Ανεξαρτήτως της πορείας των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η διαίρεση αυτή έχει σφραγίσει τη διαμόρφωση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και κατ’ επέκταση το δημόσιο διάλογο και τη διαπαιδαγώγηση της κοινής γνώμης την τελευταία πεντηκονταετία. Εξακολουθεί να είναι κυρίαρχη παρότι δεν ανταποκρίνεται κατά τη γνώμη μας στη σημερινή κατάσταση των πραγμάτων.

Οι σχέσεις με την Τουρκία συνεχίζουν να αποτελούν την υπ’ αριθμόν 1 προτεραιότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ενώ δεν ισχύει η ιεράρχηση αυτή για την τουρκική εξωτερική πολιτική. Η Τουρκία καλώς ή κακώς ορίζεται και αυτο-προσδιορίζεται ως μεσαία δύναμη με πληθώρα προτεραιοτήτων που εκτείνονται και πέραν των συνόρων της όπως αποδεικνύεται από την έντονη δραστηριοποίηση της στην Αφρική. Τούτο δεν σημαίνει υποβάθμιση της σημασίας των ελληνο-τουρκικών σχέσεων, του Κυπριακού ή της Ανατολικής Μεσογείου. Σημαίνει ωστόσο ότι θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν στην περιφερειακή ισορροπία η προβολή ισχύος κάθε χώρας.

Η ελληνική εθνική στρατηγική την τελευταία πεντηκονταετία στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό σε εξωγενείς πολλαπλασιαστές ισχύος με κυριότερο αυτόν της ένταξης στην ΕΕ τόσο της Ελλάδας όσο και της Κύπρου. Στηρίχθηκε επίσης στη σχέση με τις ΗΠΑ ως ενισχυτική της αποτροπής μιας ευθείας αναμέτρησης με την Τουρκία λόγω της ένταξης των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ.

Η τελευταία έχει πράγματι λειτουργήσει αποτρεπτικά παρά τις τριβές και εντάσεις που χαρακτηρίζουν διαχρονικά τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις. Και θα συνεχίσει να λειτουργεί έτσι όσο η Τουρκία δεν απομακρύνεται από το ευρω-ατλαντικό στρατόπεδο και δεν θα το κάνει, προβλέπουμε, στο εγγύς μέλλον.

Η άλλη ωστόσο δικλείδα ασφαλείας, η ευρωπαϊκή, έχει αποδυναμωθεί. Ποιος πιστεύει στην ΕΕ ότι η προοπτική ένταξης της Τουρκίας είναι ρεαλιστική; Για το λόγο αυτό οι οπαδοί της προσέγγισης μας μέσω Βρυξελλών, οι «Τουρκολάγνοι», ας μας επιτραπεί η έκφραση, έχουν χάσει το βασικό επιχείρημα τους. Προς όφελος των «Τουρκοφάγων»; Κατηγορηματικά όχι. Οι τελευταίοι έχουν προσφέρει πολύ κακή υπηρεσία παρά τις καλές και αδιαμφισβήτητα πατριωτικές τους προθέσεις.

Υποστηρίζοντας την ακινησία στα ελληνο-τουρκικά και το Κυπριακό το μόνο που κατάφεραν είναι να πολλαπλασιάσουν τις τουρκικές αξιώσεις. Εάν είχαν επιτευχθεί οι λύσεις που ναυάγησαν λόγω του φόβου του πολιτικού κόστους στην Αθήνα και τη Λευκωσία, ενδεχομένως έννοιες όπως η «Γαλάζια Πατρίδα» ή επιδιώξεις όπως αυτή της ανεξαρτητοποίησης του τουρκο-κυπριακού μορφώματος να μην είχαν αναπτυχθεί.

Επειδή ωστόσο η ιστορία δεν γράφεται με «αν», αυτό που σήμερα προέχει είναι η χάραξη στρατηγικής με βάση τα αντικειμενικά δεδομένα. Η Τουρκία έχει μετεξελιχθεί σε δύναμη αναθεωρητική. Αυτό δεν θ’ αλλάξει διότι τον σεβασμό των κεμαλιστών στο status quo της Λωζάνης έχει αντικαταστήσει το ισχυρό παρά την αποχώρησή του από την ενεργό πολιτική δόγμα Νταβούτογλου της ενοποίησης του παλαιού οθωμανικού χώρου με βάση τη θρησκευτική ταυτότητα, μια πολύ ισχυρή ενοποιητική διάσταση στην οποία συχνά πυκνά αναφέρεται ο Ερντογάν όταν μιλάει για «τα σύνορα της καρδιάς μας».

Με αυτή την Τουρκία μπορούμε να συνεννοηθούμε; Και πρέπει να συνεννοηθούμε; Αυτό είναι το διακύβευμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και ο πατριωτισμός επιβάλλει να επιτευχθεί με εθνική συναίνεση. Η συνεννόηση δεν ισοδυναμεί με υποχώρηση. Η σύγκρουση αποτελεί επίσης μια επιλογή αν εκτιμάται ότι εξυπηρετεί το εθνικό συμφέρον. Διότι το χειρότερο σενάριο θα είναι να οδηγηθούμε σε μια σύγκρουση που δεν θα έχουμε επιλέξει.