Ο περιφερειάρχης Θεσσαλίας Δ. Κουρέτας έβγαλε μια ανακοίνωση με την οποία ερωτά την κυβέρνηση πότε θα δοθούν τα χρήματα για την ανασυγκρότηση της πλημμυροπαθούς περιοχής (5/2).
Κανένα πρόβλημα. Είναι μέρος της δουλειάς του να πιέζει την κυβέρνηση υπέρ των Θεσσαλών.
Τελειώνει όμως ως εξής: «Δεν σας ρωτάει ένας βοσκός. Σας ρωτάει ο περιφερειάρχης Θεσσαλίας. Απαντήσεις στους πολίτες μου».
Ομολογώ ότι προβληματίστηκα. Θα μπορούσε θαυμάσια να ρωτάει την κυβέρνηση και ένας βοσκός. Οι απορίες του δεν είναι λιγότερο σημαντικές από ενός περιφερειάρχη.
Εκτός αν δεχτούμε ότι ο περιφερειάρχης έχει δικούς του πολίτες. Τους «πολίτες μου». Κι όταν εκνευριστεί, τους παίρνει και φεύγει.
Προς το παρόν οι πολίτες του περιφερειάρχη παραμένουν αμετακίνητοι στη Θεσσαλία, πράγμα ευχάριστο και για τους ίδιους και για τη Θεσσαλία.
Αντιθέτως, υπάρχουν σοβαροί άνθρωποι στη χώρα (συμπεριλαμβανομένης της Θεσσαλίας) που θεωρούν ότι το πρόβλημα της χώρας είναι πως δεν υπάρχει αντιπολίτευση.
Ή τέλος πάντων πως δεν υπάρχει σοβαρή και ισχυρή αντιπολίτευση.
Εχουν δίκιο. Δεν θα αμφισβητήσω τη διαπίστωση. Θα αμφισβητήσω απλώς ότι είναι πρόβλημα της χώρας.
Δεν είναι. Η απουσία αντιπολίτευσης είναι πρόβλημα της αντιπολίτευσης, όχι της χώρας.
Δεκάδες χώρες λειτουργούν μια χαρά και προοδεύουν σε ολόκληρο τον πλανήτη χωρίς να μας απασχολήσει ποτέ τι σόι αντιπολίτευση έχουν, πώς τη λένε και τι δουλειά κάνει.
Στις 26/1, μιλώντας σε μια εκδήλωση της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην Πάτρα, ο Πολάκης ρωτήθηκε από το ακροατήριο «αν θα μπει κανένας φυλακή».
Και απάντησε:
– Αν αλλάξουμε τη Δικαιοσύνη, ναι. Αν δεν την αλλάξουμε, όχι. Η σωστή απάντηση αυτή είναι.
Η απάντηση είναι καταφανώς προβληματική για κάθε δημοκρατικό άνθρωπο. Ποιος θα αλλάξει τη Δικαιοσύνη και πώς;
Επιτρέψτε μου όμως να θεωρήσω ακόμη πιο προβληματική την ερώτηση. Τι σόι άνθρωπος είναι κάποιος που τραβάει ζόρι αν θα μπει κάποιος άλλος φυλακή; Χωρίς να αναφέρει καν κάποιον συγκεκριμένο λόγο;
Ενδεχομένως ανήκει στο πρωτόγονο φαντασιακό σύμπαν του Πολάκη που κατακλύζεται από «τρωκτικά και κοπρόσκυλα», τα οποία η Δικαιοσύνη δεν έχει στείλει φυλακή.
Ή σε ένα άλλο εξίσου πρωτόγονο και παράλληλο σύμπαν όπου τα γεγονότα συνοψίζονται στην ποινική εκδοχή τους. Εκεί, τα Τέμπη είναι «έγκλημα», οι δημοσιογράφοι «δολοφονούνται» και το Λιμενικό «πνίγει ανθρώπους».
Αυτό φυσικά μπορεί να έχει κάποιο ενδιαφέρον ως κακόγουστο αστυνομικό σενάριο. Αλλά δεν είναι αντιπολίτευση.
Και ίσως να αποτελεί ακριβώς το τίμημα του κενού αντιπολίτευσης. Ο καθένας βάζει στο τραπέζι ό,τι του κατέβει στο κεφάλι και τον ρόλο της αντιπολίτευσης μπορεί να εποφθαλμιούν ο περιφερειάρχης Θεσσαλίας ή ο δήμαρχος Αθήνας.
Στις 7/2, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ κατηγορεί με δηλώσεις του την κυβέρνηση επειδή δεν έχουν ακόμη τοποθετηθεί τα κλιματιστικά που εκείνος έκανε δωρεά σε ένα σχολείο της Καλλιθέας.
Πέρα από τη γελοιότητά του, το περιστατικό αποκαλύπτει την ιδιότυπη αντίληψη μιας αντιπολίτευσης που θα κάνει δωρεές και μιας κυβέρνησης που θα λειτουργεί περίπου ως ο ψυκτικός της περιοχής.
Αλλά στη δημοκρατική πολιτεία που μετέχουμε ούτε η μία δουλειά υπάρχει ούτε η άλλη. Θα μπορούσε να θεωρηθεί κάποιου είδους παρανόηση. Πιστεύω ότι είναι άγνοια.
Σε λίγες μέρες, τρεις νέοι πολιτικοί του ΣΥΡΙΖΑ, του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Αριστεράς θα εμφανιστούν σε κάποιο θέατρο να συζητήσουν «Απέναντι στην κυριαρχία Μητσοτάκη ποιος;» (θέατρο Αλφα, 13/2).
Το ερώτημα είναι εύλογο και η διοργανώτρια εφημερίδα της Αριστεράς το χαρακτηρίζει «μια συζήτηση που επείγει».
Δεν ξέρω βεβαίως ποιους ή γιατί επείγει, ενδεχομένως την εφημερίδα. Αλλά ποτέ δεν έκανε κακό μια κουβέντα.
Υπό την προϋπόθεση να ξέρουμε τι συζητούμε, κι αυτό δεν προκύπτει από πουθενά.
Συζητούμε για τους πολίτες του Κουρέτα; Για τη Δικαιοσύνη του Πολάκη; Για τα κλιματιστικά του Κασσελάκη; Για το «έγκλημα» των Τεμπών; Για τους αγρότες; Για την παρένθετη μητέρα; Για κάτι από όλα αυτά ή για τίποτα;
Και φυσικά δεν φταίνε οι τρεις φιλόδοξοι νέοι που θα διασταυρώσουν τις απόψεις τους επί της θεατρικής σκηνής. Φταίει το ερώτημα στο οποίο καλούνται να απαντήσουν.
Διότι η «κυριαρχία Μητσοτάκη» δεν είναι φαντασιακή κατασκευή σαν τα «κοπρόσκυλα» του Πολάκη ή τους «πολίτες» του Κουρέτα. Είναι μια πραγματικότητα.
Στην οποία η απάντηση δεν είναι μόνο «ποιος». Είναι και «τι» και «πώς» και «γιατί». Απαντήσεις που λείπουν.
Η πικρή αλήθεια είναι ότι οι υποψήφιοι αντιπολιτευόμενοι επιστρατεύουν μια ρητορική παλαιάς κοπής για να αντιταχθούν σε ένα σύγχρονο δεδομένο, το οποίο ούτε έχουν αναλύσει ούτε έχουν κατανοήσει.
Διάβασα το παρανοϊκό πως «είναι μεγάλη προσφορά του Μητσοτάκη γιατί με το νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο έδειξε στην ελληνική κοινωνία πόσο βαθιά αναχρονιστικό και οπισθοδρομικό κόμμα είναι η ΝΔ» της οποίας (αν δεν έχει αλλάξει πρόσφατα κάτι) αρχηγός είναι ο… Μητσοτάκης (Γ. Ραγκούσης, Open, 4/2)!
Επιτρέψτε μου λοιπόν να υποθέσω ότι εκεί οφείλεται το κενό αντιπολίτευσης και όχι στο αποτέλεσμα των εκλογών του 2023 ή στην αδυναμία των κομμάτων που την αποτελούν.
Καλώς ή κακώς, η ελληνική κοινωνία δεν συγκινείται πλέον από τους αργόσχολους των φοιτητικών καταλήψεων, δεν φωνάζει «αγρότη, πολέμα, σου πίνουνε το αίμα» και ούτε εξεγείρεται για τα δεινά των Παλαιστινίων.
Αν κάποιοι ψάχνουν λοιπόν μια πραγματική απάντηση στο ερώτημα της αντιπολίτευσης δεν χρειάζεται να απευθυνθούν στον Τεμπονέρα, τον Χριστοδουλάκη ή την Αχτσιόγλου.
Την ελληνική κοινωνία πρέπει να ρωτήσουν.
Αν και υποψιάζομαι ότι φοβούνται την απάντησή της.