Είναι ολοφάνερο ότι στην Ελλάδα λείπουν τα χέρια. Έχει κορμί, έχει ακόμα λίγο μυαλό, στερείται όμως τους βραχίονες και τα δάκτυλα που χρειάζονται για να καρποφορήσει επαρκώς η γη, για να μεταφερθούν κιβώτια, να συναρμολογηθούν εξαρτήματα, να γυρίσουν στρόφιγγες την ώρα που πρέπει.  Έχει ειπωθεί τόσες φορές αυτό ώστε σχηματίστηκε η εντύπωση πως πρόκειται για πάθηση που δεν θεραπεύεται. Εξάλλου, φαίνεται πως έστω και μισοανάπηρη η χώρα μπορεί να πορεύεται. Το θέμα είναι πόσο μακριά είναι ικανή να πάει. Ως προς αυτό, δεν υπάρχει αμφιβολία:  μια χώρα στην οποία τα χέρια αδρανούν είναι βέβαιο ότι πάσχει από αναιμία της βούλησης, και χωρίς ακμαία βούληση τίποτα δεν προχωρεί για πολύ.

Όταν το χέρι αποφεύγει να πιάσει το εργαλείο, αυτό δείχνει πως ο νους απέτυχε να του δώσει τη σωστή εντολή. Το πρόβλημα στην Ελλάδα βρίσκεται ακριβώς εκεί. Πάνω από τα όργανα της εκτελεστικής εργασίας δεν υπάρχει ένα καθοδηγητικό μυαλό, αρκετά αποφασισμένο και αρκετά ασκημένο στην πειθώ, για να δώσει κατάλληλες κατευθύνσεις στους υφισταμένους. Τα χέρια μένουν άπραγα επειδή ο νους δεν τα εμπνέει. Και τότε, θα  αντιτείνει κάποιος, πώς αναγγέλλονται τόσα μεγαλεπίβολα έργα στη χώρα, πώς εμφανίζονται τόσες μακέτες και διαφημιστικά σποτ και ψηφιακές προσομοιώσεις για κατασκευές των οποίων η κλίμακα ξεπερνά κάθε προηγούμενο; Ο γιγαντισμός μοιάζει να είναι το μέλλον μας. Αν ισχύουν αυτά που διαφημίζονται, θα ζήσουμε κάτω από τη σκιά όλο και περισσότερων μεγαθηρίων από γυαλί και μπετόν, κάτω από τον βόμβο κολοσσιαίων ανεμογεννητριών και μέσα στις αντανακλάσεις φωτοβολταϊκών απλωμένων στις πάλαι ποτέ πεδιάδες. Θα ζήσουμε  σύμφωνα με το ρυθμό μιας μεγαμηχανής, ρυθμό ο οποίος, όπως και να το κάνουμε, στα σωθικά των Ελλήνων προκαλεί ταραχή.

Έχουν πει πως το κρυφό ιδεώδες της μηχανής είναι το αεικίνητο: να μη σταματά ποτέ η κίνηση, να γυρίζει συνέχεια ο τροχός. Πόση διαφορά με τις ροπές των Ελλήνων! Χειρότερη δυστυχία δεν υπάρχει για αυτούς από το να βρίσκονται ακατάπαυστα πάνω στον τροχό της ζωής, σαν τιμωρημένοι, όπως ο μυθικός Ιξίων. Τι νόημα έχει να δουλεύει κανείς συνεχώς, και να μη σταματά παρά μόνο για να ξαναρχίσει μετά από λίγες ώρες; Είναι αλήθεια ότι για ορισμένους λαούς υπάρχει ένα νόημα σε αυτό. Πίσω από την εργασιακή πειθαρχία των Γερμανών ή των Ιαπώνων η ιστορία έδειξε πως κρυφόκαιγε η επιθυμία για επαύξηση της δύναμής τους. Εργάζονταν όχι απλώς μεθοδικά, εργάζονταν ολοκληρωτικά. Γιατί είχαν ένα κράτος που τους είχε κάνει πιστούς του.Το κράτος για αυτούς τους λαούς ήταν η εσωτερική τάξη που υπηρετούσε τους εξωτερικούς τους σκοπούς. Είχαν σκοπούς στραμμένους προς τα έξω. Εμείς όμως;

Στην Ελλάδα, με εξαίρεση την περίοδο διακυβέρνησής της από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ποτέ δεν ετέθησαν εξωτερικοί σκοποί για τον λαό, ποτέ δεν παρουσιάστηκε ένα σχέδιο που να πείθει πως αν εργασθούμε αποδοτικά στο εσωτερικό, αυτό θα προσπορίσει σε όλους σημαντικά οφέλη αντλημένα από τον διεθνή χώρο. Σήμερα βρισκόμαστε σε αυτό το σημείο. Ανακοινώνεται η εκτέλεση τεράστιων έργων, την ίδια στιγμή που ο πληθυσμός δείχνει απρόθυμος για συνεπή εκτελεστική εργασία. Αλλά δεν πρόκειται μόνο για τους χειρώνακτες. Ακόμα οξύτερο είναι το πρόβλημα στις άλλες κατηγορίες επαγγελμάτων όπου ο κάματος είναι σαφώς λιγότερος. Ποιός διευθυντής δημόσιας υπηρεσίας θα δώσει εντολή στην οποία θα «υπακούσει» ο υφιστάμενος χωρίς να προβάλλει την παραμικρή αντίσταση; Ποιός διευθυντής, ακόμη και σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, θα δώσει οδηγίες τους υπαλλήλους που δεν θα περάσουν αμέσως από το φίλτρο μιας αμφιβολίας, μιας σιωπηρής αμφισβήτησης, μιας ενόχλησης από το γεγονός ότι κάποιο άλλο «εγώ» λέει στο «εγώ μου» τι να κάνει. Όλοι σχεδόν οι διευθύνοντες, σε όλους τους τομείς έχουν να αναφέρουν περιστατικά στα οποία αποδεικνύεται ότι η ιεραρχία στην Ελλάδα μοιάζει σαν ένα παρά φύσιν φαινόμενο, σαν να παραβιάζεται κάποιος νόμος, ριζωμένος στα κύτταρά μας, που λέει ότι αν και δεν έχουν όλοι ίσες γνώσεις και ικανότητες, πάντως διαθέτουν όλοι το «δαιμόνιο της φυλής».

Δεν πρέπει να βασιζόμαστε τόσο στις ικανότητες πρέπει να βασιζόμαστε κυρίως στο δαιμόνιό μας. Αυτό λέει η ψυχή των υφισταμένων προς το μυαλό των προϊσταμένων. Και το λέει με τόση επιμονή ώστε στο τέλος κάθε διευθυντής, κάθε διοικητής, κάθε υπουργός ή και πρωθυπουργός αναγκάζεται να το αποδεχτεί. Αναγκάζεται ,πράγματι, να θυμηθεί πόσες φορές στο παρελθόν η ακαριαία εφευρετικότητά μας δεν επενέβη και μας έβγαλε από δύσκολη θέση. Μπαλώθηκαν τρύπες στο άψε- σβήσε, κουκουλώθηκαν λάθη, διορθώθηκαν βλάβες σε μηχανισμούς.  Το ελληνικό δαιμόνιο δεν είναι άλλο από την οξυδέρκεια και την ετοιμότητα που αναλώνεται στα ελάσσονα. Όταν προκύπτει ένα κώλυμμα, όταν μια σύμπτωση ακινητοποιεί έναν μηχανισμό, τότε ο επινοητικός μας εγκέφαλος βάζει αμέσως ένα στοίχημα με τη δυσκολία. Και συχνά το έχει κερδίσει. Δεν είναι λίγοι οι ξένοι που θαύμασαν αυτή τη σπιρτάδα. Και δεν είναι λίγοι αυτοί που αναρωτήθηκαν γιατί η σπιρτάδα αυτή δεν χρησιμοποιείται πιο συστηματικά. Η απάντηση είναι πώς το δαιμόνιο δεν έχει  τέτοια φύση. Είναι για να αντιδρά. όχι για να δρα. Διαφέρει δηλαδή τόσο από την ιδιοφυία όσο και από το ταλέντο. Η ιδιοφυία ανάβει τη σπίθα. το ταλέντο τη διατηρεί και την εφαρμόζει στην κατάλληλη περίπτωση. Το δαιμόνιο όμως αρνείται να εμπλακεί  σε τόσο απαιτητικές διαδικασίες. Θέλει να επέμβει, να βρει μία λύση της στιγμής και μετά να αφήσει ήσυχο τον άνθρωπο να απολαύσει τη ζωή του.

Το ζήτημα είναι ότι σήμερα δεν προβλέπονται μεγάλα περιθώρια για απολαύσεις. Εμείς μπορεί να τις αναζητούμε, όμως οι άλλοι, μέσα στον παγκόσμιο στίβο, ακολουθούν διαφορετική γραμμή. Και είναι πολύ ισχυρότεροι. Την ώρα που στη χώρα μας οι κυβερνώντες θα πασχίζουν να πείσουν τους κυβερνώμενους για τη φερεγγυότητά τους, οι ιθύνοντες σε κάθε τομέα θα προσπαθούν να συνεννοηθούν με τους κατώτερούς τους, την ώρα που κάθε άτομο θα αισθάνεται εύθικτο και θα ενδιαφέρεται περισσότερο για τα ατομικά δικαιώματα  και τα προσωπικά δεδομένα του παρά για την τύχη ενός συλλογικού ή εθνικού εγχειρήματος, την ώρα αυτή στον πλανήτη τα κοσμοϊστορικά αρπακτικά, τα κράτη εκείνα και οι επιχειρήσεις που βλέπουν τους άλλους σαν λεία, θα ετοιμάζονται πυρετωδώς για νέες εξορμήσεις και  νέους πολέμους. Αν στην Ελλάδα δεν δεχόμαστε εντολές από κανέναν ομοεθνή, αναπόφευκτα θα δεχθούμε, για μια ακόμη φορά, εντολές από ξένους. Θα υποστούμε τις συνέπειες του να μην μπορούμε να εργασθούμε για τον εαυτό μας. Και τελικά θα εργασθούμε  για τους μεγιστάνες  Άραβες και τους Κινέζους, σε αναγκαστική συμφωνία, όπως πάντα, με τους Αμερικανούς. Όσο για τους Ευρωπαίους, με αυτούς θα δοκιμάσουμε για ένα διάστημα να αξιοποιήσουμε τα υπολείμματα του παλαιού «δαιμονίου» μας ώστε να ξεγλιστρήσουμε από προθεσμίες ή  να αποφύγουμε πρόστιμα. Η αναποφασιστικότητά τους μας δίνει το δικαίωμα να παίξουμε ένα ακόμη γύρο παιχνιδιού.

*Βασίλης Καραποστόλης, Ομ. Καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας του ΕΚΠΑ