Δεν ξέρω πώς ο ιστορικός του μέλλοντος θα χαρακτηρίσει τη δεκαετή άνοδο και πτώση του ΣΥΡΙΖΑ (2015-2024). Δεν είμαι καν βέβαιος ότι θα ασχοληθεί μαζί της.
Στα μάτια μου όμως ήταν μια φάρσα της οποίας ζούμε τώρα το τέλος.
Δεν μιλάω τυχαία για φάρσα. Σε αντίθεση με άλλα θεατρικά είδη η φάρσα έχει και τραγικά και κωμικά στοιχεία. Κι αυτή η σύγχυση ή συνύπαρξη των ειδών χαρακτήρισε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι αναρίθμητες οι στιγμές αυτής της πορείας που δεν ήξερες αν πρέπει να κλάψεις ή να γελάσεις. Και μόνο (νομίζω) η εύθυμη φύση του χαρακτήρα μου με έκανε να προτιμώ συνήθως το γέλιο.
Οχι επειδή ο βλοσυρός Καρλ Μαρξ μας έλεγε πως η ιστορία όταν επαναλαμβάνεται καταντάει τελικά φάρσα. Αλλά επειδή εδώ και δεκαετίες οι δικοί μας φιλόσοφοι Monty Python μας προέτρεπαν τραγουδιστά να κοιτάμε πάντα τη φωτεινή πλευρά της ζωής.
«Always look on the bright side of life» (The Life of Brian, 1979).
Φυσικά η άνοδος και η πτώση του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν πάντα μια ιστορία με φωτεινές στιγμές.
Γεννήθηκε από τον θυμό και την έξαψη του ελληνικού λαού σε μια στιγμή ακατάληπτης συλλογικής διαταραχής. Και εξέλειπε όταν δεν κατόρθωσε να προσαρμοστεί σε άλλες συνθήκες από εκείνες που τον γέννησαν.
Κάπως έτσι την πάτησαν κι οι δεινόσαυροι.
Στο ενδιάμεσο ήταν και παρέμεινε μέχρι τέλους μια ιδιότυπη κομπανία που στέγαζε «παλαιό» και «νέο» κομμουνιστές, ανανεωτικούς ή κάτι τέτοιο, ακτιβιστές παντός ακτιβισμού, πρώην επαγγελματίες Πασόκους και πρώην ανεπάγγελτους αριστεριστές, πολλούς άεργους και αποτυχημένους.
Ούτε σχέδιο υπήρχε, ούτε καν στοιχειώδης γνώση της κατάστασης.
Ακόμη και η «κωλοτούμπα του 2015» δεν ήταν παρά το παλιό κομμουνιστικό κόλπο ενός «επώδυνου συμβιβασμού» με αντάλλαγμα την «προοπτική εξουσίας». Το είχαμε δει από τη συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ (1918) των Λένιν και Τρότσκι έως τη Στροφή του Σαλέρνο (Απρίλιος 1944) του Παλμίρο Τολιάτι.
Οπως φάνηκε και στις διαλυτικές εξελίξεις των τελευταίων μηνών, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν απέκτησε ποτέ το καλούπι μιας παράταξης, ούτε την ομοιογένεια ενός ακροατηρίου.
Ο Αλ. Τσίπρας αποτέλεσε αναντίρρητα ένα σημείο αναφοράς για μεγάλο διάστημα.
Αλλά γρήγορα ξεθώριασε όταν αποδείχτηκε πως αυτός ο συμπαθής νέος πολιτικός δεν είχε τις ηγετικές ικανότητες και το κοινωνικό βάρος, ούτε την πολιτική παιδεία και τη διαχειριστική επάρκεια που ζητούσε ο ρόλος του.
Η σύγκριση με τον Μητσοτάκη που αποδείχτηκε εκπαιδευμένος και «σαν έτοιμος από καιρό» για τη συγκεκριμένη δουλειά κατέληξε συντριπτική.
Αν όμως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά ένα συμπτωματικό φαινόμενο μιας εποχής και μιας συγκυρίας δύσκολα θα μπορούσε να επιβιώσει μετά την εποχή και μετά τη συγκυρία.
Δεν είχε την κουλτούρα μιας ιστορικής παράταξης, δεν κουβαλούσε την τεχνογνωσία μιας κυβερνητικής δύναμης κι ούτε διέθετε ένα πολιτικό προσωπικό ικανό να συμπληρώσει τα κενά της κουλτούρας και της τεχνογνωσίας.
Ακόμη κι ο χειρισμός των θετικών στιγμών της διακυβέρνησής του (όπως η Συμφωνία των Πρεσπών) ήταν τόσο ατυχής ή άγαρμπος που έβαλε απέναντί του πλειοψηφίες της τάξης του 70-75%.
Αστειευόμενος προφανώς, θα έλεγε κανείς πως η μεγαλύτερη κι ίσως μοναδική επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η συγκρότηση του «αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου».
Η διαμόρφωση δηλαδή των συνθηκών που οδήγησαν στην αποπομπή και μετά στην περαιτέρω αποδυνάμωσή του.
Τι πήγε στραβά;
Θα μπορούσα να απαριθμήσω τρία πράγματα.
—Πρώτον, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν προετοιμάστηκε για την κανονικότητα που θα τον διαδεχόταν. Δεν θέλησε καν να την καταλάβει.
Ισως από νοοτροπία, ίσως από αμεριμνησία, ίσως από αδυναμία, δεν προσανατολίστηκε να αντιμετωπίσει μία επόμενη μέρα που όλοι ξέραμε πως (αργά ή γρήγορα) θα ερχόταν.
—Δεύτερον, δεν μπόρεσε να ομογενοποιηθεί και να αποκτήσει ρίζες στην ελληνική κοινωνία. Παρέμεινε μια διαρκής εξαγγελία και μια ακατάπαυστη δήλωση προθέσεων, συχνά φλύαρων και σκοτεινών.
Εκ των πραγμάτων λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ στερήθηκε παντελώς και μέχρι τέλους μια θεσμική αντίληψη της πολιτικής. Μάρτυρας οι διαδικασίες και τα επεισόδια που συνόδευσαν την έκλειψή του.
—Τρίτον, δεν μπόρεσε κι ίσως δεν επιδίωξε να απαλλαγεί από τα πιο παθογενή και τοξικά στοιχεία του ιδιότυπου συνονθυλεύματος που τον αποτελούσε.
Κυρίως υπό την επιρροή του Πολάκη και άλλων διολίσθησε από έναν χώρο παραγωγής πολιτικής σε ένα «γραφείο κυνηγών της διαφθοράς» συνήθως ανερμάτιστων και αποκρουστικών.
Και βασικά υιοθέτησε μια ανάγνωση της ελληνικής κοινωνίας που τη χωρίζει σε γιδοβοσκούς και σε κατσικοκλέφτες.
Αυτοί οι παράγοντες δεν είναι ανεξάρτητοι μεταξύ τους. Κάθε άλλο.
Είναι προφανές για παράδειγμα ότι η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να εξελιχθεί σε θεσμικό παράγοντα σχετίζεται άμεσα και με την απροθυμία του να κατανοήσει και να ανταποκριθεί στην κανονικότητα και με την ατολμία να απαλλαγεί από τους κατσαπλιάδες που τον κρατούσαν στον πάτο.
Τι θα μείνει από όλη αυτήν την περιπέτεια;
Σε επίπεδο ποίησης θα έλεγα «ένα πουκάμισο αδειανό», ούτε καν μια Ελένη.
Σε επίπεδο πολιτικής, η Αριστερά (όπως κι αν την ορίζει κανείς) επέστρεψε στα κυβικά της. Τα οποία ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακά κι άλλωστε ούτε η Αριστερά πρωταγωνίστησε ποτέ στην ελληνική πολιτική, εκτός από το καταστροφικό διάστημα 1943-49.
Σε επίπεδο κοινωνίας, μένουν τα παράπονα διάφορων θυμωμένων που έχουν θυμώσει για διάφορους λόγους αλλά δεν καταλαβαίνεις ποτέ γιατί περιφέρουν τον θυμό τους. Είναι τα κατάλοιπα της προηγούμενης εποχής που γέννησε τον ΣΥΡΙΖΑ.
Και η οποία αν δεν προκύψει κάτι απρόβλεπτο κι απροσδόκητο θα τον πάρει μαζί της. Τέλος φάρσας.