Πριν από 50 χρόνια, ο Mark Granovetter, ένας νεαρός διδάκτορας του Harvard και μετέπειτα καθηγητής στο Stanford University έγραψε ένα άρθρο με τίτλο «Η ισχύς των αδύναμων δεσμών» (The strength of weak ties). Το άρθρο αυτό άσκησε τεράστια επιρροή (72.000 αναφορές) και αποτέλεσε το ιδρυτικό κείμενο μιας ολόκληρης σχολής σκέψης (της Θεωρίας Δικτύων). Σύμφωνα με τον Granovetter, ενώ οι ισχυροί δεσμοί (δηλαδή οι στενές σχέσεις με τους φίλους και την οικογένεια) είναι σημαντικοί για συναισθηματικούς λόγους, οι αδύναμοι δεσμοί (δηλαδή οι πιο μακρινές ή περιστασιακές σχέσεις) είναι πιο πολύτιμοι όσον αφορά την παροχή πληροφόρησης. Κι αυτό γιατί όσο ισχυρότερος είναι ο δεσμός που συνδέει δύο άτομα ή οργανισμούς, τόσο περισσότερο μοιάζουν, με διάφορους τρόπους Έτσι, οι νέες πληροφορίες που μπορούν να λάβουν από τους ισχυρούς δεσμούς είναι σχετικά επαναλαμβανόμενες και επομένως περιορισμένες.
Προφανώς έχουν αλλάξει πολλά από τη δημοσίευση του άρθρου, με την εμφάνιση του διαδικτύου, τις ιστοσελίδες και τα blogs και πιο πρόσφατα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπως το Facebook, το Instagram, το Twitter και το TikTok. Ωστόσο οι αλγόριθμοι των social media – αν κι έχουν διευρύνει το αριθμό των επαφών – αποδείχθηκε ότι λειτουργούν περισσότερο ως πολλαπλασιαστές των ισχυρών δεσμών και λιγότερο ως ενισχυτές των αδύναμων, ως δηλαδή «δωμάτια ηχούς» (echo chambers) που επαναλαμβάνουν αυτά που πιστεύουμε και ενισχύουν αυτά που ήδη ξέρουμε. Επομένως ο έργο του Granovetter παραμένει επίκαιρο – ίσως περισσότερο επίκαιρο από ποτέ.
«Δεν είναι τυχαίο ότι μερικά από τα πρόσφατα σκάνδαλα με Οργανώσεις Κοινωνίας Πολιτών αφορούσαν οργανώσεις με πολύ περιορισμένη δικτύωση με άλλες οργανώσεις του χώρου».
Η δικτύωση των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών (ΟΚΠ) είναι κρίσιμης σημασίας. Περιλαμβάνει τη δημιουργία, την καλλιέργεια και τη διατήρηση επαφών, την ανάπτυξη συνεργειών και συνεργασιών και την οικοδόμηση εταιρικών σχέσεων με άλλους φορείς ή άτομα προκειμένου να επιτύχουν την αποστολή και τους στόχους τους. Το κόστος της έλλειψης δικτύωσης και εταιρικών σχέσεων μεταξύ των ΟΚΠ είναι σημαντικό. Τα πραγματικά κόστη περιλαμβάνουν σπατάλη πόρων σε διοικητικές δαπάνες και την αλληλεπικάλυψη (duplication) των προσπαθειών. Ακόμη, η έλλειψη δικτύωσης και εταιρικών σχέσεων οδηγούν σε χαμένες ευκαιρίες προσέλκυσης εθελοντών και πόρων αλλά και άσκησης επιρροής. Πάνω απ’ όλα όμως, όπως θα έλεγε ο Granovetter, η απουσία αδύναμων δεσμών δικτύωσης υπονομεύει τις προσπάθειες των οργανώσεων να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των κοινοτήτων που εξυπηρετούν αλλά και την εκτίμηση της ευρύτερης κοινωνίας. Δεν είναι τυχαίο ότι μερικά από τα πρόσφατα σκάνδαλα με Οργανώσεις Κοινωνίας Πολιτών αφορούσαν οργανώσεις με πολύ περιορισμένη δικτύωση με άλλες οργανώσεις του χώρου.
Η οργανωμένη κοινωνία πολιτών στην Ελλάδα (Αστικές Μη Κερδοσκοπικές Εταιρίες και Σωματεία) αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις. Υπάρχει μεγάλη συγκέντρωση προσωπικού, εθελοντών και πόρων σε λίγες οργανώσεις με την παράλληλη ύπαρξη ενός μεγάλου αριθμού μικρών και πολύ μικρών οργανώσεων. Οι περιορισμένοι πόροι (αποτέλεσμα της οικονομικής δυσπραγίας των τελευταίων ετών και της έλλειψης εμπιστοσύνης του κοινού) δημιουργούν ένα πολύ ανταγωνιστικό περιβάλλον. Αυτό οδηγεί σε έλλειψη δευτεροβάθμιων οργανώσεων ενώ ο αριθμός διαθεματικών συνεργασιών παραμένει περιορισμένος. Αν και υπάρχουν αξιόλογες δευτεροβάθμιες οργανώσεις (π.χ. Πλατφόρμα για την Ανάπτυξη, Φόρουμ Μεταναστών, Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία) και δίκτυα (π.χ. Ελληνικό Δίκτυο για την Καταπολέμηση της Φτώχειας και Δίκτυο για το Δικαίωμα στη Στέγη και την Κατοικία) σπανίζουν οι διαθεματικές συνεργασίες ενώ η διαβούλευση με δημόσιους φορείς παραμένει αδύναμη – με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη συμμετοχική δημοκρατία που είναι ένα κρίσιμο ζητούμενο στο σημερινό κόσμο.
«Χρειάζεται να δοθούν και κίνητρα για συνέργειες και συνεργασίες».
Σε ένα πρόσφατο πρόγραμμα που υλοποίησε το ΕΛΙΑΜΕΠ με την υποστήριξη του Ιδρύματος Μποδοσάκη και του Solidarity Now στα πλαίσια των EEA Grants, επιδιώχθηκε να προωθηθούν οι διαθεματικές συνεργασίες ανάμεσα σε οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών και να ενισχυθεί η διαβούλευσή τους με δημόσιους φορείς. Ως ευρύτερη πλατφόρμα για να επιτευχθούν αυτά τα δύο επιλέχθηκαν οι Στόχοι της Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ – που αφορούν αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες. Η θετική διάθεση των οργανώσεων που συμμετείχαν και το έντονο ενδιαφέρον στελεχών Υπουργείων και κρατικών φορέων για τις δράσεις του προγράμματος έδωσαν ένα ελπιδοφόρο μήνυμα. Ωστόσο για να έχουν τέτοιες πρωτοβουλίες συνέχεια και να αποδώσουν καρπούς απαιτούνται εκτός από μια αλλαγή νοοτροπίας σε πολλά επίπεδα (ανάμεσά τους και με την προώθηση της συνεργατικής μάθησης στα σχολεία) και μια βαθύτερη συνειδητοποίηση ότι οι προκλήσεις για τη χώρα πρέπει να αντιμετωπίζονται ολιστικά (π.χ. τα ζητήματα υγείας, πρόνοιας, καταπολέμησης της φτώχειας και η κλιματική αλλαγή δεν μπορούν να διαχωριστούν).
Χρειάζεται να δοθούν και κίνητρα για συνέργειες και συνεργασίες (π.χ. δημιουργία εταιρικών σχέσεων ως προϋπόθεση πρόσβασης σε χρηματοδοτήσεις, κίνητρα προνομιακής πρόσβασης στη διαβούλευση για δευτεροβάθμιες οργανώσεις, φορολογικά κίνητρα, κλπ.). Τα αποτελέσματα θα είναι σημαντικά για τις ίδιες τις οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών, τους ωφελούμενους αλλά πάνω απ’ όλα για την ίδια τη χώρα και την ποιότητα της δημοκρατίας μας.
*Ο Αστέρης Χουλιάρας είναι Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου