Οι ανεξάρτητες διοικητικές αρχές εμφανίστηκαν στη Χώρα μας στα τέλη της δεκαετίας του 1980 με το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης. Την κομβική
πάντως στιγμή αποτέλεσε η συνταγματική κατοχύρωση πέντε εξ αυτών (Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών, Αρχή Προστασίας Δεδομένων, ΑΣΕΠ, ΕΣΡ, Συνήγορος του Πολίτη) με την αναθεώρηση του 2001. Έκτοτε πέρασαν πολλά χρόνια, τα οποία επιτρέπουν μια ψύχραιμη αποτίμηση του έργου και του ρόλου των ανεξαρτήτων αρχών.
Το πρώτο ερώτημα που τίθεται, είναι γιατί θεσμοθετήθηκαν οι ανεξάρτητες αρχές. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό έχει να κάνει με τις αλλαγές, οι οποίες έχουν σημειωθεί στο κοινοβουλευτικό σύστημα τις τελευταίες δεκαετίες και με την απόλυτη κυριαρχία του εκάστοτε Πρωθυπουργού επί της Βουλής και της Κυβέρνησης. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει πλέον ελάχιστες ουσιαστικές αρμοδιότητες. Υπάρχει βέβαια και η ανεξάρτητη δικαιοσύνη, η οποία όμως αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, με κυριότερο από αυτά την καθυστέρηση στην εκδίκαση των υποθέσεων. Συνεπώς, η σύγχρονη κοινοβουλευτική δημοκρατία χρειάζεται, ιδίως στο επίπεδο της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων, «θεσμικά αντίβαρα». Αυτόν ακριβώς τον ρόλο επιτελούν οι ανεξάρτητες αρχές.
Λειτούργησαν στην πράξη οι ανεξάρτητες αρχές; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι καταφατική. Μπορείτε να φανταστείτε κάποια συνήθη δημόσια υπηρεσία να επιβάλλει σημαντικά πρόστιμα σε υπουργεία, όπως πράττει λ.χ. η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων; Ποια είναι εκείνη η δημόσια υπηρεσία η οποία θα μπορούσε να αναλάβει τον ρόλο του Συνηγόρου του Πολίτη όσον αφορά τη διαμεσολάβηση μεταξύ διοίκησης και πολίτη ή τον έλεγχο περιστατικών αστυνομικής αυθαιρεσίας; Ποια δημόσια υπηρεσία θα μπορούσε να ελέγξει την υπόθεση των υποκλοπών των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων; Ποιος υπουργός θα αναλάμβανε το βάρος των αξιοκρατικών προσλήψεων στον δημόσιο τομέα; Γι’ αυτό δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυρισθούμε ότι οι ανεξάρτητες αρχές είναι οι αρχές εκείνες, τις οποίες όλοι συμπαθούν όταν είναι στην αντιπολίτευση και όλοι αντιπαθούν όταν είναι στην κυβέρνηση.
Υπάρχουν προβλήματα στις ανεξάρτητες αρχές; Η απάντηση είναι και εδώ καταφατική. Καταρχάς, εκτός από τις συνταγματικά προβλεπόμενες και αυτές που κατοχυρώνονται από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπάρχουν και πάρα πολλές άλλες ανεξάρτητες αρχές, η κάθε μία από τις οποίες διέπεται και από διαφορετικό νομοθετικό πλαίσιο. Περαιτέρω, οι ανεξάρτητες αρχές είναι συχνά υποστελεχωμένες, με περαιτέρω συνέπεια να μην μπορούν να λειτουργήσουν στην πράξη.
Στο ισχύον Σύνταγμα οι ανεξάρτητες αρχές ρυθμίζονται στο άρθρο 101Α. Ένα ζήτημα που θα έπρεπε να εξετάσουμε με νηφαλιότητα και ψύχραιμο διάλογο, είναι ο τρόπος επιλογής των μελών των συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξαρτήτων αρχών. Το ισχύον σύστημα που προβλέπει την επιλογή από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής έχει ασφαλώς πλεονεκτήματα, με κυριότερο από αυτά την αναγκαιότητα συναινέσεων μεταξύ περισσοτέρων πολιτικών δυνάμεων. Από την άλλη όμως εμφανίζει και μειονεκτήματα, όπως τη σημαντική ενίοτε καθυστέρηση στην αντικατάσταση των μελών που έχει λήξει η θητεία τους και τη διεξαγωγή της όλης διαδικασίας επιλογής χωρίς δημοσιότητα μόνο μεταξύ των κοινοβουλευτικών κομμάτων. Ίσως η επιλογή των μελών των ανεξαρτήτων αρχών από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ύστερα από τη γνωμοδότηση ενός αντιπροσωπευτικού οργάνου ευρείας σύνθεσης να ήταν μια λύση, η οποία αξίζει να μελετηθεί.
Ένα πάντως είναι σίγουρο: Οι ανεξάρτητες αρχές έχουν προσφέρει στη λειτουργία του πολιτεύματός μας και ήρθαν για να μείνουν!
Ο Σπύρος Βλαχόπουλος είναι Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ