Στην επικείμενη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στην Ουάσιγκτον (9-11 Ιουλίου 2024) η Ελλάδα θα πρέπει να καταστήσει σαφέστατες τις εθνικές θέσεις της και τις πραγματικές «κόκκινες γραμμές» της σε ορισμένα κρισιμότατα ζητήματα.

Το πρώτο ζήτημα αφορά στην κατάφωρα αντισυμμαχική στάση της Τουρκίας, η οποία όχι απλώς υιοθέτησε αμέσως και έσπευσε να ανακοινώσει στη διεθνή κοινότητα εν είδει «εκπροσώπου Τύπου της Χεζμπολάχ» τις ανυπόστατες κατηγορίες περί εμπλοκής της Κυπριακής και της Ελληνικής Δημοκρατίας (δια της παροχής εδαφικών διευκολύνσεων) στις επιχειρήσεις του Ισραήλ κατά της τρομοκρατικής οργάνωσης Χαμάς, αλλά και προειδοποίησε για επικείμενες επιθέσεις της Χεζμπολάχ εναντίον της Κυπριακής και της Ελληνικής Δημοκρατίας.

Το χειρότερο, βεβαίως, δεν είναι αυτές καθ’ αυτές οι απειλές της Χεζμπολάχ (δια στόματος μάλιστα του ίδιου του Τούρκου Υπ.Εξ. Χακάν Φιντάν) κατά της Κυπριακής και της Ελληνικής Δημοκρατίας, αλλά η αίσθηση (αν όχι η βεβαιότητα) ότι η Τουρκία στοχοποίησε την Κυπριακή και την Ελληνική Δημοκρατία κατασκευάζοντας και παρέχοντας ψευδή στοιχεία περί δήθεν εμπλοκής του Ελληνισμού στη σύγκρουση του Ισραήλ με την τρομοκρατική οργάνωση Χαμάς. Σημειωτέον ότι η επίσημη θέση της Ελληνικής Κυβέρνησης, στο πνεύμα πάντοτε της «Διακήρυξης των Αθηνών», είναι ότι «διαλεγόμαστε με την Τουρκία σε καλό κλίμα, με θετική ατζέντα και με ήρεμα νερά στο Αιγαίο με σκοπό την ειρηνική επίλυση των διαφορών μας»…

Το δεύτερο ζήτημα αφορά στην απολύτως παράνομη και άκρως προκλητική συμπεριφορά της Αλβανίας έναντι της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ο Αλβανός πρωθυπουργός Έντι Ράμα ύστερα από μία δίκη, η οποία στηρίχθηκε σε κατασκευασμένες και αβάσιμες κατηγορίες, εξακολουθεί να κρατεί φυλακισμένο τον εκλεγμένο από την Ελληνική Εθνική Μειονότητα της Β. Ηπείρου Δήμαρχο Χιμάρας, ο οποίος είναι πλέον και εκλεγμένος ευρωβουλευτής της Ελληνικής Δημοκρατίας! Παράλληλα, το αλβανικό κράτος υπό τον μανδύα της «απογραφής» επιχειρεί αρχικά να συρρικνώσει και εν συνεχεία να εξαφανίσει οριστικά την Ελληνική Εθνική Μειονότητα της Β. Ηπείρου, η οποία ούτως ή άλλως επί δεκαετίες (και, φευ, με την ανοχή της Ελληνικής Δημοκρατίας) στερείται βάναυσα όχι μόνον το κράτος δικαίου, αλλά και τα στοιχειώδη απορρέοντα από το Διεθνές Δίκαιο ανθρώπινα δικαιώματά της.

Το τρίτο ζήτημα αφορά στην εμπρηστικότατη στάση της νέας Προέδρου και του νεοεκλεγέντος πρωθυπουργού της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας (Γκορντάνα Σιλιάνοφσκα και Χριστιάν Μίτσκοσκι αντιστοίχως) αναφορικά με τη «Συμφωνία των Πρεσπών». Η πολιτική ηγεσία της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας όχι απλώς παραβιάζει κατάφωρα και εν πλήρει συνειδήσει τους όρους της «Συμφωνίας των Πρεσπών» καταργώντας στην πράξη την erga omnes συνταγματική ονομασία της χώρας, αλλά και επαναφέρει την ανιστόρητη αλυτρωτική προπαγάνδα περί «διωχθέντων Μακεδόνων του Αιγαίου», την οποία είχε επινοήσει το κομμουνιστικό καθεστώς του Τίτο.

Δεδομένων των άριστων και στενότατων σχέσεων (δασκάλου-μαθητή) του Ταγίπ Ερντογάν με τον Έντι Ράμα, είναι προφανές ποιος και γιατί υποθάλπει την αλβανική επιθετικότητα κατά της Ελλάδος. Πιθανότατα, και πίσω από τους παραληρηματικούς εθνικιστικούς λεονταρισμούς της πολιτικής ηγεσίας της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας βρίσκεται το ίδιο «μακρύ χέρι» της Τουρκίας, με απώτερο σκοπό η Ελλάδα είτε να υποχωρήσει σε μία σειρά υπαρξιακών για την ίδια ζητημάτων πιεζόμενη από αρκετές πλευρές (Τουρκία-Αλβανία-Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας) είτε να παρουσιαστεί εντός των κόλπων του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. ως δημιουργός «αναίτιων» ερίδων και συγκρούσεων. Στο πνεύμα αυτό η Ελλάδα θα υπαχθεί στη λογική «ή του λύκου ή του μαχαιριού»…

Σε κάθε περίπτωση, κάποιος πρέπει επιτέλους να υπενθυμίσει στην Τουρκία ότι ως κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ δεν μπορεί να υπονομεύει την ασφάλεια και να απειλεί ένα κράτος-μέλος της Συμμαχίας για λογαριασμό μάλιστα μιας τρομοκρατικής οργάνωσης! Κάποιος πρέπει επίσης να υπενθυμίσει στην Αλβανία και στη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας ότι απολαμβάνουν την ασφάλεια που συνεπάγεται η ιδιότητα του κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ χάρη στη συναίνεση της Ελλάδος (το 2009 και το 2023 αντιστοίχως)! Ιδιαιτέρως δε σε ό, τι αφορά στην Αλβανία, κάποιος θα πρέπει να υπενθυμίσει στην πολιτική της ηγεσία ότι η ευρωπαϊκή της προοπτική εξαρτάται απολύτως από τη βούληση της Ελλάδος…

Βεβαίως, θα πρέπει και η πολιτική ελίτ των Αθηνών να αντιληφθεί ότι το «κλίμα συναίνεσης» τόσο εντός των Διεθνών Οργανισμών, στους οποίους μετέχει και η Ελλάδα, όσο και στις διακρατικές μας σχέσεις πρέπει να αποτελεί επιδίωξή μας, μόνον εάν και εφόσον αυτό διασφαλίζει και υπηρετεί το εθνικό μας συμφέρον. Το να προσφέρουμε μεγαλόψυχα τα πάντα στους πάντες, στηριζόμενοι μόνο σε «λόγια του αέρα» και στις αυταπάτες μας, και εν συνεχεία, όταν διαψευδόμαστε παταγωδώς από τις εξελίξεις, να αντιδρούμε ψελλίζοντας ότι μας εξαπάτησαν και ότι θα πάψουμε να τους προσφέρουμε και άλλα, είναι όχι απλώς αναποτελεσματικό και προσβλητικό, αλλά και αυτοκαταστροφικό. Πόσες φορές άραγε θα πρέπει να υποπέσουμε στο ίδιο σφάλμα, για να μάθουμε;

Ο κύριος Κωνσταντίνος Παΐδας είναι Καθηγητής στο ΕΚΠΑ.