Να είμαστε ειλικρινείς. Κανείς δεν ξέρει τι επιδιώκει ο Σαμαράς. Κανείς δεν ξέρει αν επιδιώκει κάτι. Και κανείς δεν ξέρει πόση σημασία έχει αυτό που επιδιώκει.
Συνεπώς δεν χρειάζεται να σταθούμε εκεί. Κάποια στιγμή ίσως εξηγήσει ο ίδιος γιατί προέκυψε η φασαρία και πού απέβλεπε.
Ούτως ή άλλως η πρόσκληση (υποθέτω απευθυνόμενη στον Μητσοτάκη…) μετά τη διαγραφή «ας μου πει πού κάνω λάθος» εμπεριέχει μια εύκολη απάντηση: σε όλα! (16/11).
Το πρόβλημα όμως δεν είναι αυτό. Ο Σαμαράς μπορεί να έχει δίκιο ή άδικο, να τα λέει σωστά ή λάθος, αλλά κανείς δεν δικαιούται να του στερήσει το δικαίωμα στη γνώμη του.
Η οποία αξίζει να εισακουστεί ή να μην εισακουστεί χωρίς άλλες επιπτώσεις. Για τον ίδιο ή τη ΝΔ.
Το βασικό πρόβλημα βρίσκεται στον λόγο που κάνει δύο πρώην πρωθυπουργούς (και τον Καραμανλή, δηλαδή…) να περιφέρουν δεξιά κι αριστερά μια ασίγαστη δυσφορία για τον σημερινό Πρωθυπουργό και την παράταξή τους. Τι τους έχει ενοχλήσει;
Ο Σαμαράς στην παραπάνω δήλωση μιλάει για «ένα κόμμα που λίγο πια μοιάζει με τη Νέα Δημοκρατία». Εχει δίκιο.
Αν και η σωστή διατύπωση είναι πως «λίγο πια μοιάζει με τη Νέα Δημοκρατία του Σαμαρά». Η οποία ούτως ή άλλως «λίγο έμοιαζε με τη Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή», η οποία ασφαλώς «λίγο έμοιαζε με τη Νέα Δημοκρατία του πατρός Μητσοτάκη» και ούτω καθεξής πηγαίνοντας προς τα πίσω.
Ενα αστικό δημοκρατικό κόμμα φέρει εκ των πραγμάτων τη σφραγίδα του εκάστοτε αρχηγού του και γι’ αυτό τον έχει επιλέξει. Διαφορετικά θα ψώνιζε αρχηγό από το ΑΣΕΠ.
Γιατί δυσφορούν λοιπόν οι πρώην αρχηγοί; Προφανώς δεν χολοσκάνε με τι μοιάζει σήμερα η ΝΔ. Ούτε μπορεί να ζητούν από ένα κόμμα του 2024 να μοιάζει με τον εαυτό του όπως ήταν πριν από 15 ή 25 ή 50 χρόνια.
Το πιθανότερο είναι ότι τους νοιάζει ο ρόλος τους.
Ο οποίος εκ των πραγμάτων περιορίζεται όσο εμπεδώνεται η ηγεσία κάποιου νέου αρχηγού. Το έχουμε δει σε όλα τα δημοκρατικά κόμματα της οικουμένης κι υποθέτω ότι είναι στη φύση του κομματικού φαινομένου.
Το ίδιο συμβαίνει και στη ΝΔ. Μπορεί να στενοχωρεί ή να αποκαρδιώνει τον Καραμανλή και τον Σαμαρά αλλά έτσι είναι η ζωή.
Εως εδώ λοιπόν τίποτα το αφύσικο. Το αφύσικο προκύπτει όταν οι πρώην ζητούν από τον νυν να τους υπολογίζει περίπου ως νταντάδες ή κηδεμόνες.
Κάτι τέτοιο όμως δεν προβλέπεται πουθενά. Κι ούτε έχει καταγραφεί έως τώρα φαινόμενο πολιτικού αρχηγού και μάλιστα πρωθυπουργού να τελεί υπό καθεστώς κηδεμονίας. Σε κανένα κόμμα και σε καμία κυβέρνηση, από όσο γνωρίζω.
Σε πρώτη φάση το σχέδιο διατυπώθηκε μέσω Προεδρίας της Δημοκρατίας.
Συζητήθηκε δηλαδή η υποψηφιότητα Καραμανλή ή Σαμαρά ώστε να δημιουργηθεί ένας δεύτερος πόλος εξουσίας απέναντι στον Μητσοτάκη.
Υποθέτω πως όλοι έπιασαν το υπονοούμενο. Φυσικά και ο Μητσοτάκης.
Είναι η παλαιότερη μέθοδος του Προκόπη Παυλόπουλου που προσπαθούσε και να φανεί χρήσιμος στον Τσίπρα και να δικαιολογήσει τη συμπόρευσή του με την τότε κυβέρνηση.
Εμφανιζόταν λοιπόν ο πρόεδρος να λειτουργεί ως «κηδεμόνας» και ταυτοχρόνως ως «στήριγμα» του τότε πρωθυπουργού στις «δύσκολες στιγμές». Κάτι σαν «κονσιλιέρε».
Το πέτυχε με το συμβούλιο πολιτικών αρχηγών που συγκάλεσε την επομένη του δημοψηφίσματος. Το προσπάθησε με τις τηλεοπτικές άδειες και την παρασκηνιακή απόπειρα συγκρότησης του ΕΣΡ. Το επιχείρησε με το Μεταναστευτικό. Αλλά μετά εκλέχθηκε ο Μητσοτάκης και κόπηκε ο βήχας.
Ο πρόεδρος παύτηκε εκ των πραγμάτων από αυτόκλητος εγγυητής κάποιας «ιδιότυπης συνεννόησης».
Ενα τέτοιο μοντέλο θα μπορούσε να αναγεννηθεί τώρα με έναν «κεντροδεξιό» στην Προεδρία; Δύσκολο.
Το πολιτικό τοπίο έχει αλλάξει ριζικά και η διακομματική συνεννόηση χρειάζεται τουλάχιστον δύο κόμματα. Προς το παρόν, έχουμε το ένα. Και άλλωστε δεν νομίζω ότι είναι δουλειά του Προέδρου της Δημοκρατίας να λύνει τα εσωτερικά της ΝΔ. Μια τρύπα στο νερό, λοιπόν.
Για να οδηγήσουμε πάντως την ειλικρίνεια μέχρι τέλους, ουδείς πιστεύει ότι ο Σαμαράς ζει με το μαράζι να δει τον Καραμανλή Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Το πιθανότερο είναι ότι ήθελε να τσαλακώσει τον Μητσοτάκη και θεώρησε ότι βρήκε σύμμαχο τον Καραμανλή. Μπορεί.
Αλλά γιατί να τον τσαλακώσει; Ομολογώ ότι δεν έχω ακούσει καμία πειστική εξήγηση. Ούτε έχει καταγραφεί κάποια αξιοσημείωτη (και όχι προσχηματική) διαφωνία μεταξύ των δύο.
Αλλωστε οι πρώην πρωθυπουργοί, ακόμη κι οι πιο επιτυχημένοι και πολυνίκες όπως η Ανγκελα Μέρκελ ή ο Τόνι Μπλερ ή ο Κώστας Σημίτης ή ο Χέλμουτ Κολ, συνηθίζουν να παίρνουν απόσταση και ύψος από την πολιτική μετά την αφυπηρέτησή τους.
Δεν στήνουν καβγάδες με τους διαδόχους τους.
Μια σύγκρουση θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο επί πραγματικού περιεχομένου κι ανυπέρβλητης ζωτικής διαφωνίας. Αλλά στην προκειμένη περίπτωση τέτοιο περιεχόμενο δεν υπάρχει ή τουλάχιστον δεν έχει αποκαλυφθεί.
Γι’ αυτό και η σύγκρουση έχει τεθεί εκτός ελέγχου. Οταν δεν υπάρχει αντικείμενο δεν υπάρχει και διευθέτηση.
Βεβαίως αυτό δεν σημαίνει ότι θα πέσει η κυβέρνηση. Οι κυβερνήσεις δεν ανατρέπονται εύκολα κι άλλωστε ακόμη κι αν ο Μητσοτάκης ανατραπεί, θα ακολουθήσουν εκλογές.
Τις οποίες θα πρέπει να κερδίσει ο ανατροπέας.
Διαφορετικά, αν δηλαδή ανατρέψει την κυβέρνηση και χάσει τις εκλογές, θα έχει κάνει άλλη μια τρύπα στο νερό.
Και θα κερδίσει απλώς την ευκαιρία να αφιερώσει την υπόλοιπη ζωή του σε «ταξίδια μακρινά ως την Τζαμάικα».