Αν περίμενε κανείς τις δημοσκοπήσεις του μήνα για να βγάλει κάποια συμπεράσματα, μάλλον δεν χρειαζόταν τις δημοσκοπήσεις του μήνα.
Εδειξαν ό,τι ξέραμε ήδη.
Η κυβέρνηση σταθεροποιήθηκε στα ποσοστά των ευρωεκλογών, ο Μητσοτάκης εξακολουθεί να κυριαρχεί επί των αντιπάλων του και οι Σαμαροκαραμανλήδες δεν κόβουν εισιτήρια.
Το ΠαΣοΚ εδραιώνεται καθαρά στη δεύτερη θέση αλλά σε σημαντική απόσταση από την πρώτη και χωρίς να ενθουσιάζει ιδιαίτερα τα πλήθη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ή τέλος πάντων η πασαρέλα κομμάτων, wannabe κομμάτων, αρχηγών και υποψηφίων αρχηγών που προέρχονται από τον ΣΥΡΙΖΑ κινούνται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.
Η πολυποίκιλη Ακροδεξιά περισσότερο παραπέμπει σε γραφικότητα παρά σε απειλή.
Οι υπόλοιποι, καλά ευχαριστώ.
Ολα αυτά τα ξέραμε και χωρίς δημοσκοπήσεις. Δεν υπάρχει ούτε ένα στοιχείο που να δείχνει ότι η κατάσταση έχει μεταβληθεί από τους προηγούμενους μήνες.
Εκτός από ένα: τον χρόνο.
Η κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη όχι με σοβαρά προβλήματα ή σοβαρούς αντιπάλους αλλά με μια διάχυτη γκρίνια. Που ακριβώς επειδή είναι διάχυτη αποκτά υπόσταση.
Κι ακόμη η κατάσταση τελεί υπό έλεγχο. Αλλά αν δεν βρει η κυβέρνηση κάποιο τρόπο να αλλάξει το κλίμα μπορεί να αντιμετωπίσει εκπλήξεις.
Ποιες είναι αυτές;
Πρώτα, η αποσυσπείρωση των οπαδών της. Χωρίς αντίπαλο δέος δεν υπάρχει δέος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ που λειτούργησε την τελευταία δεκαετία ως απωθητικός παράγοντας, αιωνία του η μνήμη. Και οι άλλοι ούτε μίση γεννούν, ούτε πάθη, ούτε φόβο.
Υστερα, η κανονικοποίηση της μίρλας. Οταν όλοι ψάχνουν για κάτι να γκρινιάξουν, τότε η γκρίνια καθίσταται δομικό στοιχείο της πολιτικής.
Ιδίως όταν η κυβέρνηση δεν τους προσφέρει από δίπλα έναν λόγο να ενθουσιαστούν.
Να το πω απλά. Μπορεί η κυβέρνηση να μην έχει αντιπάλους αλλά δεν έχει ούτε στόχους.
Και οι οικονομικές επιδόσεις είναι ασφαλώς καλοδεχούμενες, σπανίως όμως ξεσηκώνουν το στράτευμα. Οπως έλεγε σε παλιές εποχές ο Μισέλ Ροκάρ «κανείς ποτέ δεν έδωσε τη ζωή του για τον μονοψήφιο πληθωρισμό».
Ή για την αύξηση των φορολογικών εσόδων, θα μπορούσα να προσθέσω.
Φυσικά ο Πρωθυπουργός χρειάστηκε να αντιμετωπίσει τους γκρινιάρηδες προκατόχους του. Αλλά δεν νομίζω ότι ήταν και το πιο δισεπίλυτο πρόβλημα που συνάντησε στη διάρκεια της πρωθυπουργίας του.
Την ίδια στιγμή όμως ο χρόνος τρέχει. Κι αν τα πράγματα δείχνουν αμετάβλητα, ποτέ δεν ξέρεις πού ο χρόνος μπορεί να τα οδηγήσει.
Και τότε θα αναλογίζεσαι τον χρόνο που χάθηκε ή τον χρόνο που πέρασε αλλά δεν θα γίνεται να τον φέρεις πίσω.