Ηταν 12 Σεπτεμβρίου 2021. Ο Μητσοτάκης παραχώρησε τη συνηθισμένη συνέντευξη Τύπου στα εγκαίνια της ΔΕΘ.
Τι είπε; Δύο πράγματα.
Πρώτον, ότι «η κυβέρνηση θα εξαντλήσει τη συνταγματική της θητεία». «Τι θα είχα να κερδίσω από πρόωρες εκλογές;» αναρωτήθηκε.
Δεύτερον, ότι θα διεκδικήσει την αυτοδυναμία από τις πρώτες κάλπες αλλά αν δεν προκύψει, θα πάει και σε δεύτερες εκλογές. «Η απλή αναλογική δεν επιτρέπει τον σχηματισμό κυβέρνησης παρά μόνο με συνεργασία των πρώτων δύο κομμάτων, την οποία και αποκλείω».
Δύο χρόνια αργότερα έχουν μεσολαβήσει:
* Το δεύτερο κύμα του κορωνοϊού (φθινόπωρο 2021).
* Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και ο πόλεμος (Μάρτιος 2022).
* Οι υποκλοπές (καλοκαίρι 2022).
* Η τραγωδία στα Τέμπη (Φεβρουάριος 2023).
Αλλά το σενάριο του Μητσοτάκη υλοποιήθηκε με απίστευτη πιστότητα και μέχρι κεραίας. Μεταξύ μας, θα μπορούσε να είχε προβλέψει και τα νούμερα του Τζόκερ.
Τα «γεγονότα» (που θα έλεγε κι ο Χάρολντ Μακμίλαν) πέρασαν σχεδόν χωρίς να τον ακουμπήσουν.
Σε σημείο που αναρωτιέμαι μήπως η επίδοση του προηγούμενου και σημερινού Πρωθυπουργού μόνο καθ’ υπερβολή ονομάστηκε «διαχείριση κρίσεων». Στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά μια νοήμων κι αποτελεσματική διαχείριση γεγονότων.
Θυμάμαι ακόμη διάφορους τελεμέδες που κατηγορούσαν τον Μητσοτάκη ότι είναι «αντιθεσμικό» να αγνοήσει το αποτέλεσμα της πρώτης κάλπης και ότι θα πρέπει να υποταχθεί στη λογική της απλής αναλογικής. Πάλι καλά που δεν τους ρώτησε!
Υπό αυτήν την έννοια, οι διπλές εκλογές του 2023 δεν είναι μόνο ένα αποτέλεσμα.
Είναι και το επιστέγασμα μιας στρατηγικής. Η οποία διέθετε τα απαραίτητα για να πετύχει: εσωτερική λογική, σαφές σχέδιο, καθαρούς στόχους και… τύχη!
Ναι, τύχη. Ο Μητσοτάκης ευτύχησε να αντιμετωπίσει τους ευκολότερους αντιπάλους που θα μπορούσε να βρει στον δρόμο του. Οχι γιατί είναι ικανότερος ή εξυπνότερος ή πιο χαϊδεμένος. Αλλά επειδή ήταν ο μόνος που παρουσίασε στην αγορά το εμπόρευμα που ζητούσε η αγορά.
Δεν θα πρέπει άλλωστε να ξεχνούμε ότι η πολιτική είναι συγκριτικό άθλημα. Ο Μητσοτάκης λοιπόν δεν συγκρίθηκε με τον Τσόρτσιλ ή τον Μιτεράν αλλά με τον Τσίπρα και τον Ανδρουλάκη.
Με κάποιους δηλαδή που βαυκαλίζονταν να επιδεικνύουν ακροδεξιές καρικατούρες της κατασκευής τους, που μιλούσαν για «δεξιό παρακράτος» και πράσινα άλογα ή πολεμούσαν ανύπαρκτους ανεμόμυλους. Κυνηγούσαν φαντάσματα, την ίδια στιγμή που ο Μητσοτάκης τούς έκλεβε τις εκλογές.
Στην πραγματικότητα κανείς τους δεν απευθύνθηκε στην πελατεία του πρώην και νυν Πρωθυπουργού για να τον αμφισβητήσει.
Οχι επειδή δεν είχαν προσόντα ή δυνατότητες. Ασφαλώς είχαν και προφανώς έχουν. Μόνο ο Μητσοτάκης όμως έχει τα προσόντα που ζητάει το ακροατήριό του. Τόσο απλό.
Ετσι, οι διπλές εκλογές του 2023 εξελίχθηκαν σε ένα ανάποδο 2012.
Η συγκίνηση ηττήθηκε κατά κράτος, το έλλογο επικράτησε συντριπτικά. Ακόμη κι όσοι προσπάθησαν (με αφορμή τις υποκλοπές ή τα Τέμπη) να οργανώσουν τη συγκίνηση ή την οργή ώστε να την εκμεταλλευτούν απέτυχαν.
Λογικό. Οι «αγανακτισμένοι πυρόπληκτοι» που κάθε καλοκαίρι πυρκαγιών παρελαύνουν από τις τηλεοράσεις αποδεικνύονται αναξιόπιστοι σχολιαστές της επικαιρότητας, ακόμη και της πιο τραγικής.
Επαψαν λοιπόν οι Ελληνες να είναι ευσυγκίνητοι κι ανεμοδούρες συναισθηματικών εκρήξεων; Κάθε άλλο. Απλώς άλλαξαν τα θέματα που τους συγκινούν.
Γι’ αυτό είναι βλακώδεις οι υπόνοιες για «συντηρητική στροφή» της ελληνικής κοινωνίας. Ο ψηφοφόρος του Μητσοτάκη δεν είναι περισσότερο, ούτε λιγότερος, «ιδεολόγος» από έναν ψηφοφόρο του Ανδρέα Παπανδρέου ή του Κώστα Σημίτη.
Απλώς οι όροι και τα όρια αντίληψης του κόσμου και της κοινωνίας έχουν μετακινηθεί μέσα στον μισό αιώνα που μεσολάβησε από τη Μεταπολίτευση. Το αντίθετο θα ήταν αδιανόητο.
Σε σημείο που ο Μητσοτάκης είναι τελικά το δημιούργημα κι όχι ο δημιουργός μιας καινούργιας κατάστασης.
Ακριβώς όπως ο Τσίπρας κι ο ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσαν το κατάλοιπο ενός αναχρονισμού, ενός παρελθόντος που δεν λέει να παρέλθει.
Μπορεί να προκάλεσαν ή να τροφοδότησαν το «αντιΣΥΡΙΖΑ» μέτωπο αλλά δεν το έφτιαξαν. Ολες ανεξαιρέτως οι δημοσκοπήσεις της τελευταίας εξαετίας περιγράφουν τη βαθιά απόρριψη μιας παράταξης που πρεσβεύει πράγματα ανοίκεια για την πλειονότητα και αποθεώνει κάποιον για τον οποίο μόνο μια ισχνή μειοψηφία έχει καλή γνώμη.
Χρειάζονται λοιπόν τόνοι προκατειλημμένης ανοησίας ή μπασκετικής άγνοιας για να βεβαιώνεις ακόμη και σήμερα ότι ο Τσίπρας «είναι ό,τι περίπου ο Γκάλης για το μπάσκετ» και να μιλάς «για διπλό εκλογικό σεισμό του 2012» (Δ. Χριστόπουλος, News 247, 17/7).
Διότι τώρα, όπως και τότε, εκείνο που χαρακτήρισε την εκλογική και την ευρύτερη πολιτική συγκυρία είναι μια σύγκρουση μεταξύ εκείνων που μπόρεσαν να διαβάσουν τη συγκυρία και κάποιων άλλων που σουλατσάριζαν «αλλού γι’ αλλού».
Ευλόγως οι πρώτοι επικράτησαν συντριπτικά.
Το σενάριο λοιπόν που περιέγραψε ο Μητσοτάκης πριν από δύο χρόνια στη ΔΕΘ υλοποιήθηκε με εντυπωσιακή ακρίβεια όχι επειδή περιείχε καμία μεγάλη σοφία.
Αλλά επειδή ήταν μια σαφής, συνεκτική και γήινη στρατηγική. Ή, αν προτιμάτε, η στρατηγική που περιείχε την πιο καθαρή αντίληψη για τα πρόσωπα και τα δεδομένα της συγκυρίας.
Φυσικά κανείς δεν ξέρει ακόμη το τέλος στο σενάριο που έχει γράψει ο Πρωθυπουργός κι αυτό είναι ίσως θετικό για κάθε σενάριο. Κρατά ζωντανό το ενδιαφέρον του κοινού.
Η μεγαλύτερή του επιτυχία όμως είναι ίσως και η μεγαλύτερη αδυναμία του: έμεινε πλέον μόνος επί σκηνής με μοναδικό αντίπαλο τον εαυτό του.
Αλλά όπως είπαμε η πολιτική είναι συγκριτικό άθλημα. Εφεξής ο Μητσοτάκης θα πρέπει να τα βάλει με τον Μητσοτάκη.