Μέσα στους εύλογους εορτασμούς και τις τιμές για τα πενήντα χρόνια της Μεταπολίτευσης πέρασε σε δεύτερη μοίρα η πικρή αλήθεια πως η αποκατάσταση της δημοκρατίας θεμελιώθηκε σε μια πληγή.

Την κυπριακή τραγωδία.

Μια πληγή που παραμένει ανοιχτή εδώ και μισό αιώνα.

Το Κυπριακό και ειδικότερα η κρίση του Ιουλίου – Αυγούστου 1974 μας είναι πλέον καλύτερα γνωστό μετά το άνοιγμα των επίσημων αρχείων και τις (ακόμη και μετά θάνατον) μαρτυρίες πολλών εμπλεκομένων στα γεγονότα.

Ουσιαστικά η Αθήνα, η Ουάσιγκτον, το Λονδίνο, η Λευκωσία, ίσως λιγότερο η Αγκυρα, δεν κρύβουν πια πολλά μυστικά.

Η πορεία των γεγονότων σε μεγάλο βαθμό έχει αποσαφηνιστεί, καθώς και τα κίνητρα, οι δοξασίες κι οι επιδιώξεις των διαφόρων πλευρών. Τα δημοσιεύματα, ιστορικά και μη, αξιόπιστα και μη, είναι πολλά. Σχεδόν αναρίθμητα.

Πρόσφατα προστέθηκε στην πλούσια βιβλιογραφία μια δημοσιογραφική έρευνα στην οποία έχουμε αναφερθεί εδώ (Αλ. Παπαχελάς, «Ενα σκοτεινό δωμάτιο 1967-1974», εκδόσεις Μεταίχμιο).

Κι ακόμη πιο πρόσφατα μια εξαιρετική ιστορική μονογραφία (Σωτήρης Ριζάς, «Το Χρονικό της Κυπριακής Τραγωδίας», εκδόσεις Ψυχογιός).

Συνεπώς το τι συνέβη, το πώς συνέβη και το γιατί είναι λίγο ή πολύ αποσαφηνισμένα από όποια πλευρά κι αν το δει κανείς. Ελάχιστα πράγματα μένουν ακόμη αδιευκρίνιστα ή προς συζήτηση.

Κι αυτό μας επιτρέπει πενήντα χρόνια μετά τα γεγονότα να έχουμε μια συνολική εικόνα των πραγμάτων και των προσώπων.

Καταρχήν η θεωρία πως «όλοι έχασαν» είναι λάθος. Η σύγκρουση είχε νικητές και ηττημένους.

—- Στους ηττημένους ανήκει η Κύπρος. Ολη μαζί. Και οι εθνικιστές Ελληνοκύπριοι και ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Το νησί διαμελίστηκε και παραμένει κατεχόμενο σε μεγάλο μέρος ακόμη και σήμερα. Τι άλλο να προσθέσει κανείς;

—- Στους ηττημένους ανήκουν οι χουντικοί και πραξικοπηματίες των Αθηνών. Εχασαν όχι μόνο στην Κύπρο αλλά και στην Ελλάδα αφού η αποτυχία τους στην Κύπρο άνοιξε τον δρόμο στην απομάκρυνσή τους από την εξουσία.

—- Στους ηττημένους ανήκει η Μεγάλη Βρετανία που απέδειξε ότι δεν διάθετε τα μέσα των φιλοδοξιών της κι αποδείχθηκε ανεπαρκής εγγυήτρια δύναμη.

—- Στους ηττημένους, τέλος, ανήκουν παραδόξως και η αμερικανική πολιτική και προσωπικά ο Χένρι Κίσινγκερ.

Η εξήγηση που έχει διατυπωθεί είναι ότι το πολιτικό κέντρο στην Ουάσιγκτον είχε ουσιαστικά παραλύσει λόγω του Γουότεργκεϊτ.  Αλλωστε ο πρόεδρος Νίξον παραιτήθηκε στις 9 Αυγούστου 1974, ακριβώς δηλαδή ανάμεσα στον Αττίλα 1 (απόβαση των τουρκικών δυνάμεων) και τον Αττίλα 2 (διεύρυνση της κατοχής).

Αρκεί η εξήγηση αυτή για τον Κίσινγκερ;

Δεν είμαι βέβαιος. Αυτός ο διαπρύσιος κήρυκας της σταθερότητας και της ισορροπίας κατάφερε να υπονομεύσει και τη σταθερότητα και την ισορροπία. Και ο αποκαλούμενος «μάγος της διπλωματίας» απέτυχε να χειριστεί στοιχειωδώς μια κρίση από τις πολλές που είχε γνωρίσει έως τότε το νησί.

Το πρόβλημα δεν είναι δηλαδή ότι ο Κίσινγκερ μεθόδευσε μεροληπτικά τη μοιρασιά της Κύπρου με την Τουρκία, όπως του προσάπτει συνήθως η ελληνική πλευρά. Αλλά ότι κανείς δεν κατάλαβε τι επεδίωκε, ούτε πώς το επεδίωκε, ούτε γιατί άλλαζε επιδιώξεις από μέρα σε μέρα.

Ποιοι είναι οι νικητές;

—– Καταφανώς η Τουρκία. Διαμόρφωσε μια προνομιακή θέση ισχύος στην Κύπρο, την οποία δεν είναι βέβαιο ότι επεδίωκε αλλά είναι σίγουρο ότι δεν πρόκειται να απεμπολήσει.

—– Προφανώς η δημοκρατία. Χωρίς την κυπριακή τραγωδία δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα δρομολογούνταν η Μεταπολίτευση. Και η Μεταπολίτευση δεν θα ήταν το success story που όλοι ξέρουμε χωρίς την ηγετική προσωπικότητα του Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Ο Καραμανλής έσωσε ό,τι μπορούσε να σωθεί από την παρτίδα κάνοντας τη ρεαλιστική επιλογή να μη θυσιάσει τη δημοκρατία που γεννιόταν στην Ελλάδα στον βωμό μιας τυχοδιωκτικής σύγκρουσης με την Τουρκία.

Τώρα ακούγεται απλό. Τότε ήταν γενναίο.

Κανείς άλλος δεν βγήκε νικητής από την κυπριακή τραγωδία. Κι αυτό είναι ίσως το πιο διαχρονικό συμπέρασμα για μια πληγή που παραμένει ανοιχτή πενήντα χρόνια αργότερα και της οποίας τη μεγαλύτερη ευθύνη φέρει η ελληνική πλευρά.

Δεν χρειάζεται πολλή κουβέντα. Μια ηγεσία καραβανάδων και πρακτοράκων της χαμηλότερης υποστάθμης αποδείχθηκε ανίκανη να χειριστεί τις υπερφίαλες φιλοδοξίες της και κατέρρευσε μπροστά στην κατάρρευσή τους.

Ασχετοι κι αμόρφωτοι, ανίκανοι να κατανοήσουν τα δεδομένα και τις περιστάσεις, εγκλωβισμένοι σε ίντριγκες και ιδεοληψίες, αποτελούσαν το χειρότερο προσωπικό για να χειριστεί μια εθνική κρίση.

Οι καταγραφές των διαβουλεύσεων μεταξύ στρατιωτικών παραγόντων στην Αθήνα, πριν και μετά το πραξικόπημα κατά του Μακάριου, αποτελούν ένα υπόδειγμα αυτοτροφοδοτούμενου φανατισμού και βαθιά ριζωμένης ηλιθιότητας. Αυτός ήταν ο ορίζοντας του μυαλού τους.

Ακόμη κι ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος που δεν ήταν καμία ιδιοφυΐα της διεθνούς πολιτικής, τους υπερφαλάγγιζε με μεγάλη ευκολία.

Ο φανατισμός όμως κι η ηλιθιότητα ίσως να μην αρκούσαν για την τραγωδία αν δεν συνοδεύονταν κι από ένα στοιχείο απροβλεψίας: τον τυχοδιωκτισμό.

Είναι απορίας άξιο με τι υπολογισμούς και ποιες διαβεβαιώσεις κινήθηκαν οι τυχοδιώκτες.

Ο πρωτεργάτης της κρίσης Δ. Ιωαννίδης φέρεται να διακινούσε μια αδιατάρακτη βεβαιότητα ότι η Τουρκία δεν πρόκειται να επέμβει χωρίς να διατηρεί έστω κάποια στοιχειώδη επικοινωνία ή επαφή με την τουρκική πλευρά.

Πώς την αποκόμισε; Μέσα από τον «αντι-μακαριακό» φανατισμό του ή από κάποιες διαβεβαιώσεις άγνωστο ποιων;

Τέτοιες διαβεβαιώσεις δεν έχουν καταγραφεί πουθενά αλλά ούτε ο Ιωαννίδης έδωσε ποτέ περισσότερες διευκρινίσεις ή πληροφορίες.

Το ασφαλέστερο συμπέρασμα είναι ότι μια ομάδα τυχοδιωκτών έπαιξε την Κύπρο και την Ελλάδα στα ζάρια. Και με δεδομένο ποιοι έριξαν τις ζαριές δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να είναι διαφορετικό το αποτέλεσμα.