«Για να αποτραπεί η επανάληψη της τραγωδίας του ολοκαυτώματος στο μέλλον για μένα μοναδικός τρόπος ήταν η Ευρώπη», Σιμόν Βέιλ.

Ήταν Γαλλίδα, Ευρωπαία, Εβραία. Αυτές οι λέξεις ζήτησε να χαραχθούν στο σπαθί, που ήταν μέρος της στολής που φόρεσε όταν έγινε «Αθάνατη», μέλος της γαλλικής Ακαδημίας.

Η Σιμόν Βέιλ (Simone Veil), δικηγόρος, ακτιβίστρια, πολιτικός, διακρίθηκε για το έργο και τη δράση της σε τρεις διαφορετικούς τομείς με το ίδιο πάθος και αφοσίωση. Αγωνίστηκε σθεναρά για τη διατήρηση της μνήμης του ολοκαυτώματος, άνοιξε δρόμους για την προάσπιση των δικαιωμάτων των γυναικών και πρωτοστάτησε στη συμφιλίωση Γαλλίας – Γερμανίας και την προώθηση του οράματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Τρεις τομείς πολιτικής δράσης που εκ πρώτης όψεως μοιάζουν ασύνδετοι, μια πιο διεισδυτική όμως ματιά θα μας κάνει να κατανοήσουμε ότι και οι τρεις συνυφαίνονται από το ίδιο νήμα, της εμπέδωσης των αρχών της Δημοκρατίας, της ειρήνης, της μηδενικής ανοχής στις διακρίσεις και τα στερεότυπα.

Η Σιμόν Γιάκομπ γεννήθηκε στις 13 Ιουλίου του 1927 από Εβραίους γονείς στη Νίκαια της Γαλλίας. Συνελήφθηκε μαζί με την οικογένεια της το 1944 και εκτοπίστηκαν στο κολαστήριο του Άουσβιτς. Οι γονείς και ο αδερφός της εξοντώθηκαν από τους Ναζί, ενώ η ίδια και οι δύο αδερφές της κατάφεραν να επιζήσουν.

Μετά την απελευθέρωση η Σιμόν παντρεύεται τον επιχειρηματία Αντουάν Βέιλ, σπουδάζοντας παράλληλα νομικά και πολιτικές επιστήμες.

Αφού εξάσκησε για χρόνια τη δικηγορία, το 1956 εισήχθη στην Εθνική Σχολή Δικαστών και στη συνέχεια διορίστηκε ως ανώτατο στέλεχος στην εθνική διοίκηση Σωφρονιστικών Υποθέσεων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, έχοντας την ευκαιρία να συνεργαστεί με αρκετούς Υπουργούς, συμπεριλαμβανομένου του Φρανσουά Μιτεράν. Ήταν υπεύθυνη για τις δικαστικές υποθέσεις και τις συνθήκες διαβίωσης στις γυναικείες φυλακές καθώς και για την ιατρική θεραπεία των φυλακισμένων γυναικών. Δε δίσταζε να σταματήσει τις διακοπές της, προκειμένου να διαπιστώσει η ίδια τις συνθήκες διαβίωσης σε μια φυλακή.

Η αθόρυβη βοηθός των αδυνάμων όμως ήθελε μια ενεργή πολιτική θέση, προκειμένου να παλέψει για την άρση των διακρίσεων και την έμπρακτη κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων και για τους πλέον ευάλωτους, τους κρατούμενους. Έτσι το 1964 παραιτείται από τη θέση της για να γίνει διευθύντρια πολιτικών υποθέσεων, θέση από την οποία βελτίωσε τα δικαιώματα και το καθεστώς κράτησης των γυναικών. Κατάφερε να πετύχει το δικαίωμα υιοθεσίας από μια μόνη γυναίκα, καθώς και να διαμορφώσει τις συνθήκες για την ισότητα των γονέων στο οικογενειακό Δίκαιο. Το 1970 ήταν η πρώτη γυναίκα που ορίστηκε γενική γραμματέας του Συμβουλίου του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Η ευκαιρία για την ενεργή εμπλοκή της με την πολιτική παρουσιάστηκε το 1974, όταν ο Πρόεδρος Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εσταίν (Valéry Giscard d’Estaing) της προτείνει να γίνει Υπουργός Υγείας. Εισηγείται τη θέσπιση του πρώτου αντικαπνιστικού νόμου στους δημόσιους χώρους. Ο αγώνας της για την επίτευξη της κοινωνικής χειραφέτησης της γυναίκας συνεχίζεται με μεγαλύτερη ένταση και αποτελεσματικότητα. Εισήγαγε νόμο για τη διευκόλυνση της πρόσβασης στην αντισύλληψη για όποια γυναίκα το επιθυμούσε. Ήταν το μακρινό 1975 όταν εισήχθη στο γαλλικό κοινοβούλιο ο γνωστός μέχρι και σήμερα ως «νόμος Βέιλ», το δικαίωμα της γυναίκας για τεχνητή διακοπή της κύησης. Μεγάλο μέρος της γαλλικής κοινωνίας εξεγείρεται, ενώ η νομιμοποίηση των αμβλώσεων ψηφίζεται τελικά με την υποστήριξη της αριστεράς.

Το 1979 η πολιτική δράση της Βέιλ ξεπερνά τα εθνικά σύνορα, αφού είναι η πρώτη γυναίκα που εκλέγεται Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αλλά και γενικά οποιουδήποτε ευρωπαϊκού θεσμικού οργάνου. Είχε την ευκαιρία να εργαστεί συστηματικά για την εμβάθυνση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος από διάφορες θέσεις μέχρι και το 1993, όπου αποχωρεί από την ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή για να επιστρέψει για δύο χρόνια στη γαλλική κυβέρνηση ως Υπουργός Εσωτερικών και ως Υπουργός Υγείας. Σε αυτό το πλαίσιο, οι πολιτικές της εστιάζονται στην υποστήριξη των μητέρων με μικρά παιδιά, με μέτρα όπως την καθιέρωση της άδειας ανατροφής τέκνου με αποδοχές, τη στήριξη των ατόμων με αναπηρία, καθώς και των ασθενών με HIV.

Από το 2001 έως το 2007 διετέλεσε πρώτη πρόεδρος του Ιδρύματος για τη Μνήμη του Ολοκαυτώματος (Fondation pour la Mémoire de la Shoah).

Το 2005, αν και μέλος του (θεσμικά ουδέτερου) Συνταγματικού Συμβουλίου, επιλέγει να απόσχει από τα καθήκοντα της και πιστή στο ευρωπαϊκό όραμα, ηγείται μιας εθνικής εκστρατείας για τη θέσπιση ενός ενιαίου Συντάγματος για την Ευρώπη.

Η εβραϊκή της καταγωγή, η εξόντωση της οικογένειας της στα στρατόπεδα του θανάτου, τα φρικτά βασανιστήρια που πέρασε η ίδια, δεν την εμπόδισαν να συγχωρέσει: όταν, στα τέλη της δεκαετίας του 80, δικάστηκε στη Γαλλία ο ναζί Κλάους Μπάρμπι, η ίδια έλεγε ότι δεν πρέπει να αναμοχλεύουμε το παρελθόν, αλλά να κοιτάμε προς το μέλλον.

Η Σιμόν Βέιλ πέθανε στις 30 Ιουνίου του 2017 και είναι η Πέμπτη γυναίκα που ετάφη στο Πάνθεον, το μνημείο που η Γαλλία ανέγειρε για να τιμά τους πλέον επιφανείς πολίτες της που έχουν προσφέρει στην ανθρωπότητα.

Η Σιμόν Βέιλ θα μείνει στην Ιστορία ως σύμβολο κοινωνικής προόδου, ειρήνης, αδελφοσύνης και κυρίως ως ύψιστο πρότυπο αλληλεγγύης, συγχώρεσης και ανθρωπισμού.

Ο κύριος Γιώργος Σταμάτης είναι Βουλευτής Επικρατείας της ΝΔ.