Αν η πολιτική είναι ένα σύνολο παρεξηγήσεων, τότε η πιο γουστόζικη παρεξήγηση είναι κι η πιο πονηρή. Η Κεντροαριστερά.
Οχι μόνο επειδή δεν υπάρχει. Αλλά κι επειδή επινοείται συνήθως για ανομολόγητους σκοπούς.
Δεν υπάρχει λοιπόν; Προφανώς δεν υπάρχει. Κι ούτε μπορεί να κατασκευαστεί.
Υπάρχει βεβαίως το Κέντρο. Υπάρχει και η Αριστερά. Αλλά η συσκευασία «δύο σε ένα» συνηθίζεται μόνο σε σαμπουάν Head and Shoulders.
Να θυμίσω (αν χρειάζεται) ότι η «Κεντροαριστερά» εμφανίστηκε τον 19ο αιώνα στη Γ΄ Γαλλική Δημοκρατία από μεγαλοαστούς φιλελεύθερους που υποστήριζαν τη νεοσύστατη Δημοκρατία (Centre-Gauche).
Λίγο νωρίτερα, ο όρος είχε χρησιμοποιηθεί και στο Πεδεμόντιο για τη «δικομματική συνεργασία» του κόμη Καβούρ.
Με διαφορετικούς όρους επανεμφανίστηκε στην Ιταλία τη δεκαετία του ’60 και ονομάτισε τις κυβερνήσεις συνεργασίας μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών, Σοσιαλιστών και Σοσιαλδημοκρατών, συνήθως υπό τον Αλντο Μόρο (Centro Sinistra).
Τη σύγχρονη εκδοχή την πήρε τη δεκαετία του ’90 και συνήθως αφορούσε πολιτικούς σχηματισμούς που προσπαθούσαν να κινηθούν ή να επικαλύψουν τον χώρο μεταξύ Κέντρου και Αριστεράς (Ελιά του Πρόντι, Εργατικοί του Μπλερ, ΠΑΣΟΚ του Σημίτη κ.λπ.).
Ακόμη και στη σύγχρονη εκδοχή της πάντως η Κεντροαριστερά ουδέποτε υπήρξε το άθροισμα ή η συγχώνευση δύο διαφορετικών παρατάξεων για λόγους σκοπιμότητας ή ανάγκης. Είναι ίσως η αριστερά του Κέντρου, αλλά σε καμία περίπτωση το κέντρο της Αριστεράς.
Στη χώρα μας φυσικά η παρεξήγηση είναι προϊόν της ασάφειας που αποτελεί μια παράδοση της πολιτικής. Και η οποία συντηρείται από ευφάνταστους μεσάζοντες που ενδιαφέρονται να μετακινούνται δωρεάν από το Κέντρο στην Αριστερά ή αντιστρόφως.
Ετσι, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ εμφανίζονται να διεκδικούν ή να συγκροτούν κάποιον κοινό πολιτικό χώρο, παρόλο που η φυσιογνωμία, ο ιστορικός χαρακτήρας και τα ακροατήριά τους είναι εντελώς διαφορετικά.
Εγκλωβίζονται δηλαδή αυτοβούλως σε μια αντιπαράθεση την οποία κανείς δεν τους ζητάει και της οποίας η πιο αστεία έκφραση είναι η επιδίωξη της «δεύτερης θέσης» στις ευρωεκλογές του Ιουνίου.
Ετσι, αντί να δουλέψει ο καθένας για πάρτη του, δουλεύουν και οι δύο για τη ΝΔ και τον Μητσοτάκη. Δεν ξέρω αν αντιλαμβάνονται έτσι τη δουλειά τους.
Τη σύγχυση αυτή επιτείνουν δύο πρόσφατες εξελίξεις.
Οτι ο ΣΥΡΙΖΑ υπό τον Κασσελάκη δεν είναι πια Αριστερά και ότι το ΠΑΣΟΚ υπό τον Ανδρουλάκη δεν είναι πια Κέντρο. Ή τουλάχιστον κανείς από τους δύο δεν διεκδικεί με σαφήνεια και καθαρότητα την ιστορική και ιδεολογική φυσιογνωμία του.
Ο μεν Κασσελάκης προτάσσει κυρίως τον αεικίνητο εαυτό του με ένα αλαμπουρνέζικο συνονθύλευμα κοινοτοπιών και παραδοξολογιών.
Ο δε Ανδρουλάκης οχυρώνεται πίσω από ένα «αντιδεξιό ΠΑΣΟΚ», πιο παλιομοδίτικο κι από τα παντελόνια καμπάνα.
Αποτέλεσμα; Κανείς δεν μιλάει για μια σημερινή Ελλάδα, με τις ανάγκες και τα προβλήματά της, αλλά και οι δύο καταριούνται ή ξορκίζουν ένα κατασκευασμένο τέρας που καταφανώς δεν ανταποκρίνεται στην αντίληψη του μέσου πολίτη.
Είναι ενδεικτικό το άρθρο του Κασσελάκη στα «ΝΕΑ» (22/4) και η συνέντευξη του Ανδρουλάκη στο Mega (21/4). Αν δεν τους γνώριζες από πριν, δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις ποιος είναι αρχηγός ποιου κόμματος και τι κόμμα είναι αυτό.
Τους συνδέει μάλιστα η κοινή θεώρηση της πολιτικής ως μιας αναμέτρησης καλών και κακών, όπου οι καλοί θα βάλουν τους κακούς στη φυλακή. Είναι συνήθως θέμα δευτερολέπτων πότε οι εκπρόσωποί τους στην τηλεόραση θα πάνε τη συζήτηση στις υποκλοπές, στα Τέμπη ή σε κάποιο απειλούμενο κράτος δικαίου, το οποίο ευτυχώς ουδείς απειλεί.
Με αυτό το ρεπερτόριο όμως ζημιώνουν πρωτίστως τους εαυτούς τους αφού εγκαταλείπουν τον χώρο της κυβερνησιμότητας και εκχωρούν στον Μητσοτάκη όλα τα θέματα που ορίζουν τη ζωή των ανθρώπων. Του εκχωρούν τη διαχείριση της πραγματικότητας.
Στις ευρωεκλογές του Ιουνίου άλλωστε «δεν κρίνεται η πολιτική σταθερότητα, κρίνεται η κυβερνητική αλαζονεία», εξήγησε ο Ανδρουλάκης, μάλλον ανακουφισμένος που δεν κρίνεται η σταθερότητα (23/4).
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η ενοποίηση του αντιπολιτευτικού λόγου μπορεί να αποδειχθεί επώδυνη για την κυβέρνηση στη βάση μιας καθημερινής φθοράς. Αλλά (έως τώρα τουλάχιστον) δεν φαίνεται να αποδίδει πολιτικά οφέλη σε εκείνους που την επιχειρούν.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το ΠΑΣΟΚ επικαλείται ή υπόσχεται μια «άλλη αντιπολίτευση» αλλά στην πραγματικότητα κάνει την ίδια αντιπολίτευση με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο οποίος από την πλευρά του κατηγορεί το ΠΑΣΟΚ ότι «τρώει τις σάρκες της Κεντροαριστεράς» (Δώρα Αυγέρη, 22/4). Λες και τις σάρκες τις έχουν μαζί.
Με αυτά τα δεδομένα, ακόμη κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ δεν μπορούν να παντρευτούν, θα μπορούσαν άραγε να συγκατοικήσουν σε ένα κοινό αντιπολιτευτικό (και ίσως αύριο κυβερνητικό…) μέτωπο; Δύσκολο.
Αν επιβεβαιωθούν τα στοιχεία που έχουμε από τις δημοσκοπήσεις, ανεξάρτητα από το ποιος θα είναι δεύτερος ή τρίτος, οι ευρωεκλογές δεν θα διαμορφώσουν συνθήκες ηγεμονίας ενός από τους δύο στον υποτιθέμενο κοινό χώρο τους.
Και κανένα «μέτωπο» δεν μπορεί να συγκροτηθεί μεταξύ ίσων χωρίς κάποια ηγεμονική δύναμη να το επικαθορίζει.
Είναι η ιστορική ευκαιρία που έχασε ο Α. Τσίπρας το 2017-2019 ή, για την ακρίβεια, που του στέρησε το «αντισύριζα» μέτωπο. Και οι ευκαιρίες στην πολιτική δεν είναι σαν τα τραμ για να περιμένεις το επόμενο.
Συνεπώς, το πιο ρεαλιστικό σενάριο σήμερα είναι να λυθεί η παρεξήγηση της Κεντροαριστεράς, να τραβήξει ο καθένας τον δρόμο του, κι ό,τι προκύψει.
Αυτό φαίνεται να επιδιώκει τουλάχιστον ο Κασσελάκης με τη βάσιμη ή αβάσιμη αυτοπεποίθηση που τον διακρίνει.
Το πρόβλημα είναι πως ούτε ο Μητσοτάκης φαίνεται να έχει αντίρρηση.