Διάβασα με μεγάλη ευχαρίστηση το βιβλίο του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη («Στον ίδιο δρόμο», εκδόσεις Πατάκη).
Αφενός επειδή είναι η αυτοβιογραφική καταγραφή της πορείας ενός αγροτόπαιδου από τους κάμπους της Ημαθίας στα κυβερνητικά αξιώματα της δημοκρατίας μας.
Μια πορεία κοινωνικής ανέλιξης. Η οποία (να το παραδεχτούμε) αποτελεί ως γενικότερο φαινόμενο τη μεγάλη επιτυχία της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας, κυρίως μέσα από το ΠαΣοΚ.
Αφετέρου επειδή με έκανε να ξαναθυμηθώ στιγμές αυτής της πορείας που επέτρεψαν στον Χρυσοχοΐδη να συναντηθεί με το εθνικό ακροατήριο.
Και οι οποίες δεν ήταν καθόλου αυτονόητες.
Θυμίζει, για παράδειγμα, πως δέκα ημέρες μετά την ανάληψη του υπουργείου Δημόσιας Τάξης, ο πρωθυπουργός Σημίτης τον φώναξε κι αφού άκουσε τα σχέδιά του, τον ρώτησε τι θα κάνει με την τρομοκρατία.
Αμήχανος ο Χρυσοχοΐδης ομολογεί ότι δεν είχε σκεφτεί τίποτα. Και ο Σημίτης του «λέει κοφτά».
– Κοίτα να δεις. Η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας είναι το πρώτιστό σου θέμα. Και απολύτως επείγον (…) Πρέπει να το λύσουμε οπωσδήποτε.
Η διαύγεια του πρωθυπουργού και η αποτελεσματικότητα του υπουργού δικαιώθηκαν λίγο αργότερα με την εξάρθρωση της 17 Νοέμβρη.
Η δράση της οποίας, όπως θυμίζει ο Χρυσοχοΐδης, τύχαινε έως τότε αποδοχής, αν όχι υποστήριξης, από σημαντική μερίδα του ελληνικού λαού.
Κι έτσι επιστρέφω στο ερώτημα που θέτω ξανά και ξανά. Τι είναι αυτό που κάνει μια «σημαντική μερίδα» συμπολιτών μας να συντάσσεται διαχρονικά με κάθε είδους καθάρματα;
Είχαμε τη 17 Νοέμβρη και τους δολοφόνους της. Αλλά και τον Σαντάμ και την αραβική τρομοκρατία και τον Μιλόσεβιτς και τους Πυρήνες της Φωτιάς και τους ισλαμιστές και τον Πούτιν.
Είχαμε και όλους τους αποκαλούμενους «αντιεξουσιαστές» που κάθε τρεις και λίγο διεκδικούν την ανοχή της κοινωνίας για να καίνε, να καταστρέφουν, να καταλαμβάνουν, να απειλούν στο όνομα κάποιας «διαμαρτυρίας».
Φυσικά, δεν είναι όλοι ίδιοι. Αλλά όλοι βλάπτουν τη Συρία το ίδιο.
Διαβάζω ότι υπάρχει (από όλο και λιγότερους για να είμαι δίκαιος…) αίτημα αποφυλάκισης ή «αδειοδότησης» του Κουφοντίνα.
Το επιχείρημα είναι ότι «η δημοκρατία δεν εκδικείται».
Ασφαλώς δεν εκδικείται. Αλλά τιμωρεί. Και κυρίως αποδίδει στα καθάρματα την ηθική απαξία που δικαιούται η δράση τους.
Μια απαξία ανεξίτηλη και διαρκής, που θέτει υπό αίρεση τη νομή των αγαθών της δημοκρατίας, την οποία εκείνοι είχαν ετσιθελικά στερήσει σε άλλους με τις βάρβαρες πράξεις τους.
Κακά τα ψέματα. Οπως είχε πει κι ο Καρλ Πόπερ πριν από πολλές δεκαετίες «μια κοινωνία ανοικτή και ανεκτική δεν μπορεί να ανέχεται τη δυσανεξία».