Αν και ο ίδιος χαρακτήρισε τη συζήτηση «πρόωρη», είναι σαφές πως η αναφορά του Πρωθυπουργού στη Χάγη δεν ήταν ούτε εκτός τόπου ούτε εκτός χρόνου.
Έπεται της συνάντησης με τον τούρκο πρόεδρο στο Βίλνιους. Είχε επομένως καλλιεργηθεί το έδαφος όχι για να δώσει το περίγραμμα οποιασδήποτε διαδικασίας αλλά για να ρίξει τον σπόρο της «τολμηρής ατζέντας» στο ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Ο Πρωθυπουργός εμφανίστηκε διατεθειμένος να «διερευνήσει» τις πιθανότητες επίλυσης εκκινώντας από αυτό που ο ίδιος χαρακτήρισε «πυρήνα της βασικής διαφοράς» και είναι η οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών.
Οφείλει κανείς να σταθεί σε δυο συστατικά στοιχεία του σπόρου της Χάγης, έτσι όπως τα περιέγραψε ο Πρωθυπουργός στην τηλεοπτική του συνέντευξη στον ΣΚΑΪ.
Το ένα είναι η αναφορά «σε κάποιες υποχωρήσεις από κάποιες θέσεις οι οποίες μπορούν να αποτελούν την αφετηρία μιας διαπραγμάτευσης». Το άλλο, «ο μείζων ρόλος που θα είχαν να παίξουν η Βουλή και τα κόμματα».
Και τα δυο στοιχεία απαντούν σε μια στέρεη λογική. Συμφωνίες χωρίς αμοιβαίες υποχωρήσεις επιβάλλουν μόνο οι νικητές των πολέμων στους ηττημένους κι εδώ δεν έχουμε μια τέτοια περίπτωση.
Ενώ διαπραγμάτευση δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς ένα ισχυρό τείχος συναίνεσης, το οποίο θα υψωθεί απέναντι σε κάθε λογής εθναμύντορες και επαγγελματίες του πατριωτισμού – τον γνωστό και ως τελευταίο καταφύγιο των απατεώνων.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως από τον πρώτο σπόρο έως τη συγκομιδή ο δρόμος είναι μακρύς και δύσβατος. Μένει επομένως να φανεί εάν θα οδηγήσει σε μια θάλασσα ειρήνευσης.
Αξίζει όμως να προσπαθήσει να ξεφύγει κανείς από έναν βάλτο διενέξεων, του οποίου επιπλέον έχουν εξαντληθεί προ πολλού τα μυστικά του.