Tέσσερις συνεχόμενες δημοσκοπήσεις καταγράφουν μια ουσιαστική πολιτική ανατροπή για πρώτη φορά από το 2016. Θυμίζω. Στα μέσα του 2016 και μετά την εκλογή του Κ. Μητσοτάκη (Ιανουάριος 2016), η ΝΔ ανεβαίνει στην πρώτη θέση των δημοσκοπήσεων αφήνοντας τον ΣΥΡΙΖΑ στη δεύτερη.
Εως τώρα το προβάδισμα της ΝΔ όχι μόνο δεν έχει ανατραπεί αλλά σταδιακά διευρύνθηκε.
Είναι μάλλον το πιο διαρκές και αδιατάρακτο προβάδισμα πρώτου κόμματος αφότου γενικεύτηκε στην Ελλάδα η διεξαγωγή δημοσκοπήσεων (δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80).
Αλλά η ανατροπή για την οποία μιλούμε σήμερα δεν αφορά το πρώτο κόμμα.
Οι τέσσερις δημοσκοπήσεις καταγράφουν τον ΣΥΡΙΖΑ να υποχωρεί πλέον στην τρίτη θέση, πίσω από το δεύτερο ΠΑΣΟΚ (Opinion Poll στις 16/11, GPO στις 18/11, Marc στις 19/11, PULSE στις 23/11).
Μια πέμπτη καταγράφει τον ΣΥΡΙΖΑ να δίνει μάχη ακόμη και για την τρίτη θέση όπου ισοψηφεί με το ΚΚΕ (Pro Rata, 21/11).
Αν πάρουμε υπόψη και τις δύο βουλευτικές εκλογές που μεσολάβησαν (Μάιος και Ιούνιος 2023) αλλά και τις περιφερειακές (Οκτώβριος 2023) είναι μια από τις μεγαλύτερες κατρακύλες κόμματος από την εποχή της Μεταπολίτευσης.
Ποσοτικά μπορεί να συγκριθεί μόνο με την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ μεταξύ 2010 και 2015.
Η διαφορά των δύο περιπτώσεων είναι όμως καταφανής.
Το διάστημα 2010 – 2015, το ΠΑΣΟΚ υπέστη ή έστω επωμίστηκε το κόστος μιας ουσιαστικής μεταβολής των γενικότερων συνθηκών στη χώρα λόγω χρεοκοπίας και Μνημονίου. Το κομματικό σύστημα ρευστοποιήθηκε σχεδόν στο σύνολό του κι έτσι αναδείχθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Αντιθέτως το διάστημα 2019 – 2023 τίποτα αντίστοιχο δεν συνέβη ώστε να του αποδοθεί η ευθύνη για την κατάρρευση του δεύτερου κόμματος.
Τουναντίον και παρά τις επιμέρους αναταράξεις, η χώρα βάδισε έναν δρόμο σταθεροποίησης και «κανονικοποίησης» από τον οποίο έδειξε να επωφελείται ακόμη και το ΚΚΕ.
Τι συνέβη λοιπόν κι ο ΣΥΡΙΖΑ έπαθε τέτοιο στραπάτσο;
Να είμαστε ειλικρινείς. Σε ένα πολιτικό σύστημα οι ερμηνείες δεν είναι μονοπαραγοντικές, ούτε εξατομικευμένες. Και γι’ αυτό είναι δύσκολο να απομονώσεις την αδυναμία του ενός από την ισχύ του άλλου. Ολοι τα εξηγούν όλα.
Στην προκειμένη περίπτωση όμως υπάρχει ένα ιδιαίτερο στοιχείο. Οι συνθήκες της συγκυρίας.
Αδιαμφισβήτητο δημιούργημα της κρίσης ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να προσαρμοστεί ή να ενσωματωθεί στο ξεπέρασμά της. Αποχώρησε τρόπον τινά μαζί της.
Ακόμη περισσότερο που εκπροσωπούσε ένα ιδιαίτερο και ακατέργαστο είδος Αριστεράς για την οποία η Εφη Αχτσιόγλου διατύπωσε ίσως την πιο οξυδερκή διάγνωση λέγοντας ότι «η κανονικότητα στην πραγματικότητα ποτέ δεν είναι ευκαιρία για την Αριστερά» (9/7/2021).
Χωρίς αθέμιτες κι ανιστόρητες συγκρίσεις είναι περίπου η διάγνωση του Λένιν για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο πόλεμος για τον Λένιν ήταν ευκαιρία και τον χρησιμοποίησε δεόντως στη Ρωσία για να πάρει την εξουσία.
Πάμε όμως στα δικά μας. Διότι η γενική διατύπωση δεν λειτουργεί νομοτελειακά.
Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ καλύπτει αστοχίες που δείχνουν ακόμη και αδυναμία κατανόησης ή πρόσληψης των προσώπων, της δυναμικής και της συγκυρίας. Της κοινωνικής πραγματικότητας, με λίγα λόγια.
Καταγράφω τρεις.
Πρώτον, την υπερτίμηση του Τσίπρα. Ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είχε βγει τραυματισμένος από την κυβερνητική θητεία του και τις ήττες του 2019. Το κατέγραφαν όλες ανεξαιρέτως οι δημοσκοπήσεων.
Κι όπως σημείωνε ένας από τους καλύτερους αναλυτές τους «δεν μπορείς να κάνεις πρωταγωνιστική σταδιοδρομία όταν τα 2/3 ή το 70% των Ελλήνων σε θεωρεί, δικαίως ή αδίκως, αναξιόπιστο και ανεπαρκή».
Αυτή η (δίκαιη ή άδικη, το επαναλαμβάνω) επιφύλαξη ή και δυσπιστία του εκλογικού σώματος ουδέποτε υπολογίστηκε σοβαρά από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Εξακολουθούσε να συμπεριφέρεται σαν να πορεύεται υπό την ηγεσία ενός «χαρισματικού ηγέτη» τον οποίο ο λαός προσμένει ξανά στην εξουσία. Στο μυαλό τους η επιστροφή ήταν θέμα χρόνου.
Δεύτερον, την υποτίμηση του Μητσοτάκη. Δεν νομίζω ότι υπάρχει ανάλογο προηγούμενο στην Ελλάδα όπου κάποιο πολιτικό προσωπικό να έδειξε τέτοια περιφρόνηση και απαξία για έναν αντίπαλό του.
Περιφρόνηση και απαξία εντελώς αβάσιμες κι αδικαιολόγητες από τα πραγματικά δεδομένα. Στη βάση του ήταν απλώς ένα φαντασιακό κατασκεύασμα που προσπαθούσε να υπηρετήσει ένα κοινωνικό σύμπλεγμα κατά των «αρίστων».
Ο ΣΥΡΙΖΑ κατέρρεε εκλογικά κι οι δικοί του πόνταραν σε κάποιο ντιμπέιτ όπου (υποτίθεται) ο Τσίπρας θα συνέτριβε τον Μητσοτάκη και θα έσωζε την παρτίδα. Η διάψευση είχε εν τω μεταξύ μεταβληθεί σε έναν ψυχωτικό «αντιμητσοτακισμό».
Αλλωστε φαίνεται ότι όντως το χούι βγαίνει μετά την ψυχή. Από τον «Κούλη» και το «Μητσοτάκη γ@μιέσα@ι» φτάσαμε να χαρακτηρίζεται ο Πρωθυπουργός ακόμη και σήμερα «χάχας» («Αυγή», 17/11).
Τρίτον, την εξωφρενική παρερμηνεία της κοινωνίας. Νομίζω ότι δεν υπάρχει στη σύγχρονη πολιτική ιστορία άλλο παράδειγμα τόσο κραυγαλέας αποξένωσης ανάμεσα σε ένα κόμμα και την κοινωνία μέσα στην οποία πολιτεύεται πιστεύοντας ότι την εκφράζει.
Διότι η κοινωνία άλλαξε. Βγήκε από τη δεκαετή περιπέτεια του Μνημονίου πιο «κεντρώα», πιο προσγειωμένη και μετριοπαθής, λιγότερο έξαλλη, υστερική κι αλλοπρόσαλλη.
Μια «κανονική» κοινωνία δηλαδή την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε ήθελε, ούτε μπορούσε να εκφράσει, ακόμη κι αν επέμενε να πολιτεύεται στο όνομά της.
Αυτά είναι τα δεδομένα ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Η υπερτίμηση του ενός, η υποτίμηση του άλλου και η παρερμηνεία του συνόλου συγκρότησαν μια μεγάλη πολιτική παρεξήγηση.
Οπως πάντα όμως τις παρεξηγήσεις τις λύνει η πραγματικότητα. Και τις διαλύει κυνικά η απομάγευση από την κοροϊδία και τις παπάρες.
«Δεν έφταιγαν οι ίδιοι, τόσοι ήτανε» θα κατέληγε ίσως ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Και όπως πάντα θα είχε δίκιο.