Τα τελευταία ευρήματα από την Global Burden of Disease Study, που δημοσιεύθηκαν στο Lancet, προβλέπουν ότι το παγκόσμιο προσδόκιμο ζωής θα αυξηθεί κατά 4,9 χρόνια στους άνδρες και 4,2 χρόνια στις γυναίκες μεταξύ 2022 και 2050. Όμως τι σημαίνει αυτό για τη δημόσια υγεία μελλοντικά;
Οι αυξήσεις αυτές αναμένεται να είναι μεγαλύτερες σε χώρες όπου το προσδόκιμο ζωής είναι χαμηλότερο, συμβάλλοντας στη σύγκλιση του αυξημένου προσδόκιμου ζωής σε διάφορες γεωγραφικές περιοχές.
Η αυξητική τάση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα μέτρα δημόσιας υγείας που έχουν αποτρέψει και βελτιώσει τα ποσοστά επιβίωσης από καρδιαγγειακές παθήσεις, COVID-19 και μια σειρά μεταδοτικών, μητρικών, νεογνικών και διατροφικών ασθενειών.
Από τις μεταδοτικές στις μη μεταδοτικές ασθένειες
Η εν λόγω μελέτη δείχνει ότι η συνεχιζόμενη μετατόπιση σε μη μεταδοτικές ασθένειες – όπως καρδιαγγειακές παθήσεις, καρκίνος, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια και διαβήτης – και η έκθεση σε παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με αυτές – όπως παχυσαρκία, υψηλή αρτηριακή πίεση, κάπνισμα, ανθυγιεινή διατροφή – θα έχουν τον μεγαλύτερο αντίκτυπο για την επιβάρυνση της υγείας της επόμενης γενιάς.
Καθώς συμβαίνει αυτή η μετατόπιση (η δημόσια υγεία επιβαρύνεται περισσότερο από μη μεταδοτικές ασθένειες συγκριτικά με το παρελθόν που επιβαρυνόταν από μεταδοτικές), περισσότεροι άνθρωποι αναμένεται να ζήσουν περισσότερο αλλά με διάφορες παθήσεις.
Το προσδόκιμο ζωής παγκοσμίως προβλέπεται να αυξηθεί από τα 73,6 έτη το 2022 σε 78,1 έτη το 2050 (αύξηση 4,5 ετών) ενώ το παγκόσμιο προσδόκιμο υγιούς ζωής – ο μέσος αριθμός ετών που μπορεί να αναμένει ένα άτομο να ζήσει με καλή υγεία – αναμένεται να αυξηθεί από 64,8 χρόνια το 2022 σε 67,4 χρόνια το 2050 (αύξηση 2,6 ετών).
Κλείνει η «ψαλίδα» στο προσδόκιμο ζωής
Για να καταλήξουν σε αυτά τα συμπεράσματα, οι ερευνητές συγκέντρωσαν στοιχεία για να προβλέψουν τα ποσοστά θνησιμότητας ανάλογα με την αιτία σε 204 χώρες.
«Εκτός από την αύξηση του προσδόκιμου ζωής συνολικά, διαπιστώσαμε ότι η διαφορά στο προσδόκιμο ζωής μεταξύ γεωγραφικών περιοχών θα μειωθεί», δήλωσε ο Δρ. Chris Murray, Πρόεδρος στο Health Metrics Sciences του University of Washington.
«Αυτός μας δείχνει πιθανότατα ότι ενώ οι ανισότητες στον τομέα της υγείας μεταξύ των περιοχών με το υψηλότερο και το χαμηλότερο εισόδημα θα παραμείνουν, τα κενά συρρικνώνονται, με τις μεγαλύτερες αυξήσεις να αναμένονται στην υποσαχάρια Αφρική» εξηγεί.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η μείωση των επιβαρύνσεων που δέχεται η δημόσια υγεία μπορεί να επιταχυνθεί μέσω παρεμβάσεων πολιτικής που στοχεύουν στην πρόληψη και τον μετριασμό των συμπεριφορικών και μεταβολικών παραγόντων κινδύνου.