Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 ένα από τα παλαιότερα και ισχυρότερα κόμματα της Γαλλίας, η SFIO, κατέληξε πλήρως αποδυναμωμένο κι απαξιωμένο.
SFIO είναι τα αρχικά του «Γαλλικό Τμήμα της Εργατικής Διεθνούς».
Με αυτό το όνομα πολιτεύονταν οι Γάλλοι Σοσιαλιστές από το 1905 και το διατήρησαν μετά το 18ο Συνέδριο στην Τουρ (1920) όταν οι σοβιετόφιλοι αποσχίστηκαν και ίδρυσαν το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Οι Σοσιαλιστές παρέμειναν ισχυροί για δεκαετίες ακόμη, παρά τις διασπάσεις, τις συγκρούσεις και τους καβγάδες τους.
Εβγαλαν πρωθυπουργούς, προέδρους και μετείχαν σε πολλές κυβερνήσεις προπολεμικά και μεταπολεμικά. Πρωταγωνίστησαν στην αυτοδιοίκηση και τα συνδικάτα.
Στην προεδρική εκλογή του 1969 όμως ο υποψήφιος της SFIO και δήμαρχος της Μασσαλίας Γκαστόν Ντεφέρ πήρε με το ζόρι 5,01% και αποκλείστηκε από τον δεύτερο γύρο. Ηταν το ναδίρ. Το τέλος.
Λίγους μήνες αργότερα η SFIO μετονομάστηκε σε «Νέο Σοσιαλιστικό Κόμμα» και άλλαξε γραμματέα από τον Γκι Μολέ στον Αλάν Σαβαρί.
Πολλοί θεωρούσαν πως μετά τον «Μάη του ’68» και τον αριστερό ριζοσπαστισμό του οι σοσιαλιστές ήταν ένα ξεπερασμένο και παλαιωμένο πολιτικό είδος, καταδικασμένο να εκλείψει.
Πάμε στη συνέχεια. Το Επιναί-συρ-Σεν είναι μια αδιάφορη κωμόπολη κοντά στο Παρίσι όπου ποτέ δεν έχει συμβεί τίποτα.
Το 1971 όμως φιλοξένησε στο κλειστό γυμναστήριό του το 3ο Συνέδριο του «Νέου Σοσιαλιστικού Κόμματος» στο οποίο πήραν μέρος και κάποιοι από τους απομακρυσμένους, απογοητευμένους, τσακωμένους ή διασπασμένους του παρελθόντος.
Τρόπον τινά, μια ευρύτερη οικογενειακή σύναξη των ξεπερασμένων σοσιαλιστών σε αναζήτηση κάποιας στέγης.
Από αυτό το Συνέδριο, μέσα από ακατάληπτες κινήσεις και συμφωνίες παρασκηνίου, αναδείχθηκε στην ηγεσία ο Φρανσουά Μιτεράν. Οπως είχε γραφεί τότε «μπήκε στο Συνέδριο ενός κόμματος του οποίου δεν ήταν καν μέλος και βγήκε γραμματέας του».
Περιττό να σημειώσω ότι ο Μιτεράν ήταν περίπου τόσο σοσιαλιστής, όσο και αρχηγός των Απάτσι.
Αλλά υπό την ηγεσία του το Σοσιαλιστικό Κόμμα ανανεώθηκε, έγινε για πολλά χρόνια το πρώτο κόμμα της Γαλλίας κι έζησε μια δεύτερη λαμπρή ιστορία έως το 2017.
Στη συνέχεια και πιο πρόσφατα υπέστη εκ νέου το μαρτύριο των ασήμαντων ποσοστών υπό την ηγεσία ασήμαντων προσώπων. Στις δύο τελευταίες προεδρικές οι υποψήφιοί του πήραν 6,36% (2017) και 1,74% (2022). Για κλάματα.
Νομίζω πως όλοι καταλάβατε γιατί τα διηγούμαι αυτά. Οχι φυσικά για τους Γάλλους Σοσιαλιστές αλλά για το ΠαΣοΚ.
Μπορεί άραγε ένα κόμμα που απαξιώθηκε να διεκδικήσει μια δεύτερη ζωή;
Δύο παρατηρήσεις.
Παρατήρηση πρώτη, η πολιτική είναι αυτοτελής διαδικασία. Ούτε ξαναγράφει, ούτε παραγράφει, ούτε αντιγράφει.
Συνεπώς ο καθένας φτιάχνει από την αρχή μια δική του ιστορία και βλέπουμε.
Παρατήρηση δεύτερη. Ωραίες οι ιδέες, ωραίες και οι αναμνήσεις. Αλλά στη δημοκρατία πρέπει να βρεις κάποιους να σε ψηφίζουν.
Κατά προτίμηση περισσότερους από όσους ψηφίζουν τους απέναντι.
Συνεπώς υπάρχει ένα ζήτημα αυτοπροσδιορισμού κι ένα ζήτημα μεγέθους. Πρώτα προσδιορίζεις ποιος είσαι και τι θέλεις. Υστερα ψάχνεις εκείνους που θα συμφωνήσουν με αυτό που είσαι και αυτό που θέλεις.
Από τις απαντήσεις στα συγκεκριμένα ερωτήματα (κι από κανέναν Μητσοτάκη ή Κασσελάκη) εξαρτάται αν το ΠαΣοΚ θα αποκτήσει μια δεύτερη ζωή.
Εως τώρα οι απαντήσεις είναι ασθενείς, απροσδιόριστες, και γι’ αυτό ίσως οι επιδόσεις είναι χαμηλές, ασαφείς.
Μου κάνει εντύπωση πως και οι επτά υποψήφιοι για την αρχηγία του μιλούν όλοι για το ΠαΣοΚ (όπως το προσδιορίζει ή το θέλει ο καθένας) ή για την αναγέννηση του ΠΑΣΟΚ ή για την ανασύσταση του ΠΑΣΟΚ, αλλά κανείς δεν μιλάει για τη χώρα.
«Μπορείς να φανταστείς την Ελλάδα χωρίς ΠαΣοΚ;» αναρωτιέται ο εκ των υποψηφίων δήμαρχος Αθηναίων. Μόνο που δεν είναι αυτό το ερώτημα. Αλλωστε το ΠαΣοΚ είναι πολιτικός οργανισμός, δεν είναι εθνικό κειμήλιο.
Ο εν ενεργεία πρόεδρος του ΠαΣοΚ έχει επιχειρήσει από την αρχή να τοποθετήσει το κόμμα του στη «σοσιαλδημοκρατία». Ιστορικά είναι μια προφανής απάντηση.
Αλλά κανείς δεν έχει απαντήσει στο αμέσως επόμενο ερώτημα.
Τι είναι και τι σημαίνει αυτή η «σοσιαλδημοκρατία» στην Ευρώπη το έτος 2024; Οι γεννήτορες του είδους Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες δεν βρήκαν την ψήφο τους στις τοπικές εκλογές την περασμένη Κυριακή.
Φυσικά αν η Σοσιαλδημοκρατία περνάει κρίση, γι’ αυτό δεν φταίει το ΠαΣοΚ, ούτε θα ζητήσουμε τα ρέστα από τον Ανδρουλάκη. Αλλά είναι ένα ζήτημα το οποίο δεν μπορεί να μείνει έξω από την απάντηση.
Και το οποίο θα λυθεί μόνο από την κοινωνία μέσα στη ζωή. Από κανένα Συνέδριο και καμία Κεντρική Επιτροπή.
Αντιστρέφουμε λοιπόν το ερώτημα. Δεν ψάχνουμε τι κοινωνία θέλει ή ονειρεύεται το ΠαΣοΚ και οι υποψήφιοι αρχηγοί του, ούτε αν φανταζόμαστε την Ελλάδα χωρίς κάποιους στη Χαριλάου Τρικούπη.
Ψάχνουμε τι ΠαΣοΚ χρειάζεται και θέλει η κοινωνία.
Σε τελευταία ανάλυση η κοινωνία δεν έχει μείνει ούτε στη δεκαετία του ’80, ούτε στη δεκαετία του ’90, και δεν αρκείται σε ένα ειλικρινές ενδιαφέρον για το ΕΣΥ ή το δημόσιο Πανεπιστήμιο.
Για να κερδίσει λοιπόν το ΠαΣοΚ μια «δεύτερη ζωή» χρειάζεται να εφεύρει έναν «δεύτερο εαυτό».
Ο οποίος αφού τιμήσει την «3η του Σεπτέμβρη», τον Ανδρέα Παπανδρέου κι όποιον άλλο διαλέξει το ακροατήριο, θα απευθυνθεί σε σημερινούς ανθρώπους για τα σημερινά τους προβλήματα με σημερινές προτάσεις και σημερινές λύσεις.
Φαντάζει αυτονόητο. Αλλά δεν είναι.
Και γι’ αυτό άλλωστε τα ιστορικά κόμματα σπανίως έχουν «δεύτερη ζωή». Χωρίς αυτό να σημαίνει πως ένα «δεύτερο ΠαΣοΚ» δεν δικαιούται να τη διεκδικήσει.