Πολύ καλά κάνουμε και συνομιλούμε με την Τουρκία. Ετσι κάνουν οι πολιτισμένες χώρες.

Εστω κι αν δεν έχουμε κάτι ιδιαίτερο να πούμε.

Την ίδια στιγμή βεβαίως που παίρνω ανάποδες κάθε φορά που ο Ερντογάν ανοίγει το στόμα του και ξεφουρνίζει ό,τι μαγκιά του κατέβει στο κεφάλι.

Αναπάντητα.

Ακόμη κι αν αντιλαμβάνομαι τη σκοπιμότητα των χαμηλών τόνων, δεν μου αρέσει να μας θεωρούν κράτος φλώρων.

Για να ολοκληρώσω την εικόνα, μου ταράζουν επίσης το νευρικό σύστημα διάφοροι ελαφρόμυαλοι που ζητούν να κλείσουμε τα βιβλία της Ιστορίας επειδή προέκυψε (λέει) μια μοναδική ευκαιρία για «την επίλυση των προβλημάτων».

Ποια είναι η ευκαιρία όμως; Ποια είναι τα προβλήματα; Πώς θα λυθούν; Κι αν δεν λυθούν, τι θα κάνουμε; Θα ξανανοίξουμε τα βιβλία;

Ομολογώ ότι με εντυπωσιάζει το γεγονός πως τόσοι ανίδεοι πουλάνε τεχνογνωσία κατευνασμού στα ελληνοτουρκικά.

Υποθέτω πως αποτελεί πλέον μια παράδοση της ελληνικής πολιτικής που τροφοδοτείται από τρεις πηγές.

Πρώτον, από ένα σύμπλεγμα αδυναμίας όπου ο ανίσχυρος συμπεριφέρεται ως «δωσίκωλος» για να μην εκνευρίσει τον ισχυρό.

Δεύτερον, από τη στρεβλή άποψη πως όλες οι διαφορές μπορούν να λυθούν πολιτισμένα αρκεί να βάλεις νερό στο κρασί σου.

Τρίτον, από την αυτοκτονική αντίληψη ότι πολιτισμένοι λαοί είναι εκείνοι που πίνουν το κρασί τους νερωμένο.

Δεν είναι τυχαίο ότι σε αυτήν την παράδοση του κατευνασμού συνυπάρχουν «δεξιά» κι «αριστερά» στοιχεία.

Το πρόβλημα στη σημερινή συγκυρία άλλωστε δεν είναι ότι η κυβέρνηση κάνει μια «δεξιά» ή μια «αριστερή» πολιτική, μια «νατοϊκή» ή μια «εθνική» πολιτική.

Είναι ότι κάνει μια μπερδεμένη πολιτική.

Η οποία προσδιορίζεται ή αναπροσδιορίζεται κατά περίπτωση και κατά τις περιστάσεις.

Πρώτα θέλει, μετά δεν μπορεί, μετά δεν ξέρει τι θέλει, μετά πλακώνει τα μπινελίκια ο Ερντογάν, μετά λέει ότι δεν θέλει, μετά οι σεισμοί. Φτου κι από την αρχή.

Ετσι η χώρα πολιτεύεται διαρκώς στριμωγμένη ανάμεσα σε μια κοσμοπολίτικη συμπεριφορά ευγενείας και μια αμείλικτη γεωπολιτική πραγματικότητα.

Αυτό δεν θα το λύσει καμία κουβέντα Γεραπετρίτη – Φιντάν στην Αγκυρα, ούτε κάποια συνάντηση Ερντογάν – Μητσοτάκη στη Νέα Υόρκη ή αλλού.

Αλλωστε δεν είμαστε αφελείς, ξέρουμε πολύ καλά τι επιδιώκει η άλλη πλευρά και γιατί μας υπολογίζει.

Αν όμως οι Τούρκοι νομίζουν ότι κάνοντας τα φιλαράκια τα καλά θα ανοίξουν οι πόρτες στην Ουάσιγκτον ή τις Βρυξέλλες, θα πρέπει να κατανοήσουν ότι χρειάζεται να κάνουν πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια για να γίνουμε φιλαράκια καλά.

Και να τους το εξηγήσουμε εγκαίρως διότι οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τελικά τα καλά φιλαράκια.