Ο καφές μάλλον κάνει πολλά περισσότερα από το να μας ξυπνά κάθε πρωί και να μας κρατά σε εγρήγορση.
Μετά την έρευνα που αποκάλυψε ότι η τακτική κατανάλωση καφέ θα μπορούσε να παρατείνει την διάρκεια υγιούς ζωής κατά σχεδόν δύο χρόνια, τώρα νέα μελέτη υπογραμμίζει ότι μπορεί να αλλάξει την σύνθεση του μικροβιώματος του εντέρου, δηλαδή το περιβάλλον των μικροοργανισμών, όπως τα βακτήρια που επενδύουν τον εντερικό σωλήνα.
Όπως αναφέρουν οι ερευνητές πίσω από την μελέτη, εκείνοι που πίνουν τακτικά καφέ φάνηκαν να έχουν ψηλότερα επίπεδα ενός συγκεκριμένου στελέχους βακτηρίων -Lawsonibacter asaccharolyticus- σε σχέση με εκείνους που δεν το συνηθίζουν, όπως εξηγεί το vita.gr.
«Αυτή η μελέτη ενισχύει την πεποίθηση ότι υπάρχει μια συγκεκριμένη σύνδεση μεταξύ των τροφίμων που τρώμε και των μικροβίων στο έντερό μας», επισημαίνουν οι ίδιοι.
Αν και οι επιστήμονες γνωρίζουν ελάχιστα για το L. asaccharolyticus και απαιτούνται περισσότερες μελέτες για τις επιδράσεις του, πιθανόν το συγκεκριμένο στέλεχος να σχετίζεται με τις προστατευτικές ιδιότητες του καφέ για την καρδιά, τον εγκέφαλο και άλλες πτυχές της υγείας.
Καφές και έντερο σε σύνδεση
Η νέα μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο Nature Microbiology, βασίζεται σε προηγούμενες έρευνες που αναφέρουν ότι ο καφές φαίνεται να έχει την πιο ισχυρή συσχέτιση τρόφιμου-μικροβιώματος από περισσότερα από 150 τρόφιμα και ροφήματα.
«Το τρόφιμο που παρατηρήσαμε ότι είχε τη μεγαλύτερη επίδραση στη σύνθεση του μικροβιώματος του εντέρου ήταν ο καφές», δήλωσαν χαρακτηριστικά οι ερευνητές.
Με αφορμή το εν λόγω εύρημα, η ερευνητικά ομάδα σχεδίασε μια μελέτη που εξέτασε λεπτομερέστερα τον τρόπο με τον οποίο ο καφές μπορεί να αλληλεπιδρά με το μικροβίωμα του εντέρου.
Η ομάδα εξέτασε 23.115 συμμετέχοντες από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο που συμμετείχαν σε διάφορα ερευνητικά προγράμματα. Η κατάσταση της υγείας των συμμετεχόντων διέφερε.
Τι αποκάλυψε η έρευνα
Οι ερευνητές κατηγοριοποίησαν τους συμμετέχοντες ανάλογα με την κατανάλωση καφέ. Οι άνθρωποι που έπιναν λιγότερα από τρία φλιτζάνια το μήνα κατατάχθηκαν στην ομάδα που δεν έπινε «ποτέ», όσοι έπιναν περισσότερα από τρία φλιτζάνια καθημερινά θεωρήθηκαν ότι είχαν «υψηλή» κατανάλωση ενώ οι ενδιάμεσοι ανήκαν στην ομάδα «μέτριας» κατανάλωσης.
Αφού ανέλυσε τη χλωρίδα του εντέρου των συμμετεχόντων σε κάθε ομάδα, η ομάδα των ερευνητών απομόνωσε το L. asaccharolyticus ως το μικρόβιο που σχετιζόταν περισσότερο με την κατανάλωση καφέ.
Τα επίπεδα κυμαίνονταν από 4,5 έως οκτώ φορές υψηλότερα στην ομάδα της «υψηλής» κατανάλωσης σε σύγκριση με την ομάδα που δεν έπινε «ποτέ» καφέ και 3,4 έως 6,4 φορές υψηλότερα στην ομάδα της «μέτριας» κατανάλωσης σε σύγκριση με εκείνους που δεν έπιναν καφέ.
Η διαφορά μεταξύ της «υψηλής» και της «μέτριας» κατανάλωσης ήταν μόνο 1,4 φορές υψηλότερη και όχι στατιστικά σημαντική στις περισσότερες ομάδες, σημειώνουν οι ερευνητές.
Αυτές οι συνδέσεις φάνηκαν να είναι συνεπείς ανεξάρτητα από την κατάσταση της υγείας των συμμετεχόντων και σε όλους τους πληθυσμούς των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου, πράγμα που σημαίνει ότι τα ευρήματα είναι «μάλλον ανεξάρτητα από τον τύπο του καφέ και τη σύνθεση της διατροφής» αναφέρουν οι ίδιοι.