«Και τώρα που ξεμπερδέψαμε πια με τα μεγάλα λόγια, τους άθλους, τα όνειρα, καιρός να ξαναγυρίσουμε στη ζωή μας… ελευθερώνοντας έτσι όρκους αλλοτινούς και τις πιο ωραίες χειρονομίες του μέλλοντος». Στο ποιητικό του αριστούργημα «Ο τυφλός με το λύχνο», ο Τάσος Λειβαδίτης καταθέτει τις βιωματικές εμπειρίες που συνέλεξε, διαβαίνοντας την έρημο. Mε ταπεινότητα εξομολογείται τη φθορά και την αποτυχία, τη ματαίωση και τον κατατρεγμό, αναζητώντας το φως στον ερχομό του μέλλοντος.
Στο πολιτικό σύμπαν του τόπου μας, το ΠΑΣΟΚ έδειξε απαράμιλλη δύναμη αλλά και πρωτοφανή αδυναμία. Με τις νέες ιδέες και τις ισχυρές ηγεσίες του, έβγαλε την Ελλάδα από τη βαλκανική χερσόνησο, φέρνοντας την στην ευρωπαϊκή ενδοχώρα. Η επιτυχία του είχε ως επακόλουθο την πολιτική του κυριαρχία. Με την αναδίπλωσή του σε μια απίστευτη ελαφρότητα και την επικράτηση ανίσχυρης ηγεσίας, δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στις υπαρξιακές προκλήσεις που αντιμετώπισε η χώρα εξαιτίας της χρεοκοπίας. Εύλογο λοιπόν ήταν να λουστεί τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό, μολονότι ο φυσικός και ηθικός αυτουργός ήταν ο μεγάλος ανταγωνιστής του, η νεοκαραμανλική κυβέρνηση.
Έτσι το άλλοτε κραταιό κόμμα της μεταπολίτευσης, βρέθηκε να είναι αποστραγγισμένο κοινωνικά, ιδεολογικά και πολιτικά. Το μαγνητικό πεδίο του λαϊκισμού το έπληξε καταλυτικά. Η αποκόλληση του εκλογικού του ακροατηρίου, το ώθησε σε μια απέραντη έρημο. Οι αντίπαλοί του ακολουθώντας τη μέθοδο της διαβολής και της συκοφαντίας, επιδόθηκαν με επιμονή στην εξόντωσή του. Ο θρίαμβος της ψευδαίσθησης και του ψέματος, αποδείχτηκε μια επικίνδυνη περιπέτεια. Και η εκρίζωση του ΠΑΣΟΚ απέτυχε.
Και τώρα που ξεμπερδεύουμε, για να θυμηθούμε ξανά τον ποιητή, με τα κούφια λόγια, τις φαντασιώσεις, τις σκιαμαχίες και τις μεγαλεπήβολες υποσχέσεις των ποικιλώνυμων ανταγωνιστών του, το ΠΑΣΟΚ ξαναγυρίζει στη ζωή για να αναμετρηθεί με το παρόν και το μέλλον. Η εκλογή ηγεσίας του αναθερμαίνει την αποσταμένη ελπίδα, περνώντας από τη ματαίωση στην προσμονή. Το αυξημένο ενδιαφέρον της ευρύτερης κοινής γνώμης, το πιστοποιεί.
Παρόλα αυτά, η κρίση εμπιστοσύνης και εκπροσώπησης που αντιμετωπίζει το παθογόνο πολιτικό σύστημα είναι υπαρκτή, σύνθετη και πολυσήμαντη. Το χάσμα μεταξύ προσδοκιών των πολιτών και επιδόσεων της πολιτικής τάξης είναι πρωτοφανές. Στο ερώτημα των δημοσκοπήσεων, ποιον θεωρείται ικανότερο για πρωθυπουργό, επικρατεί ο Κανένας. Το αποκαλυπτικό αυτό γεγονός, έρχεται να επιβεβαιώσει την κρίση ηγεσίας στο καίριο ζήτημα της διακυβέρνησης του τόπου.
Φαίνεται πλέον καθαρά, πως οι τωρινοί πρωταγωνιστές δεν έχουν την απαραίτητη αποδοχή από το ευρύτερο κοινωνικό σώμα. Με άλλα λόγια υπολείπονται των αναγκών και των απαιτήσεων της σημερινής εποχής. Και αυτό γιατί πολιτεύονται εκτός κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας. Η αδυναμία τους να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, τους καθιστά αναποτελεσματικούς και ανίσχυρους.
Πάντως η απουσία στρατηγικού σχεδίου για την αναμόρφωση και εκσυγχρονισμό της χώρας, της κοινωνίας και των θεσμών αποκαλύπτει το μεγάλο έλλειμμα νέων ιδεών, σύγχρονων προτάσεων, ολοκληρωμένων προγραμμάτων και πρωτίστως ικανών ηγεσιών. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση, παρά τις διαφορές τους, κινούνται στην ίδια τροχιά των μικροδιευθετήσεων και των υποσχέσεων. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο, ο πυρήνας της πολλαπλής υστέρησης που αντιμετωπίζει ο τόπος παραμένει άθικτος. Εντούτοις οι ηγεσίες τους δείχνουν να μην τους απασχολεί. Μέλημά τους η συντήρηση και η αναπαραγωγή ενός αναποτελεσματικού, υπερτροφικού, αντιπαραγωγικού ακόμη και παρασιτικού μοντέλου διοίκησης της χώρας.
Ολοένα και περισσότερο γίνεται εμφανές, πως η εξασθένηση της κυριαρχίας του Κυριάκου Μητσοτάκη, καθώς και η αποσύνθεση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για την αναζήτηση μιας άλλης ενναλακτικής πρότασης εξουσίας. Δεν είναι τυχαίο το ότι, ένας σημαντικός αριθμός πολιτών στρέφει το βλέμμα του στις διεργασίες στο ΠΑΣΟΚ. Μάλιστα αξιοσημείωτο είναι, ότι ένα ποσοστό το οποίο φθάνει ακόμη και έως το 50% των ερωτηθέντων στις διάφορες έρευνες, δεν αποκλείει την πιθανότητα το ΠΑΣΟΚ να βρεθεί ξανά στο τιμόνι της διακυβέρνησης του τόπου.
Μια εκτίμηση που έρχεται να μας υπενθυμίσει, πως η πολιτική δεν είναι στατική. Πόσο μάλλον η κυριαρχία ενός αρχηγού ή κόμματος. Και το κυριότερο, δείχνει πως οι μεταβολές οι οποίες συντελούνται στην κοινωνία ενέχουν τα στοιχεία μιας νέας πολιτικής αρχιτεκτονικής. Κάτι που καθιστά εφικτή την επαναχάραξη των ιδεολογικών, κοινωνικών και εκλογικών ορίων στον πολιτικό ανταγωνισμό. Άλλωστε σήμερα βλέπουμε ότι το εκκρεμές ταλαντεύεται προς την ακροδεξιά πλευρά και προς την κεντροαριστερή.
Δίχως υπερβολή η αναμέτρηση του ΠΑΣΟΚ με τον εαυτό του, είναι αυτή που θα κρίνει τη φορά των πολιτικών πραγμάτων. Σε μεταβατικές περιόδους όπως η τωρινή, ο ρόλος της ηγεσίας δεν παύει να είναι καθοριστικός. Την ιστορία δεν την γράφουν οι μάζες, όπως υποστήριζαν τα ιδεολογικά μοναστήρια της κομμουνιστογενούς αριστεράς. Αλλά οι ικανοί και άξιοι ηγέτες.
Όπως έχει αποδειχθεί στο συλλογικό υποσυνείδητο η αρχηγική παράσταση, είναι αυτή που διαμορφώνει και επηρεάζει τις τάσεις και τις αναζητήσεις, της κοινής γνώμης. Ως εκ τούτου η ηγετικότητα συνιστά ένα εξαιρετικά χρήσιμο μέγεθος, για να μπει ο τόπος σε ένα δημιουργικό πολιτικό κύκλο. Και αυτό γιατί η εξουσία είναι παράσταση για ένα ρόλο. Αν ο επικεφαλής της δεν τον καλύπτει, τότε αναδεικνύεται σε ζωτική ανάγκη η αναζήτηση του αντικαταστάτη του.
Η δρομολογημένη εκλογή προέδρου στο ΠΑΣΟΚ, προσελκύσει το ενδιαφέρον πολλών, γιατί αναζητούν εκείνον που δυνητικά θα έχει τις προϋποθέσεις να ανταποκριθεί με επάρκεια στο ρόλο του Πρωθυπουργού. Ασφαλώς δεν αρκεί η βούληση των διεκδικητών. Απεναντίας χρειάζεται η νόηση, η γήινη αντίληψη, η έμπνευση. Στην πολιτική, πολύτιμος ηγέτης είναι εκείνος που κερδίζει τη μάχη των νέων ιδεών. Ενσαρκώνει τη μετάβαση στο μέλλον. Διαθέτει ισχυρή προσωπικότητα. Ξεχωρίζει για το πολιτικό του βάθος. Πρεσβεύει απόψεις που βρίσκονται σε αρμονία με τις ανάγκες της εποχής. Προσφέρει εχέγγυα υπευθυνότητας και αξιοπιστίας. Ποντάρει στο διάλογο και στη σύνθεση. Και πείθει για την ικανότητά του να κερδίζει στις εθνικές εκλογικές αναμετρήσεις.
Η ξηρασία που επικρατεί σε κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση, εύλογο είναι να τροφοδοτεί τη συζήτηση για το ποιος ή ποια από τους επίδοξους διεκδικητές της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ, διαθέτει τα απαιτούμενα προσόντα προκειμένου να ανταποκριθεί με επάρκεια στο ρόλο μιας νέας υπερβατικής προσωπικότητας, που θα μπορούσε κάλλιστα να δώσει την απαιτούμενη αξία και υπόσταση στο πρωθυπουργικό αξίωμα.
Το ερώτημα αυτό αναμφίβολα υπόκειται σε υποκειμενικές κρίσεις και αξιολογήσεις. Οι έξι υποψήφιοι για την αρχηγία, αν κάτι υποδηλώνουν είναι η πανσπερμία αντιλήψεων που διαπερνούν το πασοκικό στερέωμα. Κάποιοι θεωρούν ότι η κομματικότητα του Ν. Ανδρουλάκη είναι διαβατήριο για την ηγεσία. Ωστόσο κάποιοι προτάσσουν τη σύμπραξη πασόκων και συριζαίων, που επιδιώκει ο Χ. Δούκας. Υπάρχουν επίσης και άλλοι που έλκονται από την επαγγελία του Π. Γερουλάνου για την ανάγκη αποκεντρωμένης εξουσίας. Το παζλ συμπληρώνεται από τους νοσταλγούς του παρελθόντος, του Μ. Κατρίνη, ή από τις κοινοτοπίες της Ν. Γιαννακοπούλου. Αλλά και από εκείνους που πιστεύουν ότι χρειάζεται η προστιθέμενη αξία ενός νέου πολιτικού εαυτού, που θα προέλθει από ένα μεγάλο σοσιαλδημοκρατικό Big Bang της Α. Διαμαντοπούλου.
Αναμφίβολα, η μάχη της κάλπης θα εκπέμψει τα δικά της μηνύματα. Εντούτοις η πολιτική υπεροχή δεν προσμετράται, με τους παραμορφωτικούς φακούς της μονοκαλλιέργειας του κομματικού πατριωτισμού. Ούτε με τις δήθεν αριστερόστροφες σημάνσεις, εξαιτίας των οποίων το ΠΑΣΟΚ τα προηγούμενα χρόνια καταψύχθηκε, αναδιπλώθηκε σε αρχέγονες αντιλήψεις, έχασε τη ζωτικότητά του, βίωσε την καχεξία και τη στασιμότητα, στερήθηκε τη δυνατότητα να επικοινωνεί με ευρύτερες κοινωνικές κατηγορίες πολιτών. Εγκλωβίστηκε στον παλιό του εαυτό. Αποτέλεσμα ήταν ο πολιτικός του λόγος να είναι ασαφής, θολός, αντιφατικός και να παραπέμπει στο παρελθόν. Οι δε εκλογικές του επιδόσεις να παραμένουν χαμηλές.
Αντιθέτως σήμερα η πολιτική υπεροχή του ΠΑΣΟΚ θα κριθεί και θα δοκιμαστεί, από το ποια υποψηφιότητα θα επικρατήσει στην εσωκομματική αναμέτρηση. Το άλλοτε ισχυρό κόμμα θα ξαναγυρίσει στο κέντρο του πολιτικού στίβου, αν η ηγεσία που θα αναδειχθεί μπορέσει να θεμελιώσει μια νέα σύγχρονη πολιτική ατζέντα, προσδίδοντας του τον απαραίτητο κεντρομόλο προσανατολισμό. Αλλά και αν καλύπτει τα κριτήρια της πρωθυπουργήσιμης ηγεσίας. Εξάλλου έτσι το ΠΑΣΟΚ θα καταστεί ελκυστικό και ανταγωνιστικό έναντι των αντιπάλων του, αμφισβητώντας εμπράκτως την πολιτική κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Ο Γιώργος Πανταγιάς είναι Σύμβουλος Στρατηγικής και Επικοινωνίας