Ολες οι τελευταίες δημοσκοπήσεις έχουν ένα κοινό επιμύθιο. Πως (πάνω, κάτω) τα πράγματα παραμένουν όπως τα ξέραμε.
Κι ως εκ τούτου δεν υπάρχει ορατός κίνδυνος αποσταθεροποίησης της χώρας με τις ευρωεκλογές.
Λογικό. Φρόντισε ήδη ο ελληνικός λαός με την ψήφο του τον Μάιο και τον Ιούνιο 2023 να διασφαλίσει τη σταθερότητα.
Σε αυτό φυσικά δεν φταίει η κυβέρνηση. «Ο Μητσοτάκης τρέχει μόνος του!» παραδέχτηκε και ο Τσίπρας. Κι ούτε μπορεί κανείς να του προσάψει ότι δεν ανατρέπει τον… εαυτό του!
Αντιθέτως το ερώτημα είναι πώς και πού τρέχουν οι άλλοι.
Ο Κασσελάκης υποσχέθηκε να έλθει πρώτο κόμμα και να γίνει πρωθυπουργός αλλά πολύ φοβούμαι ότι θα χρειαστούν πολλά θαύματα του Αγίου Τσαλίκη για να το πετύχει.
Ο Ανδρουλάκης ξεκίνησε για δεύτερος αλλά σπατάλησε θυμωμένος και μπερδεμένος έξι μήνες, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ σπαρασσόταν. Τώρα ίσως πέρασε η ευκαιρία.
Οι υπόλοιποι αρκούνται σε κάναν – δυο ευρωβουλευτές να βγαίνει το μεροκάματο. Ενώ η περίφημη Ακροδεξιά που υποτίθεται θα κάλπαζε κατά πάντων φαίνεται ότι κουράστηκε από τον καλπασμό και τράβηξε χαλινάρι.
Τελικά δηλαδή τίποτα συναρπαστικό στην ατζέντα.
Ακόμη και το πολυσυζητημένο ντέρμπι Κασσελάκης – Ανδρουλάκης παθιάζει τα πλήθη λιγότερο κι από την τιτανομαχία Γιούχτας – Διαγόρας Ρόδου.
Συνεπώς τι θα ψηφίσουμε; Η κυβέρνηση δεν απειλείται, η σταθερότητα δεν κινδυνεύει, η οικονομία περπατάει, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα βγει πρώτος και μάλλον ούτε το ΠΑΣΟΚ δεύτερο. Χαρά στο κουράγιο όσων ασχολούνται.
Εδώ και ο δυστυχής Βούτσης (πρώην Πρόεδρος της Βουλής, για όσους δυσκολεύονται να το θυμηθούν) ψάχνει να ανακαλύψει «το κορυφαίο σκάνδαλο της Μεταπολίτευσης» («ΤΑ ΝΕΑ Σαββατοκύριακο», 20-21/4).
Πώς να περάσει κι αυτός την ώρα του; Πενία τέχνας κατεργάζεται.
Γι’ αυτό είναι εντυπωσιακό για ποιον λόγο όλοι εκείνοι που δεν λένε τίποτα επί της ουσίας δεν δοκιμάζουν να πουν κάτι για την Ευρώπη. Για την οποία, ούτως ή άλλως, ψηφίζουμε.
Αν μη τι άλλο θα ήταν χρήσιμο. Αν και φοβάμαι ότι είναι ανέφικτο.
Διότι για να μιλήσεις πρέπει να έχεις κάτι να πεις. Κι έχει περάσει πολύς καιρός αφότου κάποιο κόμμα είχε να πει κάτι πέρα από συνηθισμένες κοινοτοπίες για τα ευρωπαϊκά πράγματα.
Τι μένει λοιπόν; Ο Αυτιάς, ένας μπασκετμπολίστας, κάτι τηλεοπτικοί και η Ελεωνόρα Μελέτη.
Σε όποιον αρέσουν, τους ψηφίζει. Σε όποιον δεν αρέσουν, δεν τους ψηφίζει. Ετσι δουλεύει το μαγαζί στη δημοκρατία.
Και το επιμύθιο λέει πως δεν βλέπω κάποιον σοβαρό λόγο να το αλλάξουμε.