Τον Ιούλιο του 1958 κυκλοφόρησε μία από τις ωραιότερες κωμωδίες του ιταλικού νεορεαλισμού. Ηταν ένα αριστούργημα του Μάριο Μονιτσέλι που παίχτηκε με τον ελληνικό τίτλο «Ο κλέψας του κλέψαντος».
Πρωταγωνιστούσε όλη η Α’ Εθνική του ιταλικού κινηματογράφου: Βιτόριο Γκάσμαν, Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, Κλάουντια Καρντινάλε, Ρενάτο Σαλβατόρι και ο αξεπέραστος Τοτό.
Με λίγα λόγια είναι η ιστορία μιας συμμορίας μικροκακοποιών στη Ρώμη που σε εναλλασσόμενους ρόλους απατεώνων και εξαπατημένων οργανώνουν το «μεγάλο κόλπο» που καταλήγει σε απόλυτο φιάσκο.
Τηρουμένων των αναλογιών και χωρίς το ιταλικό χιούμορ ή κάστινγκ είναι η υπόθεση Novartis στα δικά μας.
Και εδώ είχαμε διάφορους μικροαπατεώνες που ισχυρίστηκαν ότι εξιχνίασαν «το μεγαλύτερο σκάνδαλο από συστάσεως ελληνικού κράτους» (Δ. Παπαγγελόπουλος, 5/3/2018).
Ενα υποτιθέμενο σκάνδαλο όμως που αποδείχτηκε τελικά ότι ήταν «η πρώτη οργανωμένη προσπάθεια κατάλυσης της δημοκρατίας και εξόντωσης πολιτικών αντιπάλων» (Γ. Φλωρίδης, Σκάι FM, 15/7).
Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες που είναι ήδη γνωστές.
Ούτε θα ερμηνεύσω την απολύτως δυσεξήγητη επιείκεια της Δικαιοσύνης για τους εμπλεκομένους στο φιάσκο.
Η υπόθεση όμως είχε τρία σκέλη:
– Πρώτον, μια έρευνα στις ΗΠΑ και τρεις (δύο αργότερα) «προστατευόμενους μάρτυρες» που θεμελίωσαν (υποτίθεται) το κατηγορητήριο.
– Δεύτερον, μια ομάδα δικαστικών που λειτούργησαν καταφανώς υπό την επιρροή της τότε κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και συνέδεσε την αμερικανική έρευνα με την ελληνική πολιτική.
– Τρίτον, δέκα πολιτικούς της τότε αντιπολίτευσης που κατηγορήθηκαν ή ελέγχθηκαν άδικα και άπαντες είδαν τις υποθέσεις τους να μπαίνουν στο αρχείο.
Εξι χρόνια αργότερα ο τότε πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας παραδέχτηκε ότι η διαχείριση ήταν «ατυχής» διότι «βάλαμε στο ίδιο τσουβάλι ανθρώπους που είχαν εμπλοκή με ανθρώπους που δεν είχαν καμία εμπλοκή» (2/3/2024). Ούτε οι πρώτοι πάντως βρέθηκαν ποτέ.
Αυτή ήταν συνοπτικά η εξέλιξη. Η οποία αναζωπυρώθηκε επειδή οι «προστατευόμενοι μάρτυρες» και ο δικηγόρος τους φέρονται να εισέπραξαν 56 εκατ. δολάρια για την κατάθεσή τους στις ΗΠΑ («Πρώτο Θέμα», 14/7).
Γεγονός που αν ήταν αληθές θα απέκλειε αυτομάτως την ανακύκλωσή τους σε καθεστώς προστασίας μαρτύρων στην Ελλάδα που ακολούθησε.
Αποδεικνύεται δηλαδή ότι το φιάσκο ήταν αποτέλεσμα μιας οργανωμένης σκευωρίας. Η οποία όμως στηρίχτηκε σε μια αναπόδεικτη μούφα.
Οι αντιδράσεις ποικίλλουν. Με εντονότερες όσων (Α. Σαμαράς, Αν. Λοβέρδος, Ι. Στουρνάρας, Α. Γεωργιάδης) ζητούν να αποκαλυφθούν επιτέλους οι ταυτότητες των κουκουλοφόρων ώστε να υποστούν τα επιτίμια της κομπίνας που έστησαν ή στην οποία απλώς συνέπραξαν με το αζημίωτο.
Λογικό. Οι άνθρωποι ταλαιπωρήθηκαν αναιτίως.
Αλλά εξίσου έντονες είναι οι αντιδράσεις και εκείνων που ζητούν να διατηρηθεί η προστασία των μαρτύρων και να διαφυλαχθεί η ανωνυμία τους. Ακόμη και τώρα που κατέπεσε όλο το στήσιμο.
Παράλογο. Με ποια λογική προστατεύεται μόνο ο «καταγγέλλων» και όχι ο «καταγγελλόμενος» όταν αποδεικνύεται ότι η καταγγελία ήταν σκόπιμη διαβολή;
Σε αυτές τις δεύτερες αντιδράσεις μάλιστα μετέχει και το κόμμα (ΣΥΡΙΖΑ) που επιχείρησε να εκμεταλλευθεί την ιστορία παρόλο που ο πρώην αρχηγός του έχει παραδεχτεί το λάθος και ο σημερινός δεν είχε καμία συμμετοχή σε αυτό.
Γιατί λοιπόν να μην αποκαλυφθούν οι μάρτυρες αν χαίρουν παρανόμως της προστασίας όταν οι μαρτυρίες τους (ούτως ή άλλως) δεν βοήθησαν σε κάτι πέρα από το στήσιμο μιας σκευωρίας που κατέπεσε;
Ομολογώ ότι το πράγμα αρχίζει να θυμίζει όλο και περισσότερο σενάριο ιταλικής ταινίας.
Και για να είμαι ειλικρινής, μόνο δύο ερμηνείες μπορώ να βρω:
Πρώτον, ότι ο κύκλος των εμπλεκομένων στην «επιχείρηση Novartis» (το «επιχείρηση» με τη διπλή έννοια του όρου, παρακαλώ, του σχεδίου και της μπίζνας) ήταν πολύ ευρύτερος, ίσως και σπουδαιότερος από τον κατονομαζόμενο.
Αυτό πιθανώς να εξηγεί και τη δυσεξήγητη δικαστική επιείκεια για όσους ενεπλάκησαν σε διάφορα επίπεδα και την έβγαλαν παραδόξως καθαρή.
Δεύτερον, ότι στο κόμμα της σημερινής αξιωματικής αντιπολίτευσης υπάρχει μια ομάδα που είχε πολύ πιο ενεργό και ουσιαστικό ρόλο στο στήσιμο της υπόθεσης από όσο φάνηκε σε πρώτη ματιά.
Αυτοί τη γλίτωσαν φτηνά έως τώρα και καταφανώς δεν θα ήθελαν να ανακυκλωθεί μια υπόθεση που θα μπορούσε να τους τσουρουφλίσει. Τώρα προσπαθούν να εκμαιεύσουν την προστασία των υπολοίπων.
Δυσκολεύομαι να επιλέξω μία από τις δύο ερμηνείες. Αλλωστε, η λύση είναι απλή: follow the money. Πενήντα έξι εκατομμύρια είναι αυτά, κάπου θα βγάλουν.
Αναρωτιέμαι λοιπόν μήπως πρέπει να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω και να ξετυλίξουμε το νήμα από εκεί που είχε μείνει. Στη δυσεξήγητη δικαστική επιείκεια.
Είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς πώς η ελληνική Δικαιοσύνη προσπέρασε τόσο χαλαρά την υπόθεση των «προστατευόμενων μαρτύρων». Αλλά και πώς δεν υπήρξαν αντιδράσεις για αυτή τη χαλαρότητα μέσα και από την ίδια τη Δικαιοσύνη.
Θυμάμαι πως όταν όλοι σχεδόν οι εμπλεκόμενοι (εντός και εκτός δικαστικού σώματος) είχαν βγει λάδι, ρώτησα έναν ανώτατο κυβερνητικό παράγοντα τι νομίζει ότι συνέβη.
– Ελα μωρέ, μου απάντησε, οι δικογραφίες των πολιτικών πήγαν στο αρχείο, ο ΣΥΡΙΖΑ καταποντίστηκε, η υπόθεση πλέον έκλεισε από μόνη της και τέλος. Τι νόημα έχει να την ανακυκλώνουμε στο διηνεκές;
Κατάλαβα. Αν θεωρεί κανείς πως δεν υπάρχει πια ζήτημα παρά μόνο κάποιο αποτυχημένο πολιτικό κόλπο, καλώς να κλείσει. Πάμε παρακάτω.
Αν όμως κάποιοι πιστεύουν ότι στη δημοκρατία δεν είναι θεμιτή, ούτε ανεκτή, η χρήση της Δικαιοσύνης για την εξυπηρέτηση πολιτικών μεθοδεύσεων, δικαιούνται να θεωρούν ότι τίποτα δεν έχει κλείσει.
Διότι εδώ δεν έχουμε πλέον ένα ζήτημα Δικαιοσύνης.
Αλλά ένα ζήτημα δημοκρατίας, το οποίο κανένα ιταλικό σενάριο δεν μπορεί να διασκεδάσει.