Ο Μητσοτάκης με μπέρδεψε. Λέει πως «οποιαδήποτε συμφωνία» με την Τουρκία μπορεί να συνεπάγεται και «κάποιες υποχωρήσεις από κάποιες θέσεις που μπορεί να είναι η αφετηρία μιας διαπραγμάτευσης» (Σκάι, 14/7).
Να το δεχτώ. Αλλά είμαστε σε κάποια διαπραγμάτευση για κάτι με την Τουρκία; Και για ποιο θέμα;
Εως τώρα ξέραμε πως έχουμε μια μοναδική διαφορά, την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, κι ότι αυτή πρέπει να επιλυθεί στη βάση του διεθνούς δικαίου από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (δηλώσεις Μητσοτάκη πριν από τη σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους και τη συνάντηση με τον Ερντογάν, 11/7).
Σχεδόν αυτολεξεί η διατύπωση αυτή είχε περιληφθεί και στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης (6/7).
Τι μεσολάβησε λοιπόν από το Βίλνιους έως τον Σκάι;
Σημειώνω πως παρεμφερείς σκέψεις είχε διατυπώσει και παλαιότερα ο Πρωθυπουργός όταν μιλούσε για «αμοιβαίες υποχωρήσεις με την Τουρκία» στις «μεγάλες ελληνοτουρκικές διαφορές» μας (συνέντευξη ΕΡΤ, 27/9/2021). Χωρίς συνέχεια, πάντως.
Ενδεχομένως να είναι σύμπτωση ή απλώς μια μπερδεμένη φραστική διατύπωση.
Αλλά η απορία παραμένει.
Με την Τουρκία έχουμε «διαφορά» ή «διαφορές»; Προκρίνουμε τη διμερή διαπραγμάτευση ή την προσφυγή στη διεθνή Δικαιοσύνη και το διεθνές δίκαιο;
Αν προκρίνουμε τη διαπραγμάτευση, τι ακριβώς διαπραγματευόμαστε και για ποιες υποχωρήσεις μιλάμε;
Κι αυτές τις υποχωρήσεις θα τις κάνουμε μπροστάντζα ώστε να ανοίξει η διαπραγμάτευση ή ad referendum για να κλείσει;
Φυσικά κανείς δεν έχει απαίτηση να αποκαλύψει λεπτομερώς κι από τηλεοράσεως ο Πρωθυπουργός πώς θα κινηθεί στις σχέσεις με την Τουρκία. Ούτε ο Ερντογάν το κάνει, ούτε κανείς άλλος.
Αντιλαμβάνομαι επίσης ότι και η άλλη πλευρά έχει απαιτήσεις κι ότι καμία διευθέτηση δεν προϋποθέτει την πλήρη υποταγή της μιας εκ των δύο πλευρών. Λογικά λοιπόν θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι απόψεις της Τουρκίας.
Αλλά δυσκολεύομαι να καταλάβω τι νόημα έχει να προαναγγέλλει ο Πρωθυπουργός την πιθανή έκβαση μιας διαπραγμάτευσης πριν από τη διαπραγμάτευση.
Και κυρίως ποιος Πρωθυπουργός θα αναλάβει το κόστος μιας συμφωνίας με την Τουρκία χωρίς να έχει διασφαλίσει προηγουμένως μια ευρύτατη συναίνεση πάνω στο περιεχόμενο της συμφωνίας. Μία συναίνεση την οποία πολύ δύσκολα θα επιτύχει.
Διότι το ερώτημα δεν είναι μόνο τι υποχωρήσεις ενδιαφέρουν την Τουρκία. Αλλά και ποιες υποχωρήσεις είμαστε διατεθειμένοι να αντέξουμε εμείς.
Φυσικά υπάρχει και η εξήγηση πως όλα αυτά δεν είναι παρά προσχηματικές διατυπώσεις ώστε να μη φανεί ότι η Ελλάδα υπονομεύει τον διάλογο ή τον ακυρώνει εκ προοιμίου.
Μπορεί. Απλώς τέτοιες πιρουέτες δεν έχουν πάντα καλή κατάληξη.