Η κυρία Λετίσια ήταν μητέρα του Ναπολέοντα Βοναπάρτη κι άλλων επτά παιδιών. Μια κορσικανή ματρόνα που μεγάλωσε τα παιδιά της σχεδόν μόνη – ο άντρας της πέθανε νωρίς.
Παρακολουθούσε υπερήφανα τον ένδοξο γιο της να ανεβαίνει σταδιακά τα σκαλιά της εξουσίας. Στρατηγός, ύπατος, πρώτος ύπατος, αυτοκράτορας…
Μετά τη στέψη του Ναπολέοντα Α΄ στον καθεδρικό της Νοτρ Νταμ οι συγγενείς επισκέφθηκαν την «Κυρία Μητέρα» (ο τίτλος απονεμήθηκε με αυτοκρατορικό διάταγμα) Λετίσια να τη συγχαρούν.
Εκείνη σχολίασε τα γεγονότα με την επιφυλακτικότητα της απλής γυναίκας και βαριά κορσικανική προφορά:
– Πουρβού κε σα ντουρ!
Δηλαδή, «αρκεί να διαρκέσει».
Αν δεν ήταν μητέρα αυτοκράτορα, η κυρία Λετίσια θα μπορούσε να είναι φιλόσοφος των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Οπου το κεντρικό δόγμα για την περίοδο ομαλότητας που διανύουμε το τελευταίο διάστημα είναι «πουρβού κε σα ντουρ». «Αρκεί να διαρκέσει».
Φυσικά η ομαλότητα δεν προέκυψε τυχαία. Κι όχι βεβαίως επειδή άλλαξε η ελληνική πολιτική που ποτέ δεν ήταν παράγοντας αστάθειας και όξυνσης.
Απλώς η Τουρκία μάλλον συνειδητοποίησε ότι βαδίζει σε ένα αδιέξοδο.
Το 2020 απέτυχαν η εισβολή στον Εβρο και η εργαλειοποίηση του Μεταναστευτικού. Οι ελληνικοί εξοπλισμοί αποκαθιστούν σταδιακά μια ισορροπία δυνάμεων.
Τα μεγαλεπήβολα αυτοκρατορικά σχέδια ξόδεψαν λεφτά, αλλά δεν έφεραν πραγματικό αποτέλεσμα. Οι σχέσεις με την Ευρώπη είχαν σχεδόν παγώσει.
Ενώ και οι κυβερνητικοί στην Αγκυρα έδειξαν πλέον να συνειδητοποιούν ότι η απομάκρυνση από τη Δύση έχει και όρια και κόστος. Ακόμη και με τις Βρυξέλλες ξαναέπιασαν κουβέντες.
Οι μαγκιές λοιπόν περιορίστηκαν στις καλές σχέσεις με τον Πούτιν και την υποστήριξη της Χαμάς. Ειδικά στη Μέση Ανατολή ο Ερντογάν κουβαλάει το βάρος και την κληρονομιά των «Αδελφών Μουσουλμάνων», δεν είναι εύκολο να τους αποποιηθεί.
Επιπροσθέτως οι ίδιοι κυβερνητικοί μάλλον εκτίμησαν ότι η όξυνση στις σχέσεις με την Ελλάδα τούς κάνει ζημιά μέσα στον δυτικό κόσμο χωρίς να αποκομίζουν κανένα ιδιαίτερο όφελος. Αποτέλεσμα; Αν όχι η ουσία, πάντως ο τόνος άλλαξε.
«Πουρβού κε σα ντουρ», λοιπόν.
Χωρίς αυτό να σημαίνει φυσικά ότι άλλαξε η Τουρκία. Ή ότι μετατοπίστηκαν έστω στο παραμικρό η στρατηγική επιδίωξη και η αντίληψη που έχει για τον εαυτό της και τον κόσμο.
Ο Μητσοτάκης και ο Ερντογάν θα συναντηθούν τα επόμενα 24ωρα στη Νέα Υόρκη για έκτη φορά μέσα σε δεκαπέντε μήνες. Ενα πηγαινέλα καθόλου συνηθισμένο στις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και σε μεγάλη απόσταση από το «Μητσοτάκης γιοκ» του τούρκου προέδρου.
Προφανώς οι εντάσεις δεν έχουν εξαφανιστεί – πρόσφατο είναι το επεισόδιο της Κάσου… Αλλά μάλλον έχει εξασθενήσει και από τις δύο πλευρές η διάθεση υποδαύλισής τους.
Κάτι που γίνεται καταφανώς αισθητό στο Αιγαίο. Ενώ όλα δείχνουν ότι έχει δημιουργηθεί κι ένα πεδίο συνεννόησης μεταξύ των αρμόδιων υπουργείων.
Και λοιπόν; Είναι η επόμενη ερώτηση.
Και λοιπόν… τίποτα. Οσοι περιμένουν ή προσδοκούν ότι αυτό το ήπιο κλίμα μπορεί να οδηγήσει σε μια συνολική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών, μάλλον θα πρέπει να βάλουν τις ελπίδες τους στον πάγο.
Μαζί τους μάλιστα να αποφορτιστούν όλοι οι ακροδεξιοί (συνήθως) «συνωμοσιολόγοι» ή «εθνικοί χωροφύλακες» που πίσω από κάθε διπλωματική κανονικότητα ανακαλύπτουν «προδοσίες», «μειοδοσίες» και κουραφέξαλα.
Κανείς δεν προδίδει κανέναν, θα το είχαμε πάρει χαμπάρι. Το σπαθί πίσω στο θηκάρι, λοιπόν.
Αλλά πάμε στο «τίποτα». Οσο κι αν επιχειρηματολογούν ή προειδοποιούν ή εύχονται οι διάφοροι «ειδικοί», τρία πράγματα είναι βέβαια.
Πρώτον, δεν μπορεί να υπάρξει συνολική διευθέτηση διότι κανένα αποτέλεσμα δεν ικανοποιεί και τις δύο πλευρές. Ακόμη και στην πιο μετριοπαθή εκδοχή των απόψεών τους.
Δεύτερον, επειδή κανείς δεν μπορεί να επιβάλει το αποτέλεσμα, από όποια διαδικασία κι αν προκύψει.
Τρίτον, επειδή καμία κυβέρνηση ελληνική αλλά και τουρκική δεν μπορεί να αναλάβει το κόστος μιας διευθέτησης. Η οποία και στην πιο ακραία εκδοχή της αποκλείεται να μην είναι ένα είδος συμβιβασμού.
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο. Στην πραγματικότητα κανείς δεν αισθάνεται ότι ο χρόνος τρέχει εναντίον του ώστε να βιάζεται.
Σε τελευταία ανάλυση, και οι δύο χώρες είναι σήμερα σε καλύτερη κατάσταση από ό,τι στο παρελθόν. Και στο βάθος του μυαλού τους αισθάνονται ότι μπορούν να ζήσουν και χωρίς να λύσουν τις μεταξύ τους διαφορές. Με την προϋπόθεση βεβαίως ότι τα σημερινά «ήρεμα νερά» θα διατηρηθούν.
Θα διατηρηθούν; Σε αυτό θα επικεντρωθούν Μητσοτάκης και Ερντογάν στη Νέα Υόρκη. Μιλάμε για μια ατζέντα χαμηλής έντασης (αλλά και σπουδαιότητας…), η οποία μπορεί να συντηρήσει το ήπιο κλίμα.
Φυσικά, πάντα υπάρχουν εκπλήξεις, αλλά δεν νομίζω ότι οι δυο πολιτικοί θα δυσκολευτούν. Οταν δεν υπάρχει το άγχος της διευθέτησης, δύσκολα θα ξεπηδήσουν ανυπέρβλητα εμπόδια.
Υπό μια προϋπόθεση. Οτι η Τουρκία θα επιμείνει στη στροφή ηπιότητας κι ότι τίποτα δεν θα την ωθήσει να αναθεωρήσει αυτή την επιλογή.
Ο μόνος πραγματικά άγνωστος παράγοντας σε αυτόν τον δρόμο είναι οι αμερικανικές εκλογές.
Μια εκλογή Τραμπ θα μπορούσε ενδεχομένως να δώσει την αίσθηση στην Τουρκία ότι μειώνεται το κόστος μιας παρατεταμένης σύγκρουσης με την Ελλάδα. Κι ως εκ τούτου να την κάνει να πιστέψει ότι τα χέρια της είναι ξανά ελεύθερα.
Δεν το βρίσκω πολύ πιθανό (όχι τη νίκη του Τραμπ, τα ελεύθερα χέρια…), αλλά ποτέ δεν μπορείς να προεξοφλήσεις μια Τουρκία που ζει σε παρατεταμένη και υπερφίαλη ηγεμονική φαντασίωση.
Και τότε προφανώς θα διαψευστούν οι ευχές της «Κυρίας Μητέρας» Λετίσια στο πιτς φιτίλι.