Να δούμε τα πράγματα από την αρχή μήπως καταλάβουμε τι συνέβη.
Και η πρώτη διαπίστωση είναι αρκετά απλή. Το ακροδεξιό κόμμα της Μαρίν Λεπέν κέρδισε τις εκλογές κι ίσως αύριο κερδίσει και την κυβέρνηση με μια ατζέντα που δεν είχε τίποτα το «ακροδεξιό».
Τα τρία θέματα πάνω στα οποία έκανε καμπάνια ήταν «η αγοραστική δύναμη, η ασφάλεια και η μετανάστευση». Δεν χρειαζόταν να έχεις υπηρετήσει στα Waffen SS για να καταλάβεις ότι μιλούμε για ένα τρίπτυχο θεμάτων που έχει πραγματική απήχηση στη γαλλική κοινωνία («Le Nouvel Obs», 20/6).
Την ώρα όμως που αυτοί απευθύνονταν όπως απευθύνονταν στην κοινωνία τι βρήκαν απέναντί τους;
* Ενα αποδυναμωμένο και αποθαρρυμένο Κέντρο που ήταν το προσωπικό δημιούργημα του Μακρόν και αποδείχτηκε ότι δεν ήταν τίποτα περισσότερο.
* Μια σύναξη γηραλέων κι αλλοπρόσαλλων αριστερών που ονειρεύονταν ότι πολεμούσαν τον «φασισμό» μέσα από ένα «Νέο Λαϊκό Μέτωπο».
Παρεμπιπτόντως ούτε η επίκληση είναι ευτυχής. Τα «Λαϊκά Μέτωπα» (η ιδέα γεννήθηκε από μια κωλοτούμπα του Στάλιν τη δεκαετία του ’30…) δεν έφεραν και μεγάλες επιτυχίες στους δημιουργούς τους.
Το γαλλικό «Λαϊκό Μέτωπο» του Λεόν Μπλουμ κέρδισε τις εκλογές του 1936 και διαλύθηκε άδοξα το 1938. Την ίδια εποχή το ισπανικό «Λαϊκό Μέτωπο» πυροδότησε τον εμφύλιο και την έλευση του Φράνκο (1936 – 1939). Ενώ το χιλιανό «Λαϊκό Μέτωπο» άνοιξε τον δρόμο για την επέμβαση του στρατού και το πραξικόπημα του Πινοτσέτ (1973).
Δεν το λες και success story!
Αλλά ας επιστρέψουμε στον 21ο αιώνα. Η Λεπέν κέρδισε τις εκλογές γιατί απευθύνθηκε στη γαλλική κοινωνία με όρους γαλλικής κοινωνίας. Εστω κι αν αυτά που είπε δεν αρέσουν σε όλους ή τουλάχιστον υπερβαίνουν τα καθιερωμένα μιας «ανεκτικής και συμπεριληπτικής δημοκρατίας».
Εκανε δηλαδή ακριβώς το αντίθετο από τους πρώην πρωθυπουργούς Σαμαρά και Καραμανλή.
Την επόμενη μέρα από την εκλογική επιτυχία της Λεπέν, οι δύο «πρώην» εμφανίστηκαν μαζί στο Πολεμικό Μουσείο και εξαπέλυσαν μια σφοδρή επίθεση στον Πρωθυπουργό και την κυβερνητική πολιτική (1/7).
Κάτι που αποτελεί προφανώς δικαίωμα και επιλογή τους, αν και σε καμία στιγμή δεν έγινε σαφές το κίνητρο, η σκοπιμότητα κι ακόμη λιγότερο οι στόχοι τους.
Προφανώς τα δύο γεγονότα δεν συνδέονται μεταξύ τους, πέρα ίσως από την πανομοιότυπα ισοπεδωτική κριτική του Μητσοτάκη (από τους «πρώην») και του Μακρόν (από τη Λεπέν και τους δικούς της).
Αλλά με μια ουσιαστική διαφορά. Η Λεπέν απευθύνθηκε στη γαλλική κοινωνία και για θέματα που αφορούν τη γαλλική κοινωνία.
Αντιθέτως οι «πρώην» θύμισαν περισσότερο παλαιούς γυμνασιάρχες που επιπλήττουν μαθητές με πρώτο τον καλύτερο της τάξης επειδή δεν εισακούει τις ανησυχίες τους και κυρίως δεν ακούει τους ίδιους.
«Ημουν, είμαι και θα είμαι παρών» κατέληξε αν και μη ερωτώμενος ο Σαμαράς. Παρόλο που (όπως είπε) «ανησυχεί βαθιά».
Και με μια δεύτερη ουσιαστική διαφορά. Οι Γάλλοι ψηφίζουν σε βουλευτικές εκλογές για να βγάλουν κυβέρνηση και το κόμμα του Μακρόν βγήκε τρίτο, κάπου 12 μονάδες πίσω από τη Λεπέν.
Οι Ελληνες ψήφισαν σε ευρωεκλογές που είχαν ελάχιστο νόημα και παρ’ όλ’ αυτά ο Μητσοτάκης νίκησε με 14 μονάδες από τον δεύτερο.
Και η αποχή; Το 50,3% όσων δεν ψήφισαν λέει ότι δεν ψήφισαν για «πρακτικούς λόγους», δηλαδή ότι δεν θεώρησαν τόσο σημαντικό να πάνε να ψηφίσουν (GPO, Star, 20/6).
Ολα λοιπόν τα συμπεράσματα και οι ερμηνείες που επιστρατεύτηκαν στη ρητορική των «πρώην» είναι ελαφρώς βιαστικά και μετέωρα.
Παρ’ όλ’ αυτά δεν πρέπει να προσπεράσουμε τη γενική αίσθηση ότι η Ευρώπη «στρίβει δεξιά». Είτε αυτό αφορά τη Λεπέν στη Γαλλία, είτε υποκινεί το ενδιαφέρον των πρώην πρωθυπουργών στην Ελλάδα.
Και φυσικά κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την εκλογική αριθμητική. Τι σημαίνει όμως πρακτικά;
Οτι η Ακροδεξιά είναι της μόδας και πρέπει να γίνουμε όλοι ακροδεξιοί;
Ή μήπως ότι αυτό που την τροφοδοτεί δεν είναι ότι θέλει να ξανανοίξει το Αουσβιτς αλλά ότι προσεγγίζει πραγματικά προβλήματα του κόσμου, έστω κι από λάθος γωνία;
Για να επιστρέψω λοιπόν στην αρχική παρατήρηση για την επιτυχία της Λεπέν στις γαλλικές εκλογές. Ποιος αμφιβάλλει πως η έγνοια των ανθρώπων στρέφεται πρωτίστως στην «αγοραστική δύναμη», τα εισοδήματα και την ακρίβεια;
Ποιος υποτιμά την ασφάλεια και το αίσθημα ασφάλειας στη ζωή των ανθρώπων;
Και ποιος νομίζει ότι οι χιλιάδες παράνομοι και μη μετανάστες είναι καλοδεχούμενοι στις ευρωπαϊκές κοινωνίες;
Αν λοιπόν η Ευρώπη «στρίβει δεξιά» δεν είναι επειδή ο Μητσοτάκης δεν ακούει τις ανησυχίες του Καραμανλή και του Σαμαρά. Αλλά επειδή χρειάζεται να ακούει περισσότερο τον απλό κόσμο και κυρίως την τάξη των μέσων ανθρώπων που αποτελεί την κοινωνική ραχοκοκαλιά της διακυβέρνησής του.
Διότι κανείς ισχυρός πρωθυπουργός όπως είναι ο Μητσοτάκης δεν απειλείται από την αγωνία και την παρουσία των πρώην του.
Οι πικρίες, η αναζήτηση σημασίας, ακόμη και οι εμμονές αποτελούν ανθρώπινα αισθήματα που αναπόφευκτα μπαίνουν στον λογαριασμό.
Κι ούτε φυσικά ζητάει κανείς από τον Μητσοτάκη να γίνει Λεπέν. Ούτως ή άλλως, δεν νομίζω ότι θα μπορούσε να το κάνει.
Αλλά το ζητούμενο είναι να εντοπίσει τα πραγματικά προβλήματα του κόσμου, να τα ιεραρχήσει και να διαμορφώσει λύσεις που να ανταποκρίνονται.
Τα υπόλοιπα είναι για να τα κουβεντιάζουμε στα μουσεία και τα καφενεία.
Ούτως ή άλλως, το εθνικό μας σπορ είναι το «κάνε με πρωθυπουργό». Στο οποίο ενίοτε επιδίδονται και οι πρώην πρωθυπουργοί.