Στην πραγματική ζωή μεγαλύτερη βαρύτητα έχει όχι τόσο αυτό που μας συμβαίνει τυχαία (θετικό ή αρνητικό), όσο ο τρόπος, με τον οποίον εμείς οι ίδιοι θα διαχειριστούμε / αντιμετωπίσουμε αυτό το τυχαίο συμβάν, προκειμένου είτε να πολλαπλασιάσουμε τα οφέλη που θα μπορέσουμε να αποκομίσουμε εντέλει είτε να ελαχιστοποιήσουμε τις ζημίες που ενδεχομένως θα υποστούμε.

Δυστυχώς, από το 1974 έως σήμερα οι πολιτικές ελίτ της Ελλάδος ακολουθούν έναντι της Τουρκίας -δηλ. έναντι της μοναδικής πραγματικής απειλής για την εθνική μας κυριαρχία και για τα κυριαρχικά μας δικαιώματα- προβληματική πολιτική, αφού όχι απλώς εμφορούνται από φοβικό σύνδρομο, αλλά και δεν τολμούν να διαμορφώσουν τις εξελίξεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η Ελλάδα να βρίσκεται διαρκώς ενώπιον νέων δυσάρεστων καταστάσεων, τις οποίες πολύ μεθοδικά δημιουργεί η τουρκική πολιτική ελίτ επί τη βάσει ενός πάγιου και μακρόπνοου αναθεωρητικού (πάντα εις βάρος του Ελληνισμού) πολιτικού σχεδιασμού.

Η συγκεκριμένη διαπίστωση δεν αποτελεί υποκειμενική εκτίμηση κάποιων μη ειδικών ούτε διαχρονική «εσωτερική πολιτική γκρίνια αντιπολιτευτικού χαρακτήρα» εις βάρος της εκάστοτε ελληνικής κυβέρνησης, αλλά μία αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα. Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ακόμα και η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση παρέπεμψε την Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εξαιτίας της «αμέλειάς» της να εφαρμόσει την κοινοτική οδηγία για τον Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό και να οριοθετήσει τις θαλάσσιες ζώνες της.

Η εν λόγω «αμέλεια» της Ελλάδος οφείλεται αποκλειστικά στο φοβικό σύνδρομο που διακατέχει την πολιτική ελίτ των Αθηνών για τις πιθανές αντιδράσεις της Τουρκίας. Η Τουρκία, τόσο με την εκ του ασφαλούς παράνομη εισβολή της στην Κύπρο το 1974 όσο και με την επίσης εκ του ασφαλούς παράνομη κατάληψη της δυτικής βραχονησίδας των Ιμίων το 1996 -είχε προηγηθεί η ψήφιση του casus belli από την τουρκική εθνοσυνέλευση στις 8 Ιουνίου 1995- κατάφερε να πείσει τις ελληνικές πολιτικές ελίτ ότι όχι μόνον είναι αποφασισμένη να αναμετρηθεί επί του πεδίου με την Ελλάδα για την επιβολή των παράνομων και παράλογων θέσεών της, αλλά και ότι σε μία ενδεχόμενη αναμέτρηση επί του πεδίου θα επικρατήσει.

Η Ελλάδα εξαιτίας της διαχρονικής ατολμίας της να εφαρμόσει τη «Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας» (UNCLOS), την οποία και έχει υπογράψει και έχει κυρώσει, ήδη έχει έρθει αντιμέτωπη με σοβαρότατες συνέπειες για τα εθνικά μας δίκαια (βλ. το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο, το οποίο υπηρετεί το τουρκικό δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας») και, δυστυχώς, θα εξακολουθήσει να έρχεται αντιμέτωπη με νέες, ιδιαιτέρως επιζήμιες για τα εθνικά μας δίκαια, καταστάσεις.

Η ατολμία της Ελλάδος να προχωρήσει σε οριοθέτηση ΑΟΖ με την Κυπριακή Δημοκρατία από το 2004, παράλληλα βεβαίως με τη σοβαρότατη αμέλεια της Κυπριακής Δημοκρατίας να οριοθετήσει ΑΟΖ με τη Συρία του Μπ. Αλ Άσαντ, παρέχουν στην παρούσα συγκυρία στην Τουρκία την ευκαιρία να προχωρήσει σε ένα τουρκοσυριακό μνημόνιο για την οριοθέτηση ΑΟΖ, το οποίο θα είναι μεν εξίσου παράνομο με το τουρκολιβυκό μνημόνιο, αλλά θα δημιουργήσει «δεδομένα» που θα πλήξουν ανεπανόρθωτα τα συμφέροντα του Ελληνισμού (παράνομη οικειοποίηση μέρους της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, έμμεση αναγνώριση του ψευδο-κράτους κ.λπ.) και θα θέσουν στο «τραπέζι του διαλόγου» επιπλέον διεκδικήσεις της Τουρκίας εις βάρος του Ελληνισμού.

Η απόφαση των κυβερνήσεων της Ελλάδος και της Κυπριακής Δημοκρατίας να ενημερώσουν άμεσα (και με στοιχεία) την Ε.Ε. για τους σχεδιασμούς και για τις παρασκηνιακές ενέργειες της Τουρκίας που αποσκοπούν στη βάναυση παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας και στην ανακήρυξη τουρκοσυριακής ΑΟΖ με τη νέα ηγεσία της Συρίας αναμφίβολα είναι ορθότατη. Η άμεση και σθεναρή παρέμβαση της Ε.Ε. για την ακύρωση των παράνομων τουρκικών σχεδιασμών, οι οποίοι όχι μόνον θα πλήξουν σοβαρότατα τα εθνικά δίκαια δύο κρατών-μελών της Ε.Ε. αλλά και θα υπονομεύσουν τα συμφέροντα ολόκληρης της Ε.Ε., είναι πέραν πάσης αμφιβολίας επιβεβλημένη.

Βεβαίως, όσο υπάρχει (;) ακόμα καιρός, η ελληνική πολιτική ελίτ θα πρέπει να λάβει οριστικές αποφάσεις για δύο ζητήματα:

1) Θα πάψει να αντιμετωπίζει εφεξής κάθε εκδήλωση του τουρκικού αναθεωρητισμού εις βάρος της Ελλάδος ως πρόβλημα ελληνοτουρκικό, το οποίο πρέπει να επιλύεται με διμερή «διάλογο» (όπως ακριβώς δηλ. εξυπηρετείται απολύτως η Τουρκία); Θα συνειδητοποιήσει ότι κάθε πρόβλημα της Ελλάδος με την Τουρκία είναι και ευρωτουρκικό και επομένως για την επίλυσή του επιβάλλεται να αξιοποιείται στον μέγιστο βαθμό η υποστήριξη της Ε.Ε., αφού αυτό επιτάσσει αναμφίβολα το εθνικό μας συμφέρον;

2) Θα απαλλαγεί από το φοβικό της σύνδρομο έναντι της Τουρκίας και θα αρχίσει να δημιουργεί η ίδια το περιβάλλον, εντός του οποίου θα διαμορφώνονται εφεξής οι ελληνοτουρκικές σχέσεις με γνώμονα το Διεθνές Δίκαιο και τις Διεθνείς Συνθήκες;

Εάν δεν συμβούν και τα δύο αυτά πράγματα, πάντα θα «τρέχουμε πίσω» από την Τουρκία και διαρκώς θα δημιουργούνται τετελεσμένα εις βάρος μας, τα οποία θα σκιαμαχούμε να ανατρέψουμε.

Καλά Χριστούγεννα και είθε το 2025 να είναι καλλίκαρπο για τα εθνικά μας δίκαια και για τον απανταχού Ελληνισμό!