Στο κοινοβουλευτικό μας σύστημα συμβαίνουν ορισμένα ακατανόητα πράγματα .
Τι εννοώ; Από τη μια μεριά δηλαδή είχαμε το φρικτό έγκλημα των Τεμπών , όπου πέθαναν πολλοί νέοι άνθρωποι, ένεκα των εγκληματικών ευθυνών πολλών μη πολιτικών προσώπων.
Αλλά, βεβαίως και λόγω της ύπαρξης ενδεχόμενων εγκληματικών ευθυνών διαφόρων Υπουργών Συγκοινωνιών, οι οποίες δεν ερευνήθηκαν δυστυχώς μέχρι τώρα (αφού η κυβερνητική πλειοψηφία δεν θέλησε κακώς τη σύσταση μιας προανακριτικής επιτροπής).
Και από την άλλη μεριά είχαμε την ύπαρξη μιας κομματικά πολωμένης συζήτησης στη Βουλή (για την πρόταση δυσπιστίας που κατετέθηκε) , λόγω του ότι η ερευνητική δραστηριότητα ενός δημοσιογράφου αποκάλυψε τη νόθευση κρίσιμου αποδεικτικού υλικού λίγες ώρες μετά το έγκλημα των Τεμπών (χωρίς να ξέρουμε μάλιστα αν αυτό το νοθευμένο υλικό εξακολουθεί να υπάρχει μέσα στη δικογραφία).
Και μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα ήθελα επιλεκτικά να διατυπώσω δύο παρατηρήσεις.
Η πρώτη έχει να κάνει με την αντίδραση του κυβερνητικού εκπροσώπου μόλις έγινε γνωστή στη δημόσια σφαίρα η ανωτέρω δημοσιογραφική αποκάλυψη για τη νόθευση.
Θύμιζε, λοιπόν, η αντίδραση αυτή τη «φιλοσοφία» ενός κυβερνητικού εκπροσώπου κάποιου αυταρχικού κράτους . Γιατί; Γιατί ένα αυταρχικό κράτος- όπως λέει και ο Umberto Eco- θέλει να ελέγχει τους θεσμούς (όπως είναι η ελεύθερη λειτουργία του τύπου).
Έτσι , λοιπόν, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος υποστήριξε ότι η επίμαχη δημοσιογραφική αποκάλυψη έγινε, γιατί οργανωμένα συμφέροντα ήθελαν να καταπολεμήσουν την κυβέρνηση.
Θα συνιστούσα στον κυβερνητικό εκπρόσωπο να θυμηθεί αυτό που έλεγε ο Karl Popper. Δηλαδή, όταν οι άνθρωποι δεν μπορούν να εξηγήσουν αιτιωδώς τον κόσμο, τότε καταφεύγουν στις θεωρίες συνωμοσίας. Και αυτό είναι κακό για τη Δημοκρατία μας.
Η δεύτερη παρατήρηση την οποία θα ήθελα να διατυπώσω είναι η ακόλουθη:
Η Δικαιοσύνη μέχρι τώρα λειτούργησε αρκετά καλά κατά τη διερεύνηση των ποινικών ευθυνών που υπάρχουν για το φρικτό έγκλημα των Τεμπών με τη διατύπωση κακουργηματικών κατηγοριών (όπως εκείνη του άρθρου 291 του ΠΚ) για τα μη πολίτικά πρόσωπα.
Ωστόσο, δεν μπορώ να κατανοήσω για ποιο λόγο (ενώ υποβλήθηκε ανάλογο αίτημα) δεν απεστάλη από τον Εφέτη-ανακριτή στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής όλο το αποδεικτικό υλικό της σχετικής υπόθεσης (όπως λ.χ. οι απολογίες κάποιων σημαντικών κατηγορουμένων).
Και το υποστηρίζω αυτό, γιατί και η Εξεταστική επιτροπή , σύμφωνα με το άρθρο 145 του κανονισμού της Βουλής, έχει τις λειτουργικές εξουσίες μιας ανακριτικής αρχής.
Υπό το πρίσμα τούτο το αποτέλεσμα ήταν να περατωθούν εντελώς εσπευσμένα και αδικαιολόγητα οι εργασίες της Εξεταστικής Επιτροπής.
Ενόψει όλων αυτών πιστεύω , ότι δεν πρέπει να εφαρμοστεί η καινούργια διάταξη του πρόσφατα ψηφισθέντος νόμου 5090/2024 και να παραπεμφθούν (αν παραπεμφθούν τελικά) οι κατηγορούμενοι με ένα ταχύτατο τρόπο (δηλαδή με τη συμφωνία του Εισαγγελέα και του Προέδρου των Εφετών).
Γιατί; Γιατί εδώ δεν συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις εκείνες για την αναλογική εφαρμογή αυτού του ταχύτατου τρόπου παραπομπής που προβλέπει η Δικονομία μας.
Με άλλα λόγια σε αυτή την υπόθεση δεν χρειαζόμαστε διαδικαστική ταχύτητα, αλλά βραδείς δικαιοκρατικούς ρυθμούς ποινικής έρευνας, ειδικά όταν έχουμε 57 νεκρούς.
Επομένως η παραπομπή με Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών είναι ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος ( σύμφωνα με το άρθρο 28 του ΚΠΔ).
Το συμπέρασμα; Δεν τιμούμε τη μνήμη των 57 νεκρών με κομματικά πολωμένες συζητήσεις. Ούτε πρέπει να «προστατεύονται» με οποιονδήποτε τρόπο πρώην Υπουργοί, αν τελικά έχουν ποινικές ευθύνες.
Καλφέλης Γρηγόρης Καθηγητής Νομικής Σχολής του ΑΠΘ, kalfelis@law.auth.gr