Εχω ευχάριστα και δυσάρεστα νέα. Τα ευχάριστα είναι πως στην αντιπολίτευση μάλλον βρήκαν τον τρόπο να ρίξουν την κυβέρνηση και δηλώνουν πως «θα ήταν ευχής έργον να τη ρίξει η Ευρωπαία Εισαγγελέας» (Ν. Φαραντούρης, ΣΥΡΙΖΑ, 26/3).
Η σκέψη δεν είναι κακή. Αντί να κάνουν προτάσεις δυσπιστίας ρεφενέ που δεν φαίνεται να οδηγούν κάπου, ίσως θα ήταν ευτυχές να αναλάβει τη δουλειά η Ευρωπαία Εισαγγελέας που ξέρει κι από αίμα.
Τα δυσάρεστα όμως είναι λίγο περισσότερα.
Κατ’ αρχήν η Ευρωπαία Εισαγγελέας δεν έχει αρμοδιότητα να ρίχνει κυβερνήσεις. Μόνο να ερευνά ενδεχόμενες ατασθαλίες που σχετίζονται με οικονομικούς πόρους της Ενωσης (Οδηγία 2017/1371 της 5/7/2017 με την οποία ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία).
Και βασική αρχή ενός ευρωπαϊκού κράτους δικαίου είναι ότι ο καθένας δρα μέσα στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που του έχουν εκχωρηθεί. Δεν κάνει του κεφαλιού του.
Συνεπώς, τζάμπα οι ευχές!
Ολα αυτά όμως προκύπτουν ενδεχομένως από μια τεράστια παρεξήγηση.
Πως δηλαδή όσοι το 2015, πριν και μετά, δώσαμε τη μάχη να μείνουμε Ευρώπη, οφείλουμε να καταπίνουμε αμάσητα τα όποια ψηφίσματα μιας ετερόκλητης πλειοψηφίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή τις απόψεις της Ευρωπαίας Συνηγόρου του Πολίτη ή της Ευρωπαίας Εισαγγελέως ή της κάθε αμφιλεγόμενης ΜΚΟ που επικαλείται την Ευρώπη για να βγάλει κανένα φράγκο.
Λάθος. Δεν χρωστάμε τίποτα.
Αλλωστε στην Ευρώπη μείναμε μεν όλοι μαζί αλλά δεν μείναμε ίσως όλοι για τους ίδιους λόγους.
Από τη δική μου άποψη τουλάχιστον είμαστε και μείναμε στην Ευρώπη ως συνεταίροι. Οχι ως υποτακτικοί. Διότι την Ευρώπη τη συναποτελούμε. Δεν είμαστε μουσαφίρηδες, ούτε κακομαθημένα ανήλικα να μας βάλουν τιμωρία στο αναμορφωτήριο.
Με άλλα λόγια κι επειδή δεν άκουσα να καταργήθηκε η δημοκρατία στα μέρη μας, κανείς ευρωπαίος πολίτης δεν είναι υποχρεωμένος να συμμερίζεται ένα ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με το οποίο συμβαίνει να διαφωνεί, ούτε να θεωρεί θέσφατα τις παρατηρήσεις της Συνηγόρου για το ναυάγιο της Πύλου ή για τη φύλαξη των θαλασσίων συνόρων.
Στη δημοκρατία κάθε λόγος έχει έναν αντίλογο.
Αυτό ξέρουμε όσοι μείναμε Ευρώπη όχι επειδή δεν είχαμε πού αλλού να πάμε αλλά επειδή είμαστε μέτοχοι του ευρωπαϊκού δεδομένου ως το κόκαλο.
Αν λοιπόν κάποια Ευρωπαία Εισαγγελέας (κάτι που προφανώς δεν πιστεύω…) επιχειρήσει αναρμοδίως να ρίξει τη νόμιμη κυβέρνηση της χώρας, θα ταχθούμε αναφανδόν ως πολίτες στο πλευρό της κυβέρνησης που έχουμε δημοκρατικά εκλέξει. Συμπολιτευόμενοι και αντιπολιτευόμενοι.
Δηλαδή θα είμαστε με το μέρος της δημοκρατικής και συνταγματικής νομιμότητας.
Κι αν δεν μας αρέσει η κυβέρνηση που έχουμε δημοκρατικά εκλέξει, θα της αλλάξουμε τα φώτα στις επόμενες εκλογές για να φέρουμε κάποια άλλη.
Πράγμα που ασφαλώς θα γίνει ευκολότερο αν η σημερινή κυβέρνηση ακούσει τις οδηγίες του νεοσύλλεκτου Κασσελάκη και φέρουμε διεθνείς παρατηρητές για την εκλογική διαδικασία.
Και στον Ανω Βόλτα φέρνουν παρατηρητές στις εκλογές αλλά οι κυβερνήσεις αλλάζουν με πραξικοπήματα.
Δεν ξέρω τι γίνεται αλλού αλλά στην ευρωπαϊκή δημοκρατία (και όχι στη δημοκρατία που έχει ο καθένας στο μυαλό ή στο πορτοφόλι του) έτσι δουλεύουν τα πράγματα.
Υπό αυτήν την έννοια λοιπόν δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος για κάποιο «επικίνδυνο ρήγμα που τείνει να ανοίξει μεταξύ Ελλάδος και ενωσιακών θεσμών», ούτε παρατηρείται «αδυναμία ή άρνηση κατανόησης του πολιτικού χαρακτήρα και περιεχόμενου της Ευρωπαϊκής Ενωσης» (Π.Κ. Ιωακειμίδης, «ΤΑ ΝΕΑ», 26/3).
Ισα ίσα. Μια χαρά τα έχουμε καταλάβει τα πράγματα. Και πασχίσαμε με κόστος να μείνουμε Ευρώπη επειδή τα έχουμε καταλάβει.
Καταλάβαμε όμως και κάτι άλλο. Μια πλευρά της αντιπολίτευσης θεωρεί ότι μπορεί να χρησιμοποιεί τους ενωσιακούς θεσμούς για να κάνει την αντιπολίτευση που δεν καταφέρνει να κάνει στην Ελλάδα.
Το είδαμε στο Ευρωκοινοβούλιο. Το ζήσαμε με τους διάφορους «Ρεπόρτερ χωρίς Σύνορα» για τον Τύπο και τις μη κυβερνητικές οργανώσεις με το Μεταναστευτικό που ψάχνουν «νεκρές Μαρίες» στον Εβρο ή στο Αιγαίο.
Ξέρετε κάτι; Προσωπικά το χειροκροτώ. Υποδηλώνει την επέκταση του ελληνικού πολιτικού πεδίου στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο. Είναι κι αυτός ένας από τους λόγους που μείναμε Ευρώπη.
Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι να ψάχνουμε σκοπιμότητες, ιδιοτέλειες και συνωμοσίες. Ούτε καν ανοησίες. Αυτά υπάρχουν και πάντα θα υπάρχουν.
Είναι να οργανώσουμε πειστικά τον αντίλογο της δημοκρατίας, ακόμη και μέσα στην Ευρώπη.
Για να το πω απλά. Το ζητούμενο δεν είναι να πλακώνει ο Μητσοτάκης τον Ανδρουλάκη στη Βουλή ή να κάνουμε πλάκα με τον Κασσελάκη. Η εγχώρια αντιπολίτευση πληγώνεται αρκετά από την υπερβολή και το ύφος της, δεν χρειάζονται υπερωρίες.
Δυστυχώς όμως ακόμη κι όσοι μείναμε Ευρώπη δυσκολευόμαστε να αντιληφθούμε ότι η Ευρώπη δεν είναι μόνο κάποιο δεδομένο που μπορούμε να χρησιμοποιούμε όποτε μας βολεύει.
Είναι κι ένα πεδίο το οποίο οφείλουμε να συνδιαμορφώσουμε. Οχι γενικά, δεν είμαστε πρόσκοποι. Αλλά ειδικά υπέρ των συμφερόντων της χώρας μας και της δημοκρατίας.
Περιμένω καιρό από κάποιο ελληνικό κόμμα μια τέτοια προσπάθεια κι από όσα πληροφορούμαι για τις υποψηφιότητες στο Ευρωκοινοβούλιο μάλλον θα συνεχίσω να περιμένω.
Ακόμη και τα κόμματα που μάτωσαν να μείνουμε Ευρώπη περί άλλων τυρβάζουν.
Δεν είναι τυχαίο ότι δύο μήνες μας χωρίζουν από τις ευρωεκλογές κι ασχολούμαστε με το «μπάζωμα» στα Τέμπη.
Ισως επειδή η συνδιαμόρφωση του ευρωπαϊκού χώρου δεν ανήκει στα άμεσα ενδιαφέροντα ή τις ικανότητές τους, στην κουλτούρα τους.
Ισως επειδή (όπως θα έλεγε κι η αείμνηστη γιαγιά μου) «τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξια οπίσθια».