Αδιανόητο εξακολουθεί να παραμένει το γιατί αίφνης υπαναχωρήσαμε από την επί πολλά χρόνια θέση μας ότι οι διαφορές μας με την Τουρκία δεν είναι απλώς ελληνοτουρκικές αλλά ευρωτουρκικές, δεδομένου ότι αφορούν (και) στα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Τουρκία. Γιατί άραγε προσήλθαμε σε αυτή τη χρονική συγκυρία σε έναν «διάλογο» αποδυναμωμένοι, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι ο αμιγώς διμερής «διάλογος» συνιστούσε διακαή επιθυμία και επιδίωξη της Τουρκίας;
Πέραν τούτου, γιατί καθίσαμε σε ένα τραπέζι «διαλόγου», επί του οποίου τέθηκαν αποκλειστικά και μόνον διεκδικήσεις της Τουρκίας εις βάρος μας και ΟΥΔΕΜΙΑ διεκδίκηση της Ελλάδος έναντι της Τουρκίας; Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι οι τουρκικές διεκδικήσεις κατά της Ελλάδος αυξάνονται διαρκώς. Επομένως, ό, τι και αν αποκομίσει εντέλει η Τουρκία από αυτόν τον «διάλογο» θα είναι κάτι που έχασε η Ελλάδα! Βεβαίως, τότε η ελληνική κοινή γνώμη θα «ακούσει» από την πολιτική ελίτ την ερμηνεία πως συνιστά «νίκη» της Ελλάδος το ότι «απέφυγε τα χειρότερα και υπαναχώρησε σε λίγα για να κερδίσει τα πολλά, δηλ. την ειρήνη»…
Ενόψει της επικείμενης επίσκεψης του Τούρκου Υπ.Εξ. Χ. Φιντάν στην Αθήνα, ορισμένα μέλη της πολιτικής ελίτ των Αθηνών, κάποιοι ειδήμονες επί του Διεθνούς Δικαίου και της εξωτερικής πολιτικής, αλλά και ορισμένοι εκπρόσωποι των ΜΜΕ επιχειρούν να πείσουν την ελληνική κοινή γνώμη ότι κάποιες φημολογούμενες σοβαρότατες υποχωρήσεις από τις επί δεκαετίες «κόκκινες γραμμές» μας θα συνιστούν «πρόοδο» και θα μας «ωφελήσουν». Σε αυτό το πνεύμα, ακούστηκε ότι η Τουρκία «έχει ακρογιαλιές στο Αιγαίο, οι οποίες συνεπάγονται δικαιώματα επί του Αιγαίου και αυτό δεν μπορούμε να το αρνούμαστε».
Ακούστηκε επίσης ότι «είναι παράδοξο η Ελλάδα να έχει 6 ν.μ. χωρικά ύδατα και 10 ν.μ. εθνικό εναέριο χώρο, αφού η ιδιαιτερότητα αυτή δεν έχει γίνει αποδεκτή από το σύνολο της διεθνούς κοινότητας, αλλά από μερικές μόνον χώρες». Ακούστηκε, επίσης, ότι «η άσκηση του δικαιώματός μας να επεκτείνουμε τα χωρικά μας ύδατα στα 12 ν.μ., όπως μας επιτρέπει το Δίκαιο της Θάλασσας (και όπως έχει πράξει η Τουρκία στη Μαύρη Θάλασσα), θα μας οδηγήσει σε αναμέτρηση επί του πεδίου με την Τουρκία, ενώ η μη άσκηση του δικαιώματος αυτού δημιουργεί ένα «αρνητικό τετελεσμένο» για τη χώρα μας, αφού επί δεκαετίες έχουμε αποδεχθεί ότι τα χωρικά μας ύδατα εκτείνονται στα 6 ν.μ. Άρα, μία πιθανή επέκταση των χωρικών μας υδάτων από τα 6 στα 8 ή στα 9 ν.μ. για παράδειγμα, και φυσικά η επακόλουθη ταύτιση του εθνικού εναέριου χώρου μας
με το εύρος των χωρικών μας υδάτων (!), θα συνιστά όφελος και θετική εξέλιξη για την Ελλάδα, αφού η Τουρκία θα αποδεχθεί την επέκταση των χωρικών μας υδάτων από τα 6 ν.μ. στα 8 ή στα 9 ν.μ. επί παραδείγματι». Κατά το Δίκαιο της Θάλασσας όμως, η Ελλάδα δικαιούται να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ν.μ., οπότε και ο εθνικός εναέριος χώρος της θα ταυτίζεται με τα χωρικά της ύδατα (δηλ. θα επεκταθεί και εκείνος στα 12 ν.μ.).
Παράλληλα, δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι ύστερα από την εξαγγελία της Ελλάδος για τη δημιουργία θαλασσίων πάρκων στο Αιγαίο και την άμεση αντίδραση της Τουρκίας η υπόθεση αυτή «πάγωσε», γεγονός που δημιουργεί στη Διεθνή Κοινότητα (και σε μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινής γνώμης) την αντίληψη ότι η Ελλάδα αναγνωρίζει στην Τουρκία δικαιώματα στο Αιγαίο εξ ου και δεν προχωρεί στην υλοποίηση των αρχικών της σχεδιασμών.
Επιβάλλεται, επίσης, να θυμηθούμε ότι ένεκα του «θετικού κλίματος» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, κλίματος το οποίο διαμόρφωσε η Ελλάδα με την κατευναστική της πολιτική και, άγνωστο γιατί (αφού μόνον η Τουρκία έχει αξιώσεις έναντι της Ελλάδος ενώ η Ελλάδα δεν διεκδικεί το παραμικρό από την Τουρκία) η ίδια το υπερπροέβαλε στη Διεθνή Κοινότητα, έχουν προκύψει σημαντικότατα οφέλη αποκλειστικά και μόνον για την Τουρκία.
Χάρη στο «καλό κλίμα» των ελληνοτουρκικών σχέσεων η Τουρκία εξασφάλισε από τις ΗΠΑ την αναβάθμιση των παλαιών F-16 που διαθέτει στην έκδοση Viper, καθώς και την προμήθεια δεκάδων νέων F-16 Viper, τεράστιας ποσότητας ανταλλακτικών για τον αεροπορικό στόλο της και εξίσου τεράστιο όγκο ισχυρότατων όπλων υψηλής τεχνολογίας. Παράλληλα, όλα δείχνουν ότι η Γερμανία έχει σχεδόν συναινέσει στην πώληση μαχητικών αεροσκαφών Eurofighter στην Τουρκία, γεγονός που θα εξαλείψει το αεροπορικό πλεονέκτημα της Ελλάδος, το οποίο οφείλεται στα γαλλικά μαχητικά Rafale.
Μία πολύ σημαντική πτυχή, η οποία θα δούμε να προβάλλεται όλο και περισσότερο από τους κάποιους «ευφυέστατους» και αφανείς υπέρμαχους της ελληνοτουρκικής «προσέγγισης» καθώς θα πλησιάζει ο «χρόνος των αποφάσεων», είναι η ταχύτητα εκτέλεσης του τεράστιου εξοπλιστικού προγράμματος της Τουρκίας, το οποίο θα την καταστήσει έτσι αδιαμφισβήτητη περιφερειακή υπερδύναμη (και άρα «δεν μας συμφέρει για κανέναν λόγο να τα «βάλουμε» μαζί της»)…
Λίγο καιρό μετά την τραγωδία των Ιμίων, ένας από τους πρωταγωνιστές της υπόθεσης αυτής είχε πει σε τηλεοπτική του συνέντευξη ότι οι τότε χειρισμοί της ελληνοτουρκικής κρίσης από πλευράς της ελληνικής κυβέρνησης ήταν οι πλέον επωφελείς για την Ελλάδα, διότι διαφορετικά «θα εκδηλωνόταν σύγκρουση επί του πεδίου, θα συρόμασταν στο τραπέζι του διαλόγου με την Τουρκία με όλα τα θέματα πάνω στο τραπέζι, αλλά αυτό θα ήταν η πρώτη σημαντική υποχώρησή μας στο θέμα της εθνικής μας κυριαρχίας στο Αιγαίο».
Άρα, πάντα κατά τα λεγόμενα του εν λόγω προσώπου, η Ελλάδα αποδέχθηκε τότε το «γκριζάρισμα» τμημάτων του Αιγαίου, προκειμένου να αποφευχθεί η αναμέτρηση επί του πεδίου και ένας πολύ πιο επώδυνος συμβιβασμός. Ωστόσο, το πρόσωπο αυτό και όλοι, όσοι συμμερίζονταν το σκεπτικό του, δεν απάντησαν ποτέ στο ερώτημα γιατί η Τουρκία δεν εξώθησε τότε τα πράγματα σε αναμέτρηση επί του πεδίου, αφού θεωρούσε ότι θα υπερισχύσει έναντι της Ελλάδος, άρα και ότι θα μπορούσε εν συνεχεία να επιβάλει τους όρους της και να αποκομίσει πολλαπλάσια οφέλη…
Σήμερα η Τουρκία διακηρύσσει ακριβώς ότι συζητά με την Ελλάδα το σύνολο των υφιστάμενων θεμάτων και όχι μόνο το θέμα της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, ενώ η ελληνική κοινή γνώμη ακούει από την ελληνική κυβέρνηση ότι τα μόνα θέματα προς συζήτηση στον ελληνοτουρκικό «διάλογο» είναι η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Με αυτά τα δεδομένα, δύο πράγματα μπορούν να συμβούν.
Το πρώτο θα είναι να αποβεί άκαρπος ο «διάλογος», αλλά η Τουρκία εν τω μεταξύ θα έχει καταγράψει επισήμως πλήθος διεκδικήσεών της εις βάρος της Ελλάδος και θα έχει αποκομίσει σημαντικότατα οφέλη (απομάκρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τον ελληνοτουρκικό διάλογο, προμήθεια F-16 Viper, απόκτηση Eurofighter κ.λπ.). Το δεύτερο θα είναι να υπαναχωρήσει η Ελλάδα και να υπογράψει μαζί με την Τουρκία συνυποσχετικό για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για περισσότερα ζητήματα από εκείνο της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ μεταξύ των δύο χωρών.
Για τον γράφοντα και για όλους τους μη ειδικούς κάθε άλλο παρά ευδιάκριτο είναι τι ακριβώς θα έχει κερδίσει εντέλει η Ελλάδα και στη μία και στην άλλη περίπτωση, ενώ είναι προφανές το τι θα έχει χάσει και στις δύο περιπτώσεις…
Ορισμένοι θα πρέπει να αντιληφθούν ότι σε κρισιμότατα και υπαρξιακά ζητήματα η «στασιμότητα» είναι ενίοτε καταφανώς επωφελέστερη από την «πρόοδο και την εξέλιξη», όταν η «πρόοδος και η εξέλιξη» εξυπηρετεί αποκλειστικά την επίτευξη στόχων του αντιπάλου. Εάν δεν ισχύει αυτό, θα πρέπει να αποδεχθούμε ότι όλες οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις, οι οποίες είχαν επιλέξει τη «στασιμότητα» αντί της «προόδου και της εξέλιξης», δεν είχαν αντιληφθεί το πραγματικό συμφέρον για την πατρίδα…
* Ο Κωνσταντίνος Παΐδας είναι καθηγητής του ΕΚΠΑ