Δεν ξέρω ποιος είχε την παράξενη ιδέα να πιάσουμε την κουβέντα ποιος θα είναι «απέναντι» στον Μητσοτάκη.
Και λέω ότι η ιδέα είναι παράξενη για λόγους ευγένειας. Στην πραγματικότητα είναι πολιτικά βλακώδης.
Για διάφορους λόγους.
Πρώτον, επειδή δεν είναι προφανές αν χρειάζεται κάποιος «απέναντι» στον Μητσοτάκη, ούτε τι δουλειά θα κάνει ακριβώς.
Ποιος το αποφάσισε; Και τελικά τι θα πει «απέναντι»;
Διότι αν ψάχνουμε απλώς κάποιον ανισόρροπο να κάνει φασαρία, κανένα πρόβλημα. Από ανισόρροπους η Ελλάδα είναι γεμάτη. Περιττό το ψάξιμο.
Δεύτερον, επειδή από πουθενά δεν προκύπτει ότι ψάχνουμε ειδικά έναν (ή μια) για «απέναντι» στον Μητσοτάκη.
Στην Ελλάδα έχουμε πολυκομματισμό και κάθε κόμμα που μετέχει του δημοκρατικού συστήματος δικαιούται να τοποθετείται απέναντι, δίπλα ή πίσω από τον εκάστοτε πρωθυπουργό. Οπου θέλει.
Ούτως ή άλλως τα κόμματα δεν πολιτεύονται παρέα ή αγκαζέ ό,τι κι αν πιστεύει ο Μιχ. Σταθόπουλος («ΤΑ ΝΕΑ», 17-18/2). Ο καθένας κάνει τη δουλειά του.
Τρίτον, επειδή είτε χρειάζεται είτε δεν χρειάζεται κάποιος «απέναντι» στον Μητσοτάκη, αυτό δεν θα το αποφασίσει ο Μητσοτάκης αλλά ούτε οι απέναντι κουβενταδόροι.
Και αυτός ο κάποιος δεν θα επιλεγεί με κλήρωση, ούτε «στα τρία κόρνερ πέναλτι».
Τέτοια πράγματα στη δημοκρατία τα αποφασίζει συνήθως ο λαός και με εκλογές. Τα πολλά λόγια λοιπόν είναι φτώχεια και παντελώς αδιάφορα.
Τέταρτον, αν υπήρχε κάποιος σοβαρός υποψήφιος «απέναντι» στον Μητσοτάκη, αποκλείεται να μην το είχαμε πάρει χαμπάρι έως τώρα.
Εξι εκλογές έχουν γίνει από το 2019. Λέτε να είναι τόσο καλά κρυμμένος ο ερχόμενος;
Με άλλα λόγια, η έμφαση του ερωτήματος δεν βρίσκεται μόνο στον κρυπτόμενο «απέναντι» αλλά και στο «ποιος» μπορεί να είναι αυτός.
Γέλια στο ακροατήριο.
Ανακεφαλαίωση, λοιπόν. Η συζήτηση δεν έχει αποτέλεσμα επειδή δεν έχει πραγματικό περιεχόμενο.
Μπορείς να κουβεντιάζεις όσο θέλεις. Μπορείς να φτιάξεις «Λαϊκό Μέτωπο», αν και λίγο ντεμοντέ. Μπορείς να κλαις καθημερινά για το κράτος δικαίου, τον Ράμμο και τα Τέμπη. Μπορείς να διαδηλώνεις πηγαινέλα Προπύλαια-Σύνταγμα.
Αλλά αν δεν βρεθεί κάποιος να κάνει τη δουλειά του Μητσοτάκη κι αν δεν τον προτιμήσει ο λαός στη θέση του Μητσοτάκη, τζάμπα το κλάμα και τα χαρτομάντιλα.
Στη συζήτηση «τριών υποψήφιων απέναντι» (θέατρο Αλφα, 13/2), το συμπαθητικό παιδί Χριστοδουλάκης ζήτησε από τους παρόντες να συμφωνήσουν πως για τη χρεοκοπία του 2010 ευθύνεται η ΝΔ του 2009 και όχι ο Παπανδρέου του 2010.
Ακου τώρα τι απασχολούσε τον άνθρωπο.
Ενα ζήτημα άσχετο με την κουβέντα κι άσχετο με το ζητούμενο, υποψιάζομαι πως ούτε ο ίδιος ο Παπανδρέου δεν τα λέει αυτά. Εκτός αν ο ομιλητής μπέρδεψε τις ημερομηνίες.
Εξήγησε επίσης ότι για άγνωστους λόγους χρειάζεται κάτι σαν «αντιδεξιό μέτωπο».
Εδώ να δεις μπέρδεμα. Εχω την αίσθηση ότι τα ίδια περίπου κουβέντιαζε και ο παππούς μου με τους φίλους του στις δημοτικές του 1954 πριν υποστηρίξουν τον Παυσανία Κατσώτα.
Τόσο φρέσκα πράγματα δηλαδή είχε στο μυαλό του ένα νέο παιδί. Τι να τους πει μετά ο Μητσοτάκης; Στην υγεία του απέναντι!
Γι’ αυτό λοιπόν η συζήτηση δεν είναι το «απέναντι», ούτε το «ποιος», αλλά ο Μητσοτάκης. Και κυρίως για ποιον λόγο μετριέται τέσσερις φορές πάνω από τα αθροιστικά ποσοστά του Ανδρουλάκη και του Κασσελάκη.
Ομολογώ ότι με εντυπωσιάζει η αδυναμία ή η αδιαφορία των «απέναντι» να καταλάβουν στοιχειωδώς τον αντίπαλό τους. Αναμασούν απλώς τα κλισέ μιας «αριστερής» εχθροπάθειας.
Αν όμως ο κόσμος έψαχνε τέτοια κλισέ, θα διάβαζε την «Εφημερίδα των Συντακτών» ή την «Αυγή» και θα έβλεπε Kontra TV.
Δεν το κάνει. Καταφανώς λοιπόν άλλα απασχολούν τον κόσμο και άλλα τον προσδιορίζουν. Κι όχι πάντως πότε θα ξανακυβερνήσει το ΠΑΣΟΚ, πόσο θα μείνει στον ΣΥΡΙΖΑ ο Κασσελάκης ή αν θα γυρίσει πίσω ο Τσίπρας.
Ακόμη περισσότερο που η αντιπολίτευση συνολικά δεν έχει αναδείξει την ανάγκη κάποιου «απέναντι». Από πουθενά και από κανέναν δεν προκύπτει κάποιο αίτημα πολιτικής αλλαγής.
Ούτε νομίζω ότι το ντέρμπι ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ για τη δεύτερη θέση ενθουσιάζει ιδιαίτερα τις κερκίδες. Κανείς δεν αισθάνεται ότι κάτι θα αλλάξει στη ζωή του αν βγουν δεύτεροι οι μεν ή οι δε.
Ακόμη λοιπόν και σε ζητήματα δύσκολα όπως ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών η κυβέρνηση κατάφερε παρά τον προφανή εσωκομματικό διχασμό της να μην κλονιστεί.
Ποιο είναι λοιπόν το μυστικό; Δεν βρίσκεται φυσικά στους απέναντι που ψάχνονται αναιτίως.
Βρίσκεται στην ικανότητα του Μητσοτάκη και ενός διευρυμένου συστήματος διακυβέρνησης να εκφράζουν μια σημαντική σχετική πλειοψηφία. Μια πλειοψηφία που προσδιορίζεται από κοινωνικά, μορφωτικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά.
Είναι περίεργο που αριστεροί άνθρωποι δεν διαβάζουν καν Μαρξ ή Γκράμσι. Αντί να ψάχνουν για αρχηγό, θα μπορούσαν ίσως να αναζητήσουν την έννοια του ταξικού προσδιορισμού και της ιδεολογικής ηγεμονίας. Εκεί ναυάγησε ο ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα.
Αν δεν αμφισβητηθεί αυτό το πλειοψηφικό γεγονός, μπορούν να ψάχνουν όσους απέναντι θέλουν.
Αλλά (μεταξύ μας) και πώς να αμφισβητηθεί; Ποιος από τους υπάρχοντες θέτει υποψηφιότητα να αμφισβητήσει τον Μητσοτάκη στο κοινωνικό ακροατήριο του Μητσοτάκη;
Και ίσως να μη φταίνε καν οι ίδιοι. Η Ελλάδα πέρασε μια πρωτοφανή δοκιμασία με τα Μνημόνια και τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Τη βίωσε τραυματικά.
Ψάχνει πλέον για άλλα πράγματα. Και μάλλον δεν ρισκάρει να ξαναζήσει το παρελθόν.
Εκεί λοιπόν νομίζω ότι βρίσκεται το μυστικό.
Οχι στον «απέναντι». Αλλά στα «άλλα πράγματα».
Διαφορετικά, όπως έλεγε και ο Ζακ Σιράκ, «το καλύτερο εκλογικό επιχείρημα είναι να έχεις απέναντί σου έναν μαλάκα».