Ο «Δεκέμβρης του ’44» πριν από ογδόντα χρόνια δεν είχε τίποτα το μυθικό, ούτε το ανεξήγητο. Ηταν μια απόπειρα κατάληψης της εξουσίας από το ΚΚΕ και τις ένοπλες δυνάμεις του ΕΛΑΣ.
Δεν αποτελεί ούτε καν κάτι το πρωτοφανές. Είναι πάγια τακτική των κομμουνιστών (και άλλων παρατάξεων…) να αρπάζουν την εξουσία με όποιον τρόπο προκύψει και σε όποια ευκαιρία έχουν.
Στην προκειμένη περίπτωση όμως καταγράφηκε μια τριπλή ιδιαιτερότητα.
—– Πρώτον, ότι η απόπειρα εκδηλώθηκε εναντίον μιας κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας και των Συμμάχων ενόσω ο πόλεμος με τον Αξονα συνεχιζόταν.
Θυμίζω ότι τα «Δεκεμβριανά» εξελίχθηκαν πριν από τη μεγάλη αντεπίθεση των Γερμανών στις Αρδέννες (Χριστούγεννα 1944) κι ενώ ο πόλεμος μαινόταν ακόμη στην Ευρώπη και τον Ειρηνικό.
—– Δεύτερον, ότι εκδηλώθηκε με απόφαση του ΠΓ του ΚΚΕ που είχε ληφθεί μέρες νωρίτερα σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου όπου νοσηλευόταν ο Ι. Ιωαννίδης.
Ηταν μια αυστηρά κομματική πρωτοβουλία, χωρίς κανένα πρόσχημα, την οποία ουδείς άλλος φάνηκε να συμμερίζεται. Ούτε καν οι Σοβιετικοί!
—– Τρίτον, ότι εκδηλώθηκε με την υποψία πως το ΚΚΕ έχασε την πραγματική ευκαιρία να καταλάβει την εξουσία πριν ακόμη οργανωθούν οι κυβερνητικές και συμμαχικές δυνάμεις. Δηλαδή τον Οκτώβριο 1944, μετά την Απελευθέρωση.
Δεν νομίζω να αμφισβητεί κανείς ότι η μεταπολεμική κυριαρχία ήταν καταφανής, αν και ασύντακτη, επιδίωξη του ΚΚΕ αφότου συγκροτήθηκε σε ισχυρή δύναμη στη διάρκεια της Κατοχής.
Τουλάχιστον έτσι το αντιλαμβάνονταν οι πρωταγωνιστές της εποχής. Και γι’ αυτό τα «Δεκεμβριανά» εκδηλώθηκαν με πισωγυρίσματα, αναποφασιστικότητα, αγριότητες και ακατάληπτους σχεδιασμούς.
Ηταν τρόπον τινά μια καθυστερημένη διορθωτική κίνηση. Από μια ανερμάτιστη ηγεσία. Και γι’ αυτό οι κομμουνιστές ηττήθηκαν χωρίς πολλά λόγια. Είναι να απορεί κανείς με τη βλακεία όσων νόμιζαν ότι ο Τσόρτσιλ κουβαλήθηκε χριστουγεννιάτικα στην Αθήνα, με ένα τσούρμο στρατάρχες και υπουργούς, για να μοιράσει υπουργεία με τον Σιάντο, τον Μάντακα και τον Ζέβγο (σύσκεψη 23-24/12/1944).
Αλλά αυτά είναι λίγο-πολύ γνωστά και δεδομένα.
Προέρχομαι από μια αστική αθηναϊκή οικογένεια όπου για πολλά χρόνια αργότερα τα «Δεκεμβριανά» ήταν επαναλαμβανόμενο μοτίβο συζήτησης ή ανταλλαγής αναμνήσεων στις οικογενειακές βεγγέρες.
Για «την κακομοίρα την Παπαδάκη που είχαμε δει Αντιγόνη και ήταν έξοχη» ή «για τους Ελασίτες που περιπολούσαν εδώ απέξω, παιδί μου» ή για κάποιον απόστρατο γείτονα «που τον έσφαξαν οι κομμουνιστές». «Πάλι καλά που δεν μπήκαν και στα σπίτια μας, Κλεοπάτρα μου» συμφωνούσαν με τη γιαγιά μου οι αναρίθμητες θείες.
Δεν υπάρχει αμφιβολία. Τα «Δεκεμβριανά» ήταν ένα βαθύ τραύμα της αστικής αθηναϊκής ζωής που δυσκολεύτηκε να επουλωθεί ή που δεν επουλώθηκε παρά μόνο όταν έφυγαν από κοντά μας εκείνοι που το έζησαν.
Ο εχθρός είχε έλθει στην πόρτα μας. Δεν είναι αστείο. Και δεν ξεπερνιέται εύκολα.
Και γι’ αυτό πιστεύω ότι τα γεγονότα του Δεκεμβρίου 1944 αποτέλεσαν πριν από ογδόντα χρόνια την πραγματική στρατηγική ήττα της Αριστεράς στην Ελλάδα.
Περισσότερο από τον Εμφύλιο που ακολούθησε (1946-1949) όπου πολέμησαν μεν οι πατεράδες μας αλλά σε μακρινά βουνά και με μάλλον προδιαγεγραμμένη κατάληξη.
Το θέμα είναι ότι η Αριστερά απέτυχε, πιθανώς δεν θέλησε καν, να ενσωματωθεί στη μεταπολεμική εθνική πραγματικότητα όπως έκαναν την ίδια εποχή και σε ανάλογες συνθήκες οι γάλλοι, οι ιταλοί και οι βέλγοι κομμουνιστές.
Ισως επειδή πριν από τα «Δεκεμβριανά», η Αριστερά δεν είχε παίξει κανέναν εθνικό ρόλο παρά μόνο με τη συμμετοχή της στην Εθνική Αντίσταση το μικρό σχετικά διάστημα 1942-1944.
Ολες οι διεργασίες που προηγήθηκαν της δεκεμβριανής αναμέτρησης έδειχναν μια καταφανή αδυναμία της ηγεσίας της να κατανοήσει τα δεδομένα, να επισημάνει τα ζητούμενα και να δει πέρα από έναν ολιγογράμματο κομματικό ορίζοντα.
– Τους έτριξα τα δόντια!
Ηταν το συμπέρασμα του γραμματέα του ΚΚΕ Γ. Σιάντου στους συντρόφους του όταν γύρισε από τη σύσκεψη με τον Τσόρτσιλ.
Μετά τα «Δεκεμβριανά» και την ήττα στον Εμφύλιο, η Αριστερά εξαφανίστηκε και πάλι από το εθνικό προσκήνιο διωκόμενη, αποδυναμωμένη κι αποθαρρημένη.
Το σκηνικό ήταν φυσικά ο Ψυχρός Πόλεμος. Παρ’ όλο που η «καχεκτική δημοκρατία» της εποχής είχε επιφυλάξει στους ηττημένους του Εμφυλίου μια μάλλον επιεική μεταχείριση.
Χρειάστηκε έτσι να φτάσουμε στο 2015 ώστε ένα κομμάτι της Αριστεράς να διεκδικήσει κυβερνητικές ευθύνες πριν επιστρέψει και αυτό στην περιθωριοποίηση των προηγούμενων δεκαετιών.
Προφανώς η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ μέσα στην ταραγμένη προηγούμενη δεκαετία δεν έχει καμία σχέση με τον Εμφύλιο της δεκαετίας του ’40. Δεν θα συγκρίνουμε αίμα και νεκρούς με spreads.
Εχουν όμως ένα κοινό μοτίβο. Την αδυναμία της Αριστεράς να αναχθεί σε «εθνική δύναμη» και τις δύο φορές που είχε την ιστορική ευκαιρία.
Πολλά και ενδιαφέροντα έχουν γραφεί για τις ήττες αυτές, τότε και πιο πρόσφατα. Μόνο που ηττημένος χωρίς νικητή δεν νοείται.
Και η συζήτηση περί ήττας αποσιωπά πως και στις δύο περιπτώσεις ο νικητής είναι ίδιος: ο ελληνικός αστισμός ή (αν προτιμάτε) το αστικό δημοκρατικό τόξο.
Του «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» μετώπου προηγήθηκε άλλωστε ιστορικά το «εθνικό μέτωπο» των «Δεκεμβριανών» και του Εμφυλίου όπου συνυπήρξαν βασιλόφρονες και βενιζελικοί, συντηρητικοί και φιλελεύθεροι. Να το πω σχηματικά: όπου συμπαρατάχθηκαν ο Σοφούλης κι ο Τσαλδάρης, ο Πλαστήρας κι ο Παπάγος.
Το αποτέλεσμα του Εμφυλίου θεωρείται ίσως για πολλούς προδιαγεγραμμένο ακριβώς λόγω της ήττας των «Δεκεμβριανών».
Ο αστικός κόσμος μπορεί να φοβήθηκε αλλά ανασυγκροτήθηκε. Κέρδισε χρόνο.
Κι αν πριν από ογδόντα χρόνια απέτυχε η απόπειρα επιβολής ενός «λαοκρατικού» καθεστώτος, όταν δηλαδή το ΚΚΕ διέθετε έναν ιδιαίτερα ευνοϊκό συσχετισμό δυνάμεων, είναι κυρίως επειδή στην Αθήνα κερδήθηκε «ο πόλεμος στην πόρτα μας».