Κάποτε ο Ζακ Σιράκ είχε ερωτηθεί ποιος είναι ο πιο σίγουρος τρόπος για να κερδίσεις μια εκλογική αναμέτρηση.
Σκέφτηκε, απαρίθμησε όπως συνήθιζε διάφορες κοινοτοπίες και κατέληξε στο ψητό.
– Ο πιο σίγουρος τρόπος είναι να κάνουν μαλακίες οι αντίπαλοι.
Είχε δίκιο. Μπορεί να μην αποδίδει πάντα, έχουμε δει και εξαιρέσεις. Αλλά αποδίδει συνήθως.
Το τελευταίο διάστημα πρέπει να είμαστε η μοναδική ευρωπαϊκή δημοκρατία στην οποία η πολιτική επικαιρότητα δεν καθορίζεται από την κυβερνητική δραστηριότητα αλλά από τις αναταράξεις της αντιπολίτευσης.
Αυτή η μετατόπιση του ενδιαφέροντος έχει δύο πιθανές εξηγήσεις.
– Είτε η κυβέρνηση έχει διευθετήσει όλα τα ζωτικά ζητήματα της χώρας και η πολιτική πλέον είναι μια πολυτελής ενασχόληση αργόσχολων που έχουν χρόνο και όρεξη να τσακωθούν για τον Φαραντούρη ή τον Δούκα.
– Είτε τα πραγματικά ζωτικά ζητήματα έχουν τεθεί εκτός συζήτησης και ο δημόσιος διάλογος εξελίσσεται γύρω από ασημαντότητες που δεν δικαιολογούν τα πάθη που τροφοδοτούν.
Ούτε το ένα ισχύει ούτε το άλλο.
Προφανώς σε κάθε δημοκρατία η επικαιρότητα παράγεται πρωτίστως από τη δράση της κυβέρνησης. Η εξουσία παίρνει τις αποφάσεις και εκείνη χαράσσει τις πολιτικές που αγγίζουν ή πλήττουν τους ανθρώπους.
Αλλά σε μια τέτοια συζήτηση κι η αντιπολίτευση μπορεί να βάλει ένα λιθαράκι. Είτε με την κριτική είτε με τις προτάσεις της.
Στη χώρα μας ούτε αυτό ισχύει.
Οχι επειδή η αντιπολίτευση είναι αδύναμη κι ανίκανη να οργανώσει έναν συγκροτημένο αντίλογο – που ασφαλώς είναι…
Αλλά κι επειδή το σύστημα διακυβέρνησης καλύπτει πολιτικά ένα τόσο ευρύ φάσμα που δύσκολα μπορεί να το αντιπολιτευτεί κανείς χωρίς να μπατάρει στα άκρα. Αυτό που έπαθε δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα την πρώτη τετραετία του Μητσοτάκη.
Φυσικά δεν χρειάζεται να κάνω τον έξυπνο. Αυτή η ευχέρεια προκύπτει από μια κυριαρχία της κυβέρνησης που αγκαλιάζει όλη την ελληνική κοινωνία.
Κοινοβούλιο, διοίκηση, αυτοδιοίκηση, θεσμοί, ακόμη και σωματεία, σύλλογοι ή συνδικάτα. Τα μέσα ενημέρωσης απλώς αντικατοπτρίζουν τον γενικότερο συσχετισμό.
Είναι ένα πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα φαινόμενο, το οποίο πολλοί ακαδημαϊκοί ή καλόβουλοι αναλυτές έχουν σπεύσει να χαρακτηρίσουν αρνητικά ως «ανισορροπία».
Υπερβολή. Δεν είναι ζήτημα «πολιτικής ισορροπίας» αν η αντιπολίτευση δεν καταφέρνει να αρθρώσει ένα συγκροτημένο κι όχι απλώς φανατισμένο ή ισοπεδωτικό αντίλογο στην κυβερνητική πολιτική.
Οταν ας πούμε μεσούσης της πανδημίας η αντιπολίτευση υιοθετούσε μια ρητορική κατά των περιοριστικών μέτρων προστασίας και των εμβολίων δεν ήταν ζήτημα ανισορροπίας. Αλλά απλής βλακείας.
Ούτε φταίει η ισορροπία του πολιτικού συστήματος αν κάποιοι νόμιζαν ότι θα ρίξουν την κυβέρνηση με τις υποκλοπές, τα Τέμπη ή τα e-mails της Αννας-Μισέλ. Τόσο τους έκοβε.
Αυτό που όντως συμβαίνει είναι η αναντιστοιχία των πολιτικών επιδιώξεων με τα δεδομένα που τις υπηρετούν.
Δανείζομαι μια παρατήρηση του Ευ. Βενιζέλου (Σκάι, 19/9).
Από τη μια πλευρά έχουμε μια κυβερνητική παράταξη και έναν Πρωθυπουργό οι οποίοι υπηρετούν μια λογική αυτοδυναμίας. Μια λογική η οποία έχει έως τώρα αποδώσει, τους βγαίνει και την οποία δεν έχουν προφανή λόγο να εγκαταλείψουν.
Και από την άλλη έχουμε διάφορα ασθενέστερα κόμματα που καταφανώς δεν ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές μιας τέτοιας λογικής αλλά υποδύονται ότι την υπηρετούν χωρίς να δοκιμάζουν και κάτι άλλο.
Τι μένει; Ενα πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του ισχυρότερου κόμματος.
Και αυτό μετράει πολύ περισσότερο από την υποτιθέμενη «ανισορροπία» του πολιτικού συστήματος.
Φυσικά υπάρχουν εξηγήσεις.
Υποψιάζομαι κατ’ αρχήν ότι πολλά λαμπρά μυαλά της πολιτικής μας παραμένουν εγκλωβισμένα σε ένα παρωχημένο μοντέλο.
Τώρα για παράδειγμα με τις εσωκομματικές διεργασίες στο ΠαΣοΚ επιβεβαιώθηκε το αίτημα ενός «άλλου πόλου», ο οποίος προφανώς θα κάνει τα ίδια πράγματα αλλά θα είναι ευθέως ανταγωνιστικός με τον «πόλο» που ξέρουμε ήδη.
Μιλάμε για μια αναπαραγωγή του παλαιού «δικομματισμού», έστω και σε διευρυμένη μορφή «διπολισμού», η οποία μπορεί να συμβεί ή να μη συμβεί.
Σίγουρα όμως δεν είναι ούτε αναπότρεπτη, ούτε εξασφαλισμένη. Εκτός αν αναστηθούν αύριο ο Τρικούπης με τον Δεληγιάννη ή ο Ανδρέας Παπανδρέου με τον πατέρα Μητσοτάκη, δεν το βλέπω.
Αυτό όμως αποκαλύπτει τη δυσκολία πολλών κομμάτων να προσαρμόσουν τις επιδιώξεις τους στα σημερινά δεδομένα.
Τα οποία αντιμετωπίζουν με δωρεάν εξορκισμούς. «Θα νικήσω τον Μητσοτάκη» (Κασσελάκης). «Θα γίνω Πρωθυπουργός» (Γκλέτσος). «Το ΠαΣοΚ θα είναι πρώτο κόμμα» (Ανδρουλάκης και λοιποί). «Το ΠαΣοΚ δεν θα ξαναγίνει δεκανίκι της Δεξιάς» (Δούκας). Και άλλα χαριτωμένα που μου διαφεύγουν.
Αυτό όμως δεν δείχνει ανισορροπία. Μια χαρά λειτουργεί η δημοκρατία και χωρίς τη συνεισφορά του Πολάκη ή του Δουδωνή.
Φανερώνει όμως αδιέξοδο.
Το οποίο διαμορφώνεται από τη στιγμή που μοναδική επιλογή εξουσίας είναι εκείνη που βρίσκεται στην εξουσία και μοναδικός αποδεκτός Πρωθυπουργός είναι ο άνθρωπος που είναι ήδη Πρωθυπουργός.
Θα μπορέσει η αντιπολίτευση να διαπεράσει ή να άρει αυτό το αδιέξοδο; Προς το παρόν δεν δείχνει κάτι τέτοιο αλλά κανείς δεν μπορεί να προδικάσει το αύριο και το μεθαύριο.
Σε κάθε περίπτωση όμως αντί να ονειρεύεται τα περασμένα μεγαλεία του δικομματισμού ή να φαντασιώνεται «άλλους πόλους» κι άλλα «κόλπα ζόρικα που κάνουν στην Ινδία» θα μπορούσε να προσπαθήσει μεθοδικά και σοβαρά ώστε η κυριαρχία της κυβερνητικής παράταξης να τεθεί σε πιο ουσιαστική αμφισβήτηση.
Απλώς για να πετύχει κάτι τέτοιο θα πρέπει κατ’ αρχήν να ακυρώσει στην πράξη το δόγμα Σιράκ.
Ετσι ώστε να μη χρειάζεται ο Μητσοτάκης να ψάχνει κάθε φορά «αντιπάλους που κάνουν μαλακίες».