Δεν έχω πρόβλημα με όσους ανησυχούν, ακόμη κι όταν ανησυχούν αδίκως.
Δεν έχω πρόβλημα ούτε με όσους κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου, ακόμη κι αν κινδυνεύουμε να μας πιάσουν με κατεβασμένα παντελόνια.
Εχω όμως μια δυσκολία να ανησυχώ ή να εφησυχάζω χωρίς να μου εξηγούν γιατί πρέπει να ανησυχώ ή να εφησυχάζω.
Πάμε στο πρώτο. Ο Α. Σαμαράς είπε από την Κύπρο ότι «ακούγεται πως μαγειρεύονται λύσεις άδικες και καταστροφικές» για το Κυπριακό (16/10).
Και πιστεύει ότι «η διάλυση του κυπριακού κράτους θα φέρει τον διαμελισμό του Αιγαίου» και «θα αρχίσει η συρρίκνωση της ίδιας της Ελλάδας».
Η καταγγελία είναι προφανώς ανησυχητική αλλά πού ακριβώς «ακούγεται» και τι «ακούγεται»; Διότι, ούτε εγώ προσωπικά, ούτε κανείς άλλος στις εφημερίδες όπου εργαζόμαστε, έχει ακούσει κάτι σχετικό.
Αντιθέτως, κάτι τέτοια κυκλοφορούν κυρίως μεταξύ ψεκασμένων και ακροδεξιών εντύπων, όπως για παράδειγμα ότι ο Μητσοτάκης «στρώνει το έδαφος για προδοσία!» («Δημοκρατία», 17/10).
Αν το κάνει πάντως το κάνει πολύ στο μουλωχτό. Αποκλείεται να το είχαν πάρει χαμπάρι μόνο οι ψεκασμένοι.
Και για να είμαι ακριβοδίκαιος ξεψάχνισα τις δηλώσεις του Πρωθυπουργού και των βασικών κυβερνητικών παραγόντων τους τελευταίους μήνες. Πουθενά δεν βρήκα καμία αναφορά σε εκείνο που υποτίθεται ότι «ακούγεται», ούτε σε εκείνους που το ακούν.
Το μόνο επιλήψιμο που συνάντησα είναι μια περισσότερο άστοχη παρά ουσιώδη αναφορά του υπουργού Εξωτερικών που δήλωσε πως δεν τον νοιάζει αν χαρακτηριστεί «μειοδότης», αρκεί να αφήσει «μια μεγάλη παρακαταθήκη για τη χώρα» και μια «ήρεμη γειτονιά» (Σκάι, 4/10).
Αλλά κακώς. Αυτά δεν λέγονται ούτε για αστείο.
Για έναν πολύ απλό λόγο. Η «μεγάλη παρακαταθήκη», η «ηρεμία» και η «αυτοπεποίθηση» της χώρας δεν είναι επιλογές. Είναι υποχρεώσεις κάθε κυβέρνησης και κάθε υπουργού Εξωτερικών.
Πάμε όμως στην ουσία των πραγμάτων.
Ο Γεραπετρίτης θα υποδεχθεί τον τούρκο ομόλογό του Χακάν Φιντάν στις 8 Νοεμβρίου. Μια χαρά. Προφανώς δεν θα λυθούν μεταξύ τους οι ελληνοτουρκικές διαφορές, ενδεχομένως να τις αναφέρουν για λόγους επιβεβαίωσης των απόψεών τους.
Αντε να διερευνήσουν και τις δυνατότητες διευθετήσεων, όπως τους εξουσιοδότησαν ο Μητσοτάκης και ο Ερντογάν.
Από εκεί και πέρα, τίποτα δεν θα λυθεί. Δεν ξέρω αν υπάρχει «παράθυρο ευκαιρίας» για κάτι αλλά δεν νομίζω ότι οι Τούρκοι θα καταλάβουν το Κολωνάκι αν κουβεντιάσουμε μαζί τους.
Η διεθνής πολιτική άλλωστε είναι σοβαρή υπόθεση όπου οι διαφορές δεν λύνονται ούτε με παράθυρα, ούτε με δικόγραφα, ούτε με εξώδικα.
Και φυσικά δεν υπάρχει ελληνική κυβέρνηση (νομίζω ούτε τουρκική…) που να θέσει στην κρίση διεθνούς δικαστηρίου ή άλλου διεθνούς οργάνου θέματα εθνικής κυριαρχίας.
Ούτως ή άλλως, τα περισσότερα ζητήματα που θέτει η Τουρκία είναι ζητήματα κυριαρχίας ή δικαιοδοσίας. Και μάλιστα στην τρέχουσα λειτουργική απεικόνισή τους ανταποκρίνονται περισσότερο στις ελληνικές απόψεις.
Ποιος λοιπόν θα αναζητήσει ή θα αποδεχτεί έναν συμβιβασμό σε τέτοια θέματα; Εναν συμβιβασμό ο οποίος εκ των πραγμάτων θα υπολείπεται όσων έχουμε ανακηρύξει εθνικά δεδομένα;
Και ποιος λαός θα αποδεχτεί έναν τέτοιο συμβιβασμό σε συνθήκες δημοκρατίας;
Υπό αυτήν την έννοια λοιπόν ο Γεραπετρίτης δεν διατρέχει κανέναν κίνδυνο να χαρακτηριστεί «μειοδότης» και ο Σαμαράς μπορεί να επιστρέψει ήρεμος από την Κύπρο. Κανείς δεν θέλει, ούτε μπορεί να συρρικνώσει την Ελλάδα.
Πάμε όμως και στην άλλη πλευρά. Σε εκείνους δηλαδή που κοιμούνται ήσυχοι επειδή θεωρούν πως «tout va bien Madame la Marquise». Δηλαδή «όλα βαίνουν καλώς, κυρία Μαρκησία».
Καμία αντίρρηση. Αλλά θα συνεχίσουν να βαίνουν καλώς υπό ορισμένες προϋποθέσεις.
Οσο δηλαδή οι εξοπλισμοί αποκαθιστούν τη στρατιωτική ισορροπία μεταξύ των δύο χωρών, όσο η Ελλάδα συνεχίζει να ενισχύει το διεθνές προφίλ και να διευρύνει τα ερείσματά της, όσο η Τουρκία επιμένει να καλοπιάνει τη Χαμάς με όλη τη σχετική αλητεία κι όσο δεν βγαίνει ο Τραμπ.
Με άλλα λόγια, όλα βαίνουν καλώς αν δεν προκύψει καμία στραβή. Κι η ζωή είναι γεμάτη από στραβές.
Γι’ αυτό άλλωστε οι συμψηφισμοί του τύπου «φρεγάτες ή ΕΣΥ» είναι κλινικά ανόητοι. Λες κι αν μπουκάρουν (λέμε τώρα…) οι Τούρκοι θα τους πετάμε στα μούτρα λευκοπλάστ ή θα στείλουμε άγημα της ΠΟΕΔΗΝ!
Οπως λοιπόν η ανησυχία προκύπτει αβάσιμη από τα ίδια τα πράγματα, άλλο τόσο παρδαλός είναι και ο εφησυχασμός. Και κυρίως η παραίτηση από μια κοινή τους βάση που είναι η αυτοπεποίθηση της ισχύος.
Μη με ρωτήσετε τι είναι αυτό. Το βλέπουμε κάθε βράδυ στις ειδήσεις με το Ισραήλ.
Ούτως ή άλλως η αντιπαράθεση ανησυχίας κι εφησυχασμού δεν είναι καινούργιο φαινόμενο στη χώρα μας. Συνοδεύει τη σύγχρονη Ελλάδα σχεδόν από την ίδρυσή της.
Είναι η μόνιμη αντιπαράθεση ανάμεσα στο «πω, πω, πω!» και στο «έλα μωρέ!».
Σε σημείο που τείνουν να διαμορφωθούν σε αυτοτελείς διακομματικές πολιτικές ταυτότητες, έτοιμες να χυμήξουν σε κάθε περίσταση. Στη Μακεδονία, στο Αιγαίο, στον Εβρο, στην Κύπρο… Μόνο τα Επτάνησα φαίνεται να έχουν ξεφύγει από τον κίνδυνο.
Πολιτικές ταυτότητες που, αν και τόσο αντίθετες, αφομοιώνουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Την έλλειψη αυτοπεποίθησης.
Οι μεν ανησυχούν μονίμως ότι θα χάσουν κι οι δε φοβούνται σιωπηλά ότι δεν θα κερδίσουν.
Αλλά αν τέτοιες μέρες χρωστάμε κάτι στο «έπος του ’40» είναι πως πέρα από τα ευχέλαια στα διάφορα φασισταριά, είχαμε και μια γάτα.
Εναν εθνικό στρατό κι έναν λαό έτοιμους να υπερασπιστούν την πατρίδα τους.