Στην ιστορία του σουρεαλισμού αποτελεί ορόσημο ένας πίνακας του Ρενέ Μαγκρίτ. Απεικονίζει μια πίπα και έχει τίτλο «Αυτό δεν είναι μια πίπα».
Ο πίνακας έχει πολλαπλές αναγνώσεις. Αυτό άλλωστε είναι και το κρυφό νόημα του σουρεαλισμού: φτιάχνεις κάτι ωραίο και μετά το ερμηνεύεις ξανά και ξανά έως ότου πέσεις λιπόθυμος από τη νύστα.
Δεν ξέρω ποιες θα ήταν οι σχέσεις του Μαγκρίτ με τον ΣΥΡΙΖΑ. Υποθέτω όχι σπουδαίες.
Αν και η σουρεαλιστική θεώρηση πως η απεικόνιση της πραγματικότητας είναι ταυτοχρόνως και διάψευση της πραγματικότητας μπορεί να έβρισκε πολλούς οπαδούς στην Κουμουνδούρου.
Από την πλευρά της ιστορίας του σουρεαλισμού πάντως η ιδέα της εβδομάδας πρέπει να αποδοθεί στην Ολγα Γεροβασίλη.
Η οποία εξήγησε ότι επιθυμεί «μια μεγάλη κεντροαριστερή παράταξη», η οποία θα δημιουργηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ «με τη συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ» και διάφορες παραφυάδες του ΣΥΡΙΖΑ και στην οποία «θα μπορούσε να είναι επικεφαλής ο Τσίπρας» (Ant1, 23/9).
Υποθέτω ότι η ιδέα στηρίζεται στη λογική «να πάμε όλοι μαζί μήπως κερδίσουμε τον Μητσοτάκη». Κατά κάποιον τρόπο είναι η απόδοση στα ελληνικά μιας γαλλικής έκφρασης που λέει «όσο περισσότεροι τρελοί μαζευτούμε, τόσο μεγαλύτερη πλάκα έχει».
Αλλά έχει δύο λογικά κενά.
- Πρώτον, γιατί να μαζευτούν τώρα όταν δεν μαζεύτηκαν την εποχή που ο ΣΥΡΙΖΑ μεσουρανούσε, ο Μητσοτάκης μπουσουλούσε και το ΠΑΣΟΚ ζούσε με κάτι αχαμνά μονοψήφια;
- Δεύτερον, γιατί θα νικήσουν σήμερα με τον Τσίπρα εκείνοι που έχασαν χθες με τον Τσίπρα με αποτέλεσμα να φύγει ο Τσίπρας;
Απαντήσεις προφανείς δεν υπάρχουν. Αλλά αυτό είναι το νόημα του σουρεαλισμού. Τα λες και τα ξαναλές μέχρι να πέσεις λιπόθυμος από τη νύστα, κάτι σαν το τηλεοπτικό ντιμπέιτ των υποψηφίων του ΠΑΣΟΚ την περασμένη Τρίτη (24/9).
Ακουσα προσεκτικά την τρίτη ερώτηση της δεύτερης ενότητας και μετά ξύπνησα με την τηλεόραση να παίζει πρωινό παιδικό πρόγραμμα.
Δεν θυμήθηκα όμως τυχαία τις ατελείωτες ερμηνευτικές αντιδικίες του σουρεαλισμού, ούτε «τα βαθιά χασμουρητά» που έλεγε ο Διονύσης Σαββόπουλος.
Διότι πέρα από αφόρητη πλήξη, η υπόθεση της «κεντροαριστερής αντιπολίτευσης» στην Ελλάδα έχει δύο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
- Πρώτον, κανείς δεν ξέρει ποια είναι, ούτε για ποιον λόγο θεωρείται «κεντροαριστερή».
- Δεύτερον, δεν έχει σχέση με αυτό που λέμε «αντιπολίτευση».
Σε όλο τον δημοκρατικό κόσμο, η αντιπολίτευση δεν είναι δέκα τύποι που τσακώνονται σε κομματικές συνεδριάσεις και πρωινάδικα για τον Κασσελάκη.
Είναι μια συγκροτημένη πολιτική δύναμη που δεν απαγγέλλει απλώς την μπαρούφα της ή την κριτική της. Αυτό θα μπορούσε να το κάνει και κάθε σωματείο οξυγονοκολλητών.
Αλλά ταυτοχρόνως με την μπαρούφα ή την κριτική αναδεικνύει μια εναλλακτική και πειστική προοπτική για τη διακυβέρνηση του τόπου. Είναι μια «εν δυνάμει» κυβέρνηση.
Βλέπουμε κάτι τέτοιο σήμερα στην Ελλάδα; Ούτε κατά διάνοια. Και δεν νομίζω ότι θα το δούμε σύντομα.
Φυσικά όλα έχουν μια εξήγηση. Η αντιπολίτευση συνολικά είναι και πολιτικά και αριθμητικά αποδυναμωμένη. Κυρίως όμως είναι κατακερματισμένη και πλέει σε διαφορετικές ή και αντίθετες κατευθύνσεις.
Αλλο Γεροβασίλη, άλλο Λατινοπούλου.
Την ίδια στιγμή όμως κανένα από τα επιμέρους κομμάτια του μωσαϊκού δεν φαίνεται να μπαίνει σε έναν ουσιαστικό ανταγωνισμό διακυβέρνησης. Η διακυβέρνηση έχει εκχωρηθεί αξιωματικά στη σημερινή κυβερνητική παράταξη.
Η σχεδόν παράλληλη διαδικασία ανάδειξης αρχηγού στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ΠΑΣΟΚ, ακόμη κι αν εξελίσσεται με διαφορετικά πάθη, εντάσεις ή αισθητική, δεν δείχνει (έως τώρα) ικανή να αλλάξει τη γενική εικόνα. Περισσότερο βαυκαλίζονται μεταξύ τους ότι κάνουν κάτι σπουδαίο, παρά υπηρετούν μια σπουδαιότητα που την αναγνωρίζουν κι οι άλλοι.
Το φαινόμενο βεβαίως δεν είναι αμιγώς ελληνικό.
Ο κατακερματισμός του κομματικού συστήματος είναι εμφανής σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές δημοκρατίες. Ακόμη και κραταιά πολιτικά συστήματα όπως στη Γαλλία ή τη Γερμανία δοκιμάζονται.
Και την ίδια στιγμή ο κατακερματισμός αυτός οδηγεί εκ των πραγμάτων σε μια αποσύνδεση των κομμάτων από τα ουσιαστικά ζητήματα της διακυβέρνησης.
Εχουμε δηλαδή όλο και περισσότερα κόμματα αλλά όλο και λιγότερα «κόμματα εξουσίας». Αυτό ακριβώς που συμβαίνει και στην Ελλάδα.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι σε δύο κόμματα (ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ) γίνονται διαδικασίες για εκλογή αρχηγού χωρίς επί της ουσίας να έχει τεθεί στον εσωκομματικό διάλογο κανένα ζήτημα διακυβέρνησης.
Εξαντλούν τη ζωτικότητά τους στις διαδικασίες (διότι ακόμη κι η κουβέντα για «συνεργασίες» είναι επί της διαδικασίας…) αλλά δεν θίγουν κάποιο θεμελιώδες ζητούμενο της κυβερνητικής πολιτικής.
Μάθαμε μόνο ότι οι καλοί αυτοί άνθρωποι είναι κατά των καρτέλ και της ακρίβειας, ότι αγαπούν το ΕΣΥ κι ότι ανησυχούν για το κράτος δικαίου. Δεν μας έκαναν σοφότερους.
Οταν όμως παρακάμπτονται τα ουσιώδη, αναδύονται τα δευτερεύοντα. Με πιο χαρακτηριστική περίπτωση τον Πολάκη και τις διάφορες «αποκαλύψεις» του που ποτέ δεν ξέρεις τι «αποκαλύπτουν».
Κι όχι μόνο στην αντιπολίτευση. Ενα κατ’ εξοχήν κόμμα εξουσίας, όπως η ΝΔ, διέγραψε βουλευτή που ανακάλυψε κι αποκάλυψε τη διαφθορά στα… «Μικρογεύματα Γρηγόρης»!
Με τόσους «κυνηγούς διαφθοράς» στην Ελλάδα είναι να απορείς πως υπάρχουν ακόμη διεφθαρμένοι.
Τι μένει λοιπόν; Μένει το δόγμα Γεροβασίλη. «Να μαζευτούμε πολλοί, να φωνάξουμε και τον Τσίπρα, ώστε να γίνουμε περισσότεροι από τους άλλους».
Μπορεί να φαίνεται αστείο ή σουρεαλιστικό αλλά στην απλότητά του είναι απολύτως χαρακτηριστικό της πολιτικής αντίληψης που κυριαρχεί σήμερα στην Ελλάδα.
Σε σημείο που αν ζούσε ο Ρενέ Μαγκρίτ ανάμεσά μας θα ζωγράφιζε μια συνεδρίαση κομματικής επιτροπής (αν ζωγραφίζεται κάτι τέτοιο…) και θα έβαζε τίτλο «Αυτό δεν είναι πολιτική».