Oταν ήμουν στο Πανεπιστήμιο, ο λαμπρός ιστορικός των ιδεών και καθηγητής μας Σαούλ Φριντλέντερ είχε επεξεργαστεί την έννοια των «σιωπηλών μοντέλων» για να ερμηνεύσει πολλά φαινόμενα του 20ού αιώνα.
Κυρίως για να ερμηνεύσει τον ναζισμό και γενικότερα τους ολοκληρωτισμούς.
Μιλούσε για ένα ανομολόγητο, ενίοτε και υποσυνείδητο σύστημα αξιών και παραδοχών μέσα από το οποίο διαχέεται η πραγματικότητα, ακόμη κι όταν δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα αλλά αποτελεί μια αυθαίρετη κατασκευή.
Λίγο ή πολύ, με «σιωπηλά μοντέλα» ζήσαμε ή ζούμε όλοι. Και στις περιπτώσεις που δεν λένε την αλήθεια, βολεύουν.
Να θυμίσω πως τις τελευταίες δεκαετίες λειτουργήσαμε στην Ελλάδα με τρεις λίγο ή πολύ ανομολόγητες και κυρίως αναπόδεικτες παραδοχές. Τρία «σιωπηλά μοντέλα».
Πρώτον, ότι ο κόσμος είναι χωρισμένος αμετάκλητα σε Δεξιά κι Αριστερά.
Φυσικά ο διαχωρισμός αυτός έχει εξασθενήσει σημαντικά σε όλη τη δημοκρατική Ευρώπη όπου η πολιτική έχει έκτοτε εμπλουτιστεί με πολλές άλλες αποχρώσεις.
Τι σημαίνει σήμερα Δεξιά και τι σημαίνει Αριστερά είναι από μόνο του μια ερμηνευτική περιπέτεια.
Δεύτερον, ότι το πιο λειτουργικό πολιτικό σύστημα είναι ο δικομματισμός ή έστω ένας διπολισμός που ανταποκρίνεται περίπου στον παραπάνω διαχωρισμό.
Αλλά ούτε αυτό ισχύει πλέον. Στην Ελλάδα ο δικομματισμός λειτούργησε από το 1977 έως το 2012 και έκτοτε καταργήθηκε στην κάλπη. Στη δημοκρατική Ευρώπη επιβιώνει σήμερα μόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο και οριακά στην Ισπανία.
Τρίτον, ότι η Αριστερά διακρίνεται από τη Δεξιά από την ευγένεια των σκοπών της.
Είναι το περίφημο «ηθικό πλεονέκτημα» που κατέρρευσε παντού με την πτώση του Τείχους (1989-1990) και στην Ελλάδα με τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Και το οποίο έχει καταλήξει σήμερα νούμερο επιθεώρησης.
Συνεπώς και τα τρία αυτά «σιωπηλά μοντέλα» είναι σήμερα εκτός πραγματικότητας.
Αλλά αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι δεν υπάρχουν νοσταλγοί τους.
Σε μια εποχή όπου ο κυρίαρχος διαχωρισμός κινείται μεταξύ Κέντρου και Ακρων, δύο αξιόλογοι γάλλοι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι «πρέπει να διασώσουμε τον διαχωρισμό Αριστερά – Δεξιά» διότι τα άκρα (στην προκειμένη περίπτωση η Ακρα Δεξιά) ενισχύονται «όταν καταργούμε τις κλασικές αναφορές» και «τους επιτρέπουμε να θεωρηθούν συμβατά με τη Δημοκρατία» (Michael Foessel, Etienne Ollio, Le Nouvel Obs, 10-18/10).
Στην Ελλάδα αντίστοιχα η ανάμνηση του δικομματισμού ως συστήματος δημοκρατικής σταθερότητας επανεμφανίζεται κάθε φορά που κάποια στοιχεία μπορούν να την υπονοήσουν (Στρ. Φαναράς, Σκηνικό επανόδου του διπολισμού, «Το Βήμα», 27/10).
Ενδεχομένως να είναι έτσι. Αλλά το βέβαιο είναι πως ο δικομματισμός ή ο διπολισμός δεν αποτελούν ένα είδος φυσικού φαινομένου ή φυσικής κατάστασης των πραγμάτων που κάποια στιγμή αναπόφευκτα θα ανασυγκροτηθεί.
Μπορεί να συμβεί, μπορεί να μη συμβεί, μπορεί να μην το ξαναδούμε ποτέ ή να ζήσουμε μαζί του για άλλα πενήντα χρόνια. Το εκλογικό σώμα ορίζει.
Παρ’ όλο που το «σιωπηλό μοντέλο» μας και όχι η ίδια η πραγματικότητα διατηρεί έντονα δυϊκά στοιχεία, υποθέτω για ιστορικούς λόγους.
Σε μια πρόσφατη δημοσκόπηση διάβασα μάλιστα ότι οι άνθρωποι ρωτήθηκαν «ποιος είναι ο αντιλαμβανόμενος ηγέτης της αντιπολίτευσης» (MRB, 25/10).
Ομολογώ ότι τον όρο του «αντιλαμβανόμενου ηγέτη» δεν τον έχω ξανακούσει.
Ούτε τον έχω συναντήσει σε άλλη χώρα που κάνουν δημοσκοπήσεις. Σε όσες τουλάχιστον μπορώ να έχω πρόσβαση.
Κι άλλωστε δεν κατάλαβα γιατί πρέπει να υπάρχει ένας «ηγέτης της αντιπολίτευσης» κι όχι καμία δεκαριά, όσα και τα κόμματα που την αποτελούν.
Αλλά ποτέ δεν είναι αργά. Περιμένω την επόμενη δημοσκόπηση να μάθω ποιος είναι «αντιλαμβανόμενος πρωθυπουργός», ποιος ανέλαβε «αντιλαμβανόμενος υπουργός Ενέργειας» και τι γίνεται με τον «αντιλαμβανόμενο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών».
Και δεν αναμένω τυχαία.
Στην ίδια δημοσκόπηση πληροφορήθηκα ότι οι ίδιοι συμπολίτες μας ρωτήθηκαν αν συμφωνούν ή διαφωνούν με «τη στάση 2 πρώην πρωθυπουργών ως προς την ασκούμενη κυβερνητική πολιτική». Δηλαδή, του Σαμαρά και του Καραμανλή.
Καταρχήν είναι ακριβές ότι τουλάχιστον οι πρώην πρωθυπουργοί είναι κανονικά «πρώην» και όχι «αντιλαμβανόμενοι».
Λογικά όμως περιμένω να πληροφορηθώ επίσης ποια είναι η στάση τους, σε ποιους τομείς, για ποια ζητήματα και αν είναι κοινή. Κάποια στιγμή ίσως τη μάθουμε από τους ίδιους ή από τίποτα «κύκλους», αλλά προς το παρόν δεν ξέρουμε τίποτα παρά μόνο ότι γκρινιάζουν.
Δεν προκύπτει λοιπόν από κάπου ότι οι ερωτώμενοι ξέρουν σε τι απαντούν, ούτε ότι απαντούν όλοι στο ίδιο ερώτημα.
Εκτός (λέω τώρα) αν μιλάμε για «αντιλαμβανόμενη στάση των πρώην πρωθυπουργών», πράγμα που σημαίνει πως ο καθένας απαντά ό,τι του κατέβει στο κεφάλι.
Πάμε λοιπόν πίσω στα «σιωπηλά μοντέλα» μας.
Ακόμη κι αν δεχτώ τη θεωρία του Φριντλέντερ ότι ορίζουν μια δική τους πραγματικότητα κι ότι αυτή η πραγματικότητα έχει μια δυναμική, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι επιβάλλουν και την εξέλιξη των πραγμάτων.
Δεν αμφισβητώ ότι το κομματικό μας σύστημα μπορεί να αποκτήσει εκ νέου κάποια διπολικά χαρακτηριστικά. Αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα ξαναζήσουμε μια αναμέτρηση τύπου «ΠΑΣΟΚ/ΝΔ» όπως τη γνωρίσαμε παλιά.
Ούτε το ΠΑΣΟΚ, ούτε η ΝΔ, θα είναι ποτέ ίδια. Ούτε οι πολίτες που ψηφίζουν τους μεν ή τους δε θα είναι ίδιοι. Ούτε οι περιστάσεις και οι συγκυρίες.
Και γι’ αυτό νομίζω ότι τα «σιωπηλά μοντέλα» μπορεί να αποτελέσουν έναν καλό κώδικα ερμηνείας κάποιων φαινομένων αλλά και έναν εξαιρετικά παραπλανητικό οδηγό.
Στην προκειμένη περίπτωση ξέρουμε όλοι ότι φυσική μας τάση είναι να αναπολούμε το παρελθόν. Αλλά συνειδητοποιούμε επίσης (και δυστυχώς) ότι δε μπορούμε να το ξαναζήσουμε.