Η βασική σκέψη του Πρωθυπουργού είναι σωστή. Οι μεγάλες παρατάξεις είναι ευρύχωροι, ζωντανοί και πολυσυλλεκτικοί οργανισμοί. Δεν είναι «μικρές και φοβικές» παρέες που βρίζουν τους περαστικούς.

Ολοι οι καλοί χωρούν.

Και ευτυχώς. Σκεφτείτε τι θα ήταν η σημερινή ΝΔ αν συγκινούσε μόνο τους οπαδούς των Καραμανλήδων ή τους πολιτικούς φίλους του Σαμαρά ή τους θαυμαστές του Μητσοτάκη.

Από την άλλη πλευρά βεβαίως οι παρατάξεις δεν είναι σαν το τουρλού που πάει να φτιάξει ο Κασσελάκης στον ΣΥΡΙΖΑ ανακατεύοντας φύρδην μίγδην Μπελογιάννη, Μπάιντεν, Μακρόνησο και Ανδρέα Παπανδρέου.

Εχουν ιστορικότητα, αρχές, αναφορές και φυσιογνωμία.

Αλλωστε (και για να είμαι ειλικρινής) ποτέ δεν κατάλαβα τι είναι ο «καραμανλισμός» ή ο «παπανδρεϊσμός» ή ο «μητσοτακισμός».

Στη δημοκρατία οι παρατάξεις προσδιορίζονται από την πολιτική κι από την ιστορία. Οχι από οικογένειες και ονοματεπώνυμα. Δεν είμαστε η Αργεντινή του Περόν.

Η δυσκολία του σημερινού Μητσοτάκη και της σημερινής ΝΔ είναι λοιπόν να ισορροπήσουν ανάμεσα στην παράδοση του χθες και τις απαιτήσεις του σήμερα.

Αλλοτε το καταφέρνουν. Αλλοτε όχι. Αλλά το ζητούμενο παραμένει πάντα ίδιο και για όλες τις παρατάξεις. Δεν αλλάζει ανάλογα με τη μετεωρολογική υπηρεσία.

Υποψιάζομαι ότι η χθεσινή συνεδρίαση της ΚΟ της ΝΔ δύσκολα θα εγγραφεί στις χρυσές σελίδες της πολιτικής. Δεν μας έκανε σοφότερους και μου φάνηκε κυρίως διαδικαστική. «Να τα πούμε, να φύγουμε!».

Κυρίως όμως επιβεβαίωσε κάτι που λίγο-πολύ γνωρίζαμε. Πως στη ΝΔ δεν υπάρχει πραγματικός αντίλογος στον Μητσοτάκη.

Κι αυτό είναι καλό και κακό.

Η κυριαρχία του Πρωθυπουργού προσφέρει ασφαλώς σταθερότητα, σιγουριά και ασφάλεια στην παράταξή του. «Ηγετικότητα» για να χρησιμοποιήσω έναν αμφιλεγόμενο όρο.

Ταυτοχρόνως όμως μπορεί να γεννάει και εφησυχασμό, έπαρση ή τσαπατσουλιά.

Ο ίδιος ο Μητσοτάκης σημείωσε χθες ότι «η εμπιστοσύνη των πολιτών κερδίζεται και χάνεται κάθε μέρα». Εύκολα το λες. Δυσκολότερα το υπολογίζεις στην καθημερινότητα.

Σε τελευταία ανάλυση όμως το βασικό πλεονέκτημα του Πρωθυπουργού δεν είναι η απουσία ουσιαστικού αντίλογου. Είναι η έλλειψη πραγματικού αντιπάλου.

Μια ευρεία πλειοψηφία τον προτιμάει για Πρωθυπουργό εδώ και κάποια χρόνια. Κι είναι καταφανές πως δύσκολα θα προκύψει κάποιος αξιόλογος αντίπαλος από το σύστριγγλο που εξελίσσεται στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ΠΑΣΟΚ.

Καλώς ή κακώς, οι πολιτικές ηγεσίες δεν αναδεικνύονται από το ΑΣΕΠ, ούτε από συγκλήτους καθηγητών.

Κι αν δεν υπάρχουν, πολύ δύσκολα θα επινοηθούν στα παρασκήνια για τις ανάγκες του επαγγέλματος.

C’ est la vie, που λέμε και εμείς οι Στεφανουά.