Η πρόσφατη αποκαλυπτική συνέντευξη του Τούρκου Υπ. Εξ. Χ. Φιντάν ενισχύει τους προβληματισμούς αρκετών Ελλήνων πολιτών για το πλαίσιο του διεξαγόμενου ελληνοτουρκικού διαλόγου, αλλά και για ορισμένες πτυχές της ακολουθούμενης πολιτικής της Ελλάδος έναντι της Τουρκίας κατά το τελευταίο ενάμιση περίπου έτος.
Πριν υπεισέλθουμε στην ουσία των λεγομένων του Τούρκου Υπ. Εξ., θα πρέπει να υπογραμμίσουμε μία κομβική επιλογή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και διπλωματίας αναφορικά με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και τον εν εξελίξει διμερή διάλογο. Η Τουρκία σε κάθε ευκαιρία και από κάθε επίσημο και ημιεπίσημο βήμα διακηρύσσει ευθαρσώς και με σαφήνεια τις παράνομες αναθεωρητικές θέσεις και τις παράλογες απαιτήσεις της εις βάρος της Ελλάδος. Κατά τον τρόπο αυτόν καθιστά σαφές και στον πλέον αδαή ότι αδιαφορεί παντελώς για το Διεθνές Δίκαιο και για τις Διεθνείς Συνθήκες και ότι θεωρεί πως μας έχει ήδη επιβάλει τη δική της ατζέντα επί τη βάσει του δικαίου του (κατ’ αυτήν) ισχυρού.
Έτσι, και αφού εξ αρχής μας επέβαλε δυστυχώς και το πλαίσιο του «διαλόγου» εν ονόματι των «ήρεμων υδάτων του Αιγαίου» (δηλ. τη διμερή «συζήτηση» αντί του Ευρωτουρκικού διαλόγου), η Τουρκία ομιλεί περί «γεωγραφικών σχηματισμών αμφισβητούμενης κυριαρχίας στο Αιγαίο», περί «ασιατικής (δηλ. τουρκικής) υφαλοκρηπίδας, επί της οποίας επικάθηνται οι ελληνικές νήσοι του Αιγαίου», περί αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νήσων του Αιγαίου, οι οποίες επί δεκαετίες μεν τελούν υπό (δεδηλωμένη) τουρκική απειλή, αλλά «η κυριαρχία της Ελλάδος επί αυτών θα αμφισβητηθεί από την Τουρκία, εφόσον δεν αποστρατιωτικοποιηθούν άμεσα», περί «συνεκμετάλλευσης (δηλ. επί της ουσίας περί συγκυριαρχίας) Ελλάδος-Τουρκίας στο Αιγαίο», περί «τουρκικής μειονότητας στην Ελλάδα», κ.λπ.
Την ίδια στιγμή, οι επίσημες (και ημιεπίσημες) δηλώσεις των θεσμικών προσώπων που μετέχουν από πλευράς Ελλάδος στον ελληνοτουρκικό διάλογο είναι απολύτως λακωνικές και δυσανάλογα «ευγενικές» και «νηφάλιες» σε σχέση με τις δηλώσεις των Τούρκων ομολόγων τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η ελληνική (αλλά και η διεθνής) κοινή γνώμη να «καταγράφει στη μνήμη της» τις τουρκικές διεκδικήσεις και να «εξοικειώνεται» με αυτές. Βεβαίως, οι μετέχοντες από πλευράς Ελλάδος στον ελληνοτουρκικό διάλογο επαναλαμβάνουν διαρκώς ότι για την Ελλάδα υφίσταται μία μόνον διαφορά, αυτή της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Ωστόσο, την ίδια στιγμή δηλώνουν ότι θεωρούν ως λογικό πως στο τραπέζι του διαλόγου η Ελλάδα «θα απαιτηθεί να κάνει και υποχωρήσεις, προκειμένου να επιλυθούν προβλήματα που κληρονομήθηκαν από το παρελθόν και υπονομεύουν την ειρηνική συνύπαρξη των δύο γειτονικών λαών».
Εδώ ακριβώς ανακύπτουν δύο ζητήματα. Ζήτημα πρώτο: υπάρχουν πραγματικές και ουσιαστικές υποχωρήσεις που θα απαιτηθεί να κάνει και η Τουρκία ή εκ μέρους της ως υποχώρηση θα θεωρηθεί / προβληθεί το ότι ίσως αρκεστεί στην ικανοποίηση της πλειοψηφίας και όχι του συνόλου των παράνομων και παράλογων διεκδικήσεών της εις βάρος της Ελλάδος; Ζήτημα δεύτερο: πώς νοείται το «win-win» μεταξύ (γκρίζου) λύκου και λευκού αμνού, δεδομένου ότι η Ελλάδα στο τραπέζι του διαλόγου δεν έχει θέσει την παραμικρή διεκδίκηση από την Τουρκία; Εξαιτίας των δύο αυτών ακριβώς ερωτημάτων, για τα οποία δεν έχουν δοθεί ακόμα πειστικές απαντήσεις από υπεύθυνα χείλη, η ελληνική κοινή γνώμη προβληματίζεται πολύ σοβαρά και η ελληνική πολιτική σκηνή είναι αρκετά «ηλεκτρισμένη», μολονότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης εδώ και αρκετό καιρό ασχολούνται κυρίως με εσωτερικές τους διεργασίες.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί κάτι ιδιαιτέρως σημαντικό για όσους είτε δεν καταλαβαίνουν είτε προσποιούνται ότι δεν καταλαβαίνουν κάποιες «λεπτομέρειες». Η έντονη κριτική που ασκείται στην τουρκική κυβέρνηση εκ μέρους του τουρκικού τύπου περί υποτιθέμενης υποχωρητικότητας έναντι της Ελλάδος στο Κυπριακό και στο Αιγαίο (δηλ. στον πυρήνα του τουρκικού αναθεωρητισμού) εξυπηρετεί απολύτως τους στόχους της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και διπλωματίας, αφού δημιουργεί την (ψευδ)αίσθηση στην ελληνική (κυρίως) αλλά και στη διεθνή κοινή γνώμη ότι και η Τουρκία προβαίνει ήδη σε υποχωρήσεις και μάλιστα σημαντικές…
Σε αυτό το κλίμα, ο Τούρκος Υπ. Εξ., απευθυνόμενος τυπικά στο εσωτερικό ακροατήριο της χώρας του ουσιαστικά όμως στα ώτα των απανταχού ακουόντων, υποστηρίζει ότι ΤΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ (και όχι ΤΟ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ζήτημα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ) πρέπει να αντιμετωπίζονται «μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, διότι στην ελληνική πολιτική σκηνή τα ζητήματα που σχετίζονται με την Τουρκία μπορούν να υπερπολιτικοποιηθούν σε υπερβολικό βαθμό». Επομένως, ο Τούρκος Υπ. Εξ., ενώ ενημερώνει λεπτομερώς την τουρκική, την ελληνική και τη διεθνή κοινή γνώμη για τις διεκδικήσεις της χώρας του υπό το παραμορφωτικό πρίσμα της «λογικής» και του «δικαίου» της Άγκυρας, υποδεικνύει στην ελληνική πλευρά να «κρατεί στο σκοτάδι» το περιεχόμενο του ελληνοτουρκικού διαλόγου, προκειμένου να μην αναπτυχθεί ουσιαστικός πολιτικός διάλογος στο εσωτερικό της Ελλάδος, να μην προβληματιστεί για το μέλλον του ο ελληνικός λαός και να μην υπάρξουν αντιδράσεις σε ενδεχόμενες υποχωρήσεις εκ μέρους της Ελλάδος. Την ίδια ώρα, βεβαίως, στην Τουρκία τα πολιτικά κόμματα δικαιούνται να συναγωνίζονται μεταξύ τους σε εθνικιστικές κορώνες και σε πύρινα κηρύγματα στρατιωτικοποιημένου αναθεωρητισμού εις βάρος της Ελλάδος. Επομένως, ο Τούρκος Υπ. Εξ. επιθυμεί έναν ελληνοτουρκικό διάλογο, με τον ελληνικό λαό όμως ευρισκόμενο «στο σκοτάδι», προκειμένου ο αμνός να μην έχει καμία τύχη απέναντι στον (γκρίζο) λύκο, ο οποίος πλεονεκτεί στη νυκτερινή όραση…
Συμμερίζεται άραγε η ελληνική πλευρά την άποψη του Τούρκου Υπ. Εξ. ότι «τα προβλήματα που συζητούνται στον ελληνοτουρκικό διάλογο θα πρέπει για την ελληνική κοινή γνώμη να βρίσκονται μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ώστε να μην υπερπολιτικοποιηθούν στην εσωτερική πολιτική της Ελλάδος»; Εάν η ελληνική πλευρά διαφωνεί με τη θέση αυτή του Τούρκου Υπ. Εξ., ο οποίος επιχειρεί με τη συγκεκριμένη υπόδειξή του να παρέμβει στις εσωτερικές πολιτικές διεργασίες μας και να καταπνίξει εν τη γενέσει του τον δημόσιο διάλογο που επιβάλλεται να αναπτυχθεί επί του υπαρξιακού αυτού εθνικού μας θέματος, δεν θα πρέπει να διαφωτίσει την ελληνική αλλά και την τουρκική και τη διεθνή κοινή γνώμη για τις θέσεις της έναντι των παράνομων και παράλογων τουρκικών διεκδικήσεων, καθώς και για το αν η ίδια θέτει κάποια διεκδίκηση έναντι της Τουρκίας ή αν διαλέγεται απλώς για να «μοιράσει τα δικά της ιμάτια»;
Ο Τούρκος Υπ. Εξ. επιχειρεί επίσης να πείσει την ελληνική πρωτίστως και τη διεθνή δευτερευόντως κοινή γνώμη για την ύπαρξη «αβεβαιοτήτων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, οι οποίες πρέπει να εξαλειφθούν χωρίς να θιγούν τα εθνικά συμφέροντα της Τουρκίας». Ευτυχώς ή δυστυχώς, η ελληνική κοινή γνώμη γνωρίζει ότι ουδεμία «αβεβαιότητα» υπάρχει στις ελληνοτουρκικές σχέσεις -οι ελληνικές θέσεις ερείδονται ακλόνητα στο Διεθνές Δίκαιο και σε Διεθνείς Συνθήκες όπως π.χ. η Συνθήκη της Λωζάννης και η UNCLOS- καθώς και ότι το μόνο αντικειμενικό πρόβλημα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι ο διαχρονικός (και επισήμως δεδηλωμένος) στρατιωτικοποιημένος τουρκικός αναθεωρητισμός.
Το πραγματικά σπουδαίο μάθημα, όμως, το οποίο παραδίδει (μάλλον ακουσίως) ο Τούρκος Υπ. Εξ. στην ελληνική πολιτική ελίτ αφορά στο πώς πρέπει μία υπεύθυνη πολιτική ηγεσία ενός κράτους να διαχειρίζεται την εξωτερική του πολιτική εν συνόλω. Με αφορμή αιτιάσεις εκ μέρους της τουρκικής αντιπολίτευσης και μερίδας του τουρκικού Τύπου για τους χειρισμούς της τουρκικής κυβέρνησης στο Κυπριακό, και παράλληλα με τον διεξαγόμενο ελληνοτουρκικό διάλογο, ο Χ. Φιντάν είπε ότι «σε τέτοια ζητήματα εφαρμόζεται η τέχνη που ονομάζεται διπλωματία και στρατηγική. Ενώ εξακολουθείς να προασπίζεσαι τα συμφέροντά σου σε ένα ζήτημα, δεν επιτρέπεται να επιδεινώνεις τη θέση σου σε άλλα θέματα, αλλά αντιθέτως οφείλεις να την βελτιώνεις και ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες του κάθε ζητήματος πρέπει να προβαίνεις στις σωστές ενέργειες και να αναπτύσσεις τις ορθές μεθόδους διαχείρισης».
Εδώ ακριβώς κάθε αντικειμενικός και νηφάλιος Έλληνας πολίτης δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί αν η ελληνική εξωτερική πολιτική και διπλωματία κατορθώνει να αποδεικνύει στην πράξη την ικανότητά της να προωθεί ένα φλέγον εθνικό ζήτημα χωρίς να επιδεινώνει τη θέση της χώρας σε ένα άλλο εξίσου φλέγον εθνικό ζήτημα. Επί παραδείγματι, μπορεί η ελληνική εξωτερική πολιτική και διπλωματία να επιχειρεί βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων χωρίς να υπαναχωρεί από την επί δεκαετίες εθνική στρατηγική της και από τις «κόκκινες γραμμές» της (χωρίς δηλ. να επιδεινώνει τη θέση της π.χ. στο Κυπριακό, θέτοντάς το εκτός του πλαισίου του ελληνοτουρκικού διαλόγου, όπως ακριβώς επιδιώκει η Τουρκία για να αποδυναμώνει τη διπλωματική, πολιτική και στρατιωτική ισχύ της Κυπριακής Δημοκρατίας);
Επίσης, μπορεί η ελληνική εξωτερική πολιτική να επιχειρεί βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων χωρίς να υπαναχωρεί από την επί δεκαετίες εθνική της στρατηγική και από τις «κόκκινες γραμμές» της στις ελληνοαλβανικές π.χ. σχέσεις, όπου κυρίαρχη θέση έχουν η προστασία της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας της Βορείου Ηπείρου, την οποία επεχείρησε επί ελληνικού μάλιστα εδάφους να «εξαφανίσει» ο Αλβανός πρωθυπουργός Ε. Ράμα; Ακόμα, μπορεί η ελληνική εξωτερική πολιτική να επιχειρεί τη βελτίωση των ελληνοτουρκικών και των ελληνοαλβανικών σχέσεων υποστηρίζοντας αταλάντευτα την ευρωπαϊκή πορεία των δύο αυτών χωρών, μολονότι εκείνες όχι μόνον δεν συμμορφώνονται κατά την Κομισιόν με το κράτος δικαίου, αλλά και υπονομεύουν τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδος; Συμβιβάζονται ο τουρκικός στρατιωτικοποιημένος αναθεωρητισμός, το τουρκικό casus belli και η αμφισβήτηση δια στόματος του Αλβανού πρωθυπουργού της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας της Βορείου Ηπείρου με την αταλάντευτη στάση της Ελλάδος υπέρ της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας και της Αλβανίας;
Οι απόψεις του Τούρκου Υπ. Εξ. περί διπλωματίας και στρατηγικής θα πρέπει να προσεχθούν πάρα πολύ από τους ασκούντες την ελληνική εξωτερική πολιτική και διπλωματία. Η Ιστορία διδάσκει ότι αρκετές φορές η ενδελεχής μελέτη του αντιπάλου μπορεί να αποδειχθεί όχι απλώς διδακτική, αλλά ακόμα και σωτήρια…