιφάνεια το φοβερό ζήτημα της ευθανασίας (με τις ποικίλες εκφάνσεις της), που προκαλεί παθιασμένες ή έντονες αντιδράσεις στον κόσμο της θρησκείας, της πολιτικής, αλλά και στους απλούς ανθρώπους.

Και υπάρχει μια θλιβερή και πονεμένη ιστορία που συνέβη παλιότερα στην Ιταλία που «οριοθετεί» με τον πιο ευκρινή τρόπο όλες τις διαστάσεις αυτής της σύνθετης προβληματικής.

Είναι δηλαδή η γνωστή υπόθεση της Eluana Englaro, δηλαδή της 37χρονης Ιταλίδας που διατρεφόταν με σωλήνα και ζούσε επί πολλά χρόνια σε κατάσταση φυτού (λόγω ενός αυτοκινητιστικού ατυχήματος που της είχε συμβεί το 1992).

Ο δυστυχής πατέρας της προσπαθούσε ανεπιτυχώς να εξασφαλίσει νομικά για το παιδί του «το δικαίωμα σε ένα αξιοπρεπή θάνατο». Με άλλα λόγια μια δικαστική απόφαση, η οποία θα επέτρεπε να αποσυνδεθούν από το σώμα της τα ιατρικά μηχανήματα που την κρατούσαν στη ζωή, γιατί αυτή ήταν η επιθυμία της πριν από το ατύχημα και γιατί ο ίδιος δεν άντεχε να ζει το κορίτσι του ένα τέτοιο φρικτό μαρτύριο!

Τελικά εν μέσω μιας σφοδρής και παράλογης αντίδρασης από την καθολική εκκλησία η οποία απέρριπτε κάθε μορφή ευθανασίας, οι δικαστικές αρχές της Ιταλίας είχαν επιτρέψει την αποσύνδεση της Eluana από τα μηχανήματα που την κρατούσαν στη ζωή, μετά την απόλυτη διαβεβαίωση των γιατρών ότι ή κατάσταση της νεαρής κοπέλας ήταν «μη αναστρέψιμη».

Βεβαίως, η τότε κυβερνητική πλειοψηφία υπό τον Berlusconi είχε προσπαθήσει -περιφρονώντας πλήρως τη δικαστική εξουσία- να εκμεταλλευθεί κυνικά και αυτό το ανθρώπινο ζήτημα και είχε καταθέσει νομοσχέδιο στην ιταλική Βουλή (με το οποίο απαγορευόταν ολοκληρωτικά η διακοπή της σίτισης της ασθενούς).

Όμως η ζωή είχε «προλάβει» τις μηχανορραφίες των πολιτικών και της εκκλησίας και η ατυχής κοπέλα είχε πεθάνει τελικά, χωρίς να είναι απόλυτα διευκρινισμένο, αν ο θάνατος της οφειλόταν αποκλειστικά στη διακοπή της τροφής, που είχε ήδη αρχίσει με την έγκριση των δικαστικών αρχών.

Και φυσικά υπάρχουν σε όλο τον κόσμο πολλές ανάλογες ιστορίες που εγείρουν ανθρώπινα, ηθικά και νομικά προβλήματα και ανιχνεύουν το πολυσυζητημένο ζήτημα, εάν δηλαδή υφίσταται ένα στοιχειώδες ανθρώπινο δικαίωμα «στον αξιοπρεπή θάνατο».

Οι θρησκευτικές οργανώσεις, όπως είναι φυσικό, αντιδρούνε σφοδρά μπροστά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, γιατί λένε ότι μόνο ο θεός , ως δωρεοδότης της ζωής μπορεί να αποφασίζει για το τέλος κάθε ανθρώπου.

Επίσης πολλοί φιλόσοφοι και διανοητές είχαν εκφράσει διαφορετικές απόψεις. Ο Τόμας Μόρ. λ.χ. στο έργο του «Ουτοπία» είχε λάβει θέση υπέρ της ευθανασίας. Ο Καντ αντίθετα ήταν ενάντιος απέναντι σε οποιαδήποτε ανάλογη πρακτική (ακόμη και στην αυτοκτονία), αφού θεωρούσε ότι η κάθε ανθρώπινη ύπαρξη ανήκει στην ανθρωπότητα.

Βεβαίως στο σημείο αυτό είναι απαραίτητο να αναφέρω, ότι σε πολλές ευρωπαϊκές ιδίως χώρες έχουν ψηφιστεί την τελευταία δεκαετία νόμοι που επιτρέπουν το λεγόμενο «υποβοηθούμενο θάνατο» (assisted dying), όπως στην Αυστρία, στο Βέλγιο, στο Λουξεμβούργο, στην Ολλανδία, στην Ισπανία και στην Ελβετία («Europe’s slow but inevitable march to allow assisted dying», Εconοmist»).

Και η κυριότερη προϋπόθεση η οποία τίθεται από αυτές τις νομοθεσίες είναι η ύπαρξη μιας πιστοποίησης από δύο γιατρούς ότι ο ασθενής βρίσκεται σε καταληκτικό στάδιο (γεγονός που αποκλείει τις απάνθρωπες ή «μακιαβελικές» πιέσεις από άπληστους συγγενείς, οι οποίοι απλώς προσβλέπουν στην περιουσία του ασθενούς).

Αντίθετα η ελληνική νομοθεσία στο άρθρο 300 του Ποινικού Κώδικα τιμωρεί τη θανάτωση , έστω και α γίνεται έπειτα από την επίμονη απαίτηση του ίδιου του ασθενούς που θέλει να απαλλαγεί από το μαρτύριο της ανίατης και βασανιστικής του ασθένειάς (consensual Killing).

Μετά από όλα αυτά θα ήθελα να αναφέρω και το εξής πράγμα:

Το 1920 ένας αξιοσέβαστος καθηγητής του Ποινικού Δικαίου στη Γερμανία, ο Karl Binding, λίγο πριν πεθάνει είχε υποστηρίξει ότι υπάρχουν ανθρώπινες ζωές , οι οποίες – είτε λόγω ανίατης ασθένειας είτε λόγω ατυχήματος- έχουν χάσει σε τέτοιο βαθμό την ιδιότητα του «δικαιικού αγαθού», ώστε η συνέχιση τους, τόσο για τον φορέα της ζωής όσο και για την κοινωνία, να έχει απωλέσει δια παντός κάθε αξία!

Έτσι ο παραπάνω Γερμανός θεωρητικός είχε πλασάρει για πρώτη φορά την ιδέα της ζωής που δεν αξίζει να τη ζει κανείς ή της ανάξιας να βιωθεί ζωής (« Binding, Die Freigabe der Vernichtung lebensunwerten Lebens»).

Και υπ’ αυτή την έννοια έλεγε, ότι η πράξη της θανάτωσης ή της ηθικής λύτρωσης αυτών των ατόμων ( Erloesung) δεν μπορεί να συνιστά έγκλημα.

Γιατί τα αναφέρω αυτά; Γιατί ανεξάρτητα από το πώς διέστρεψαν χυδαία αυτή την αντίληψη οι ναζιστές, κατ’ ουσία το ίδιο πράγμα δεν έλεγε και ο συντετριμμένος πατέρας της νεαρής Ιταλίδας ( στη θλιβερή ιστορία που αναφέραμε παραπάνω);

Δηλαδή, ότι το παιδί του ζούσε μια βασανιστική ζωή χωρίς αξία (και χωρίς νόημα);

Και ότι δεν μπορούσε να το βλέπει να υποφέρει άλλο;

Βεβαίως σε αυτό το θέμα δεν είναι δυνατό να υπάρχουν απόλυτες απόψεις και ο καθένας μπορεί να σκέφτεται διαφορετικά.

Ποιο είναι το συμπέρασμα;

Μήπως λοιπόν υπάρχει αληθινά ένα τέτοιο δικαίωμα στον αξιοπρεπή θάνατο;

Και μήπως ο ασθενής που υποφέρει φρικτά από το μαρτύριο του θα νοιώσει την «εξωτερική επέμβαση» ως μια ευλογία (όπως λένε κάποιοι Άγγλοι);

Πράγμα το οποίο σημαίνει ότι θα πρέπει να αλλάξουμε και την ποινική μας νομοθεσία, όπως έκαναν άλλες ευρωπαϊκές χώρες;

Κλείνοντας αυτή την ανάλυση κρατάω τα λόγια του συντετριμμένου πατέρα της νεαρής Ιταλίδας της παραπάνω θλιβερής ιστορίας προς τους ενοχλητικούς δημοσιογράφους : «Αφήστε με να θρηνήσω το παιδί μου».

Ο Γρηγόρης Καλφέλης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής στο ΑΠΘ