Στις 25 Απριλίου ο Μακρόν έκανε μια σημαντική ομιλία για την Ευρώπη στη Σορβόννη. Εκεί αναφέρθηκε στην ανάγκη αυτονομίας της ευρωπαϊκής άμυνας.
Υποστήριξε ότι «η Γηραιά Ηπειρος δέχεται επίθεση στα θεμελιώδη της» και διατύπωσε την εξίσωση πως μια «ισχυρή Ευρώπη» είναι «μια ευημερούσα Ευρώπη» (Le Monde, 27/4).
Στις 28 Απριλίου η Τζόρτζια Μελόνι ανακοίνωσε την υποψηφιότητά της για τις ευρωεκλογές με μια άλλη σημαντική ομιλία στην Πεσκάρα. «Θα υπερασπιστούμε τα σύνορα, την κυριαρχία, την ελευθερία και στην Ευρώπη» διακήρυξε.
Προσθέτοντας «θέλουμε μια Ευρώπη με εξωτερική πολιτική» κι «έναν ευρωπαϊκό πυλώνα του ΝΑΤΟ» (Reuters, 28/4).
Ο Μακρόν και η Μελόνι δεν έχουν πολλά ιδεολογικά κοινά. Απέκτησαν όμως ενόψει των ευρωεκλογών κάτι που τους φέρνει κοντά: την ιδέα μια ισχυρής κι αυτόνομης Ευρώπης.
Μια ιδέα πάνω στην οποία μπορεί να οικοδομηθεί μια νέα ευρωπαϊκή πλειοψηφία εκτοπίζοντας την ασθμαίνουσα Αριστερά από το κάδρο.
Φυσικά στην Ελλάδα τέτοια ταπεινά ζητήματα δεν απασχολούν τις ευρωεκλογές. Δεν τις απασχολεί ούτε καν η Ευρώπη – εκτός ίσως όταν η Ευρωπαία Εισαγγελέας παίζει τον διώκτη της διαφθοράς.
Αντιθέτως τις ευρωεκλογές στη χώρα μας μονοπωλούν κορυφαία προβλήματα της ευρωπαϊκής προοπτικής όπως η ανίχνευση ξυλόλιου (ή κάτι που λέγεται κάπως έτσι…) στα Τέμπη, τα πλακώματα των ακροδεξιών για τις μανούλες τους, τα μέιλς που διέφυγαν από το υπουργείο Εσωτερικών και το σόου με τις χλαμύδες στην Ακρόπολη.
Τουλάχιστον κάπως έτσι πληροφορηθήκαμε ότι ο Κασσελάκης προτίθεται να κάνει δύο θητείες ως πρωθυπουργός (Alpha, 25/4). Υποθέτω αφού πρώτα προσπεράσει τον Ανδρουλάκη.
Να πιάσουμε λοιπόν το πράγμα από την αρχή. Οι ευρωεκλογές ούτε ανεβάζουν, ούτε ρίχνουν κυβερνήσεις. Τζάμπα δηλαδή οι παροξυσμικές καταστάσεις και οι φασαρίες.
Οι ευρωεκλογές απλώς εκλέγουν 21 εκπροσώπους μας στο Ευρωκοινοβούλιο. Και στη συγκεκριμένη διαδικασία έχουμε μια μακρά παράδοση εκλογής τενεκέδων.
Αν κρίνω από τα ψηφοδέλτια των κομμάτων, είμαι βέβαιος ότι το έθνος θα τιμήσει κι αυτή τη φορά τις παραδόσεις του. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κάποιοι Αρβανίτηδες και κάποιοι Κύρτσοι θα βρεθούν και στην επόμενη σύνθεση της Ευρωβουλής.
Ησυχοι λοιπόν ότι θα τηρηθούν τα πατροπαράδοτα μπορούμε να αναρωτηθούμε το αυτονόητο. Τι ψηφίζουμε τελικά;
Κατ’ αρχήν οι ευρωεκλογές είναι εθνικές εκλογές. Και στη δημοκρατία δεν υπάρχουν μουγκές κάλπες. Ολο και κάτι θα φωνάξουν, θα πουν ή θα ψιθυρίσουν.
Προφανώς λοιπόν θα υπάρξει αποτέλεσμα, ακόμη κι αν δεν αλλάξει τίποτα επί της ουσίας. Αλλωστε ο σχεδιασμός ενός ανασχηματισμού για μετά τις ευρωεκλογές υποδηλώνει πως ακόμη και η κυβέρνηση το περιμένει.
Τι ανασχηματισμό θα κάνει λοιπόν ο Πρωθυπουργός; Ενας θεός ξέρει. Ιδίως αν επιβεβαιωθεί ότι υπάρχει διπλό πρόβλημα.
Οτι δηλαδή ο Πρωθυπουργός δεν μπορεί να διορθώσει εκείνα από τα οποία πάσχει η κυβέρνησή του ενώ την ίδια στιγμή η κυβέρνηση δεν καταφέρνει να καλύψει τα κενά που αφήνει ένας «πανταχού παρών» Πρωθυπουργός.
Με άλλα λόγια, το είδος της «προεδρικής Πρωθυπουργίας» που ασκεί ο Μητσοτάκης έχει ενδεχομένως πολλά πλεονεκτήματα αλλά κι ένα σοβαρό μειονέκτημα.
Δεν αλλάζει, όσο κι αν αλλάξει η κυβέρνηση. Οσοι υπουργοί ή υφυπουργοί Επικρατείας προστεθούν στο Μέγαρο Μαξίμου.
Και με τα σημερινά δεδομένα, ο Μητσοτάκης δεν έχει λόγο να αλλάξει, δεν δείχνει να αισθάνεται τέτοια ανάγκη ενώ ούτε το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών μπορεί να τον υποχρεώσει.
Συνεπώς η κυβέρνησή του με ή χωρίς ανασχηματισμό τον Ιούνιο δεν πρόκειται να γίνει κάτι άλλο από αυτό που είναι ήδη, όποιοι κι αν την αποτελούν.
Μπορεί όμως να αλλάξει η αντιπολίτευση; Εδώ αρχίζουν τα ακόμη πιο χαριτωμένα.
Υποθέτω πως ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ με δυσκολία κι αγκομαχητό καταφέρνουν να ανταποκριθούν σε ό,τι κάνουν έως τώρα, πόσω μάλλον να κάνουν κάτι άλλο.
Ο καθένας βεβαίως δηλώνει πως την επομένη των ευρωεκλογών θα ξεδιπλώσει κάποιο ιδιοφυές σχέδιο ανασύνταξης της «προοδευτικής παράταξης» αλλά αν κρίνω από τα έως τώρα σχέδιά τους δεν βλέπω τον Μητσοτάκη να χάνει τον ύπνο του.
Ούτως ή άλλως, την πολιτική πραγματικότητα προσδιορίζει σήμερα ένας Πρωθυπουργός που υπερέχει συντριπτικά των ανταγωνιστών του, ένα σύστημα διακυβέρνησης χαοτικό αλλά χωρίς πραγματικό αντίπαλο και μια αντιπολίτευση τύπου πρόχειρης τηλεοπτικής εκπομπής.
Αυτά είναι τα πραγματικά δεδομένα. Τι μπορούν άραγε να αλλάξουν σε αυτά οι ευρωεκλογές; Μυστήριο.
Για τους υπόλοιπους δεν το συζητούμε καν. Ακόμη και η περίφημη επέλαση της Ακροδεξιάς που έχω βαρεθεί να ακούω αρχίζει να θυμίζει τον Ερντογάν που όλο υπόσχεται ότι «θα έλθει ξαφνικά μια νύχτα» και όλο μας βρίσκει αβλαβείς το ξημέρωμα.
Ελλείψει πραγματικού πολιτικού αντικειμένου ή ουσιαστικής αντιπαράθεσης, λοιπόν, οι ευρωεκλογές συρρικνώνονται σε μια επιμέρους κλωτσοπατινάδα.
Την οποία διανθίζουν απλώς τα συνηθισμένα παπατζιλίκια της ελληνικής καθημερινότητας. Ποιος διέρρηξε το υπουργείο Εσωτερικών; Ελα ντε! Υποθέτω ο Αρσέν Λουπέν.
Μη γελιέστε, όμως. Αυτό έχουμε επειδή σε αυτό μπορεί να ανταποκριθεί το πολιτικό μας σύστημα.
Δεν είναι τυχαίο ότι κανένα κόμμα και κανένας υποψήφιος δεν μετέχει στη συζήτηση για την πορεία της Ευρώπης που άνοιξαν ο Μακρόν, η Μελόνι και άλλοι Ευρωπαίοι.
Αν κρίνω από τις ανησυχίες τους περισσότερο κι από την Ευρώπη τους συνεγείρει η Γάζα. Ή έστω το ξυλόλιο.
Ευλόγως λοιπόν κανείς δεν ξέρει τι ψηφίζουμε διότι κανέναν δεν ενδιαφέρει επί της ουσίας αυτό για το οποίο ψηφίζουμε.
Είναι μόνο μια ευκαιρία για καβγά. Απλώς κάποιος να εξηγήσει στον Κασσελάκη ότι δεν βγάζουμε τώρα πρωθυπουργό και δεν χρειάζεται την επομένη να στηθεί πρωί πρωί έξω από το Μέγαρο Μαξίμου.