Ο νέος Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Γιώργος Φλωρίδης στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης για το τομέα της Δικαιοσύνης είπε κάτι πολύ ορθό.
Δηλαδή, ότι δεν είναι δυνατό το έγκλημα της κακουργηματικής απιστίας κατά τραπεζικών ιδρυμάτων να διώκεται κατ΄ έγκληση.
Με άλλα λόγια , όπως είπε ο ίδιος ο Υπουργός «τα ίδια τα τραπεζικά στελέχη που διαπράττουν το έγκλημα να κάνουν μήνυση στον εαυτό τους».
Και θα ήθελα επ’ αυτού του ζητήματος να διατυπώσω τις ακόλουθες παρατηρήσεις.
Το 1928 ο Μπέρτολτ Μπρεχτ είχε διατυπώσει στο θεατρικό του έργο «Η Όπερα της Πεντάρας» την περίφημη άποψη , ότι «μεγαλύτερο αδίκημα και από τη ληστεία μιας τράπεζας, είναι η ίδρυσή της».
Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε και δε συμφωνώ καθόλου με την παραπάνω άποψη, γιατί η μεταπολεμική ιστορική εμπειρία έχει αποδείξει περίτρανα ότι μια δυτική δημοκρατία δεν μπορεί να επιβιώσει , αν δεν υπάρχει ένα υγιές τραπεζικό σύστημα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο είναι αναγκαίο να αναφέρουμε επίσης, ότι οι τράπεζες δεν συνιστούν ένα απομονωμένο πεδίο , αλλά συνιστούν ένα αναπόσπαστο στοιχείο μιας κοινωνίας και μιας οικονομίας.
Εξάλλου στα χρόνια της σκληρής οικονομικής κρίσης οι Έλληνες φορολογούμενοι είχαν ανακεφαλαιώσει τα προβληματικά τραπεζικά ιδρύματα με τα δικά τους λεφτά.
Υπό αυτήν την έννοια πιστεύω ακράδαντα, ότι η ποινική μεταχείριση ενός τραπεζικού στελέχους , το οποίο διαπράττει ένα κακούργημα και χορηγεί κάποιο δάνειο πάνω από 120.000 ευρώ χωρίς εμπράγματη εξασφάλιση σε ένα ιδιώτη ή μια επιχείρηση, δεν είναι δυνατό να είναι διαφορετική.
Σε σύγκριση με την ποινική μεταχείριση την οποία θα έχουν τα στελέχη άλλων ιδιωτικών εταιριών (όταν παραβιάζουν τους κανόνες της χρηστής οικονομικής διαχείρισης).
Ή τα στελέχη των οργανισμών του Δημοσίου, όταν διαπράττουν το ίδιο έγκλημα (: δηλαδή το έγκλημα της κακουργηματικής απιστίας του άρθρου 390 του Ποινικού Κώδικα).
Μια τέτοια θεώρηση θα ερχόταν σε σφοδρή αντίθεση με το άρθρο 4 του Συντάγματος το οποίο καθιερώνει τη διαβόητη «ισότητα απέναντι στο νόμο».
Κάτω από αυτό το πρίσμα έχω την αξιολογική κρίση , ότι είναι εντελώς προβληματική -και ίσως επικίνδυνη- η ρύθμιση την οποία είχε ψηφίσει ο προηγούμενος Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Τσιάρας με το άρθρο 12 του ν. 4637 /2019.
Τι ακριβώς έλεγε η ρύθμιση τούτη (η οποία εξακολουθεί να ισχύει);
Ότι η κακουργηματική απιστία κατά των τραπεζικών ιδρυμάτων θα διώκεται μόνο μετά από καταγγελία («έγκληση») της ίδιας της Τράπεζας.
Δεν το αποκλείω, αλλά νομίζω ότι είναι εξαιρετικά αφελές να πιστεύει κανείς ότι ένα Τραπεζικό ίδρυμα θα φανεί ιδιαίτερα πρόθυμο για να καταγγείλει μια κακουργηματική απιστία , η οποία έχει διαπραχθεί στους κόλπους του.
Επιπλέον, όλα αυτά είναι επικίνδυνα πράγματα , γιατί κατ΄ ουσία οι Τράπεζες θα έχουν μια «ποινική ασυλία».
Ο Άρειος Πάγος βεβαίως με το Βούλευμα 158/2021 -και με μια ανεπαρκή δογματική θεμελίωση έκρινε- ότι η παραπάνω ρύθμιση είναι συνταγματική.
Ποιο είναι το συμπέρασμα από όλα αυτά;
Ο νέος Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Φλωρίδης έχει απόλυτο δίκαιο , όταν υποστηρίζει ότι η κακουργηματική απιστία την οποία διαπράττουν κάποια τραπεζικά στελέχη είναι απαραίτητο να διώκεται αυτεπαγγέλτως από τις Εισαγγελικές αρχές.
Και η κυβέρνηση είναι απαραίτητο να μας δηλώσει καθαρά , αν επιθυμεί το «ατιμώρητο» και το ακαταδίωκτο των τραπεζικών στελεχών , όταν διαπράττουν εγκλήματα (γιατί η ασαφής τοποθέτηση του κυβερνητικού εκπροσώπου επί του ζητήματος αυτού κάτι τέτοιο άφησε να εννοηθεί).
Και αυτό είναι μια κακή εξέλιξη για την κυβέρνηση, καθώς αρχίζει τη δεύτερη κυβερνητική της θητεία.