Θέλω να είμαι ειλικρινής. Αν σε περασμένες δεκαετίες της Μεταπολίτευσης κάποιος μας έλεγε ότι κάνουμε ευρωεκλογές με μοναδικό ερώτημα ποιος θα βγει… δεύτερος (!) θα γελούσαν και τα πόμολα.
Αλλά εδώ βρισκόμαστε.
Πρώτα για αντικειμενικούς λόγους.
Ενας χρόνος μετά τις εκλογές Μαΐου και Ιουνίου 2023 είναι μικρό χρονικό διάστημα για να αλλάξουν οι πολιτικοί συσχετισμοί.
Ιδίως όταν ο κυβερνητικός συνασπισμός εξουσίας εμφανίζεται πολύπλευρα ισχυρός και δύσκολο να αμφισβητηθεί στις κάλπες αλλά κυρίως στην κοινωνία.
Την ίδια στιγμή μάλιστα που οι ανταγωνιστές του δυσκολεύονται να αρθρώσουν έναν στοιχειωδώς συγκροτημένο και πειστικό αντίλογο.
Δεν θέλει και πολλή σκέψη. Οταν ο Κασσελάκης υπόσχεται πως στις επόμενες εκλογές «θα γίνω Πρωθυπουργός με αυτοδυναμία» (Ant1, 28/5) ή όταν ο Ανδρουλάκης διαβεβαιώνει πως «αξίζει να είναι το ΠΑΣΟΚ δεύτερο κόμμα για να αλλάξει τροπάριο η ΝΔ» (Ant1, 3/6), το μεγάλο μέρος της κοινωνίας αντιλαμβάνεται πως τίποτα από τα δύο δεν ισχύει.
Στην πραγματικότητα κανείς δεν ξέρει αν και πότε θα γίνει Πρωθυπουργός ο Κασσελάκης. Και προφανώς κανείς δεν πείθεται ότι στη ΝΔ φοβούνται το ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη.
Από εκεί και πέρα φυσικά μουγγές εκλογές δεν υπάρχουν. Κάτι θα βγάλουν αύριο οι κάλπες, κάτι θα πουν, ακόμη κι αν δεν αλλάξουν την πορεία της ανθρωπότητας. Στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.
Υστερα για λόγους σημασίας.
Εκ των πραγμάτων οι ευρωεκλογές δεν θέτουν ευθέως, ούτε αγγίζουν το ζήτημα της κυβερνητικής εξουσίας σε καμία χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Μπορεί η Λεπέν να σαρώσει στις αυριανές εκλογές όπως προβλέπουν οι δημοσκοπήσεις (μερικές της δίνουν έως 35%…) αλλά ο Μακρόν θα συνεχίσει να κυβερνάει τη Γαλλία έως την ολοκλήρωση της θητείας του, το 2027.
Αυτό δεν σημαίνει όμως πως μια αυριανή επιτυχία της Λεπέν θα μείνει χωρίς επιπτώσεις στο πολιτικό σκηνικό. Ιδίως αν αποδειχτεί ότι όλο και περισσότεροι Γάλλοι βλέπουν τη Λεπέν ως επόμενη πρόεδρο της Δημοκρατίας – σε αντίθεση με τον Κασσελάκη που δεν τον πολυλιγουρεύονται για πρωθυπουργό.
Με άλλα λόγια, οι ευρωεκλογές δεν είναι καθοριστικές αλλά ούτε κι ασήμαντες. Κυρίως θα επηρεάσουν τους συσχετισμούς στην Ευρωπαϊκή Ενωση, παρόλο που και εκεί τον κεντρικό ρόλο θα διατηρήσει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Λογικό. Μπορεί η Ευρωπαϊκή Ενωση να έχει αναπτύξει εντυπωσιακά τον ομοσπονδιακό χαρακτήρα της αλλά σε πολλούς τομείς (κι ίσως στους σημαντικότερους) παραμένει μια ένωση κρατών. Δεν προβλέπεται να αλλάξει σύντομα.
Τέλος, για λόγους πραγματικού ενδιαφέροντος.
Δεν ξέρω αν μου διαφεύγει κάποια μικρή ή δυσπρόσιτη χώρα αλλά σε κανένα μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν καταγράφεται ενθουσιασμός, πάθος ή ένταση για τις αυριανές εκλογές. Μερικές δεν έχουν καταλάβει ότι ψηφίζουν και ενδεχομένως ούτε γιατί.
Το πιθανότερο είναι πως όλες οι χώρες θα υποστούν το πλήγμα της αποχής και μάλιστα σε υψηλότερα επίπεδα από το παρελθόν.
Τι πάθος να υπάρξει λοιπόν σε τέτοιες συνθήκες; Τι ενθουσιασμός; Και πόσο ενδιαφέρον για ένα αποτέλεσμα που δεν φαίνεται να κρίνει τίποτα;
Υπάρχει όμως και αντίλογος.
Καταρχήν ο γενικός συσχετισμός των ευρωεκλογών θα επηρεάσει το σύστημα διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ενωσης κι ενδεχομένως θα μεταβάλει τις βασικές συνιστώσες.
Κατά τις ενδείξεις το Λαϊκό Κόμμα θα παραμείνει πρώτη δύναμη – ούτως ή άλλως συγκροτεί τον βασικό κορμό σε δώδεκα κυβερνήσεις της Ενωσης…
Αλλά από εκεί και πέρα το παιχνίδι των συμμαχιών παραμένει ανοιχτό.
Θα στηριχτεί το Λαϊκό Κόμμα στους παραδοσιακούς συμμάχους του, Σοσιαλδημοκράτες και Φιλελεύθερους; Ή θα ανοιχτεί σε νέες δυνάμεις, δεξιότερα της Κεντροδεξιάς;
Η άγρια επίθεση πάντως που έχει εξαπολύσει το τελευταίο διάστημα η Ακρα Δεξιά (Μπαρντελά, Μαριόν Μαρεσάλ, Ορμπαν, Σαλβίνι, Βεντούρα…) στην Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δεν επιτρέπει προγνωστικά και προσδοκίες («Le Monde», 1/6).
Το εξώφυλλο του «Economist» που εναποθέτει το μέλλον της Ευρώπης στα χέρια τριών γυναικών (Ούρσουλα, Μελόνι και Λεπέν) δεν μοιάζει λοιπόν απλό βρετανικό χιούμορ (1/6).