Οι πρώτες μέρες της νέας Βουλής και της νέας κυβέρνησης επιβεβαιώνουν ό,τι είχαμε υποψιαστεί μετά τη διπλή εκλογική διαδικασία.
Το σύστημα του «ενάμιση κόμματος» που είχε βγει από τις κάλπες του 2019 μας αποχαιρέτησε για τα καλά.
Και στη θέση του οι κάλπες του 2023 ανέδειξαν ένα σύστημα «ενός κόμματος και κάτι ψιλά».
Σύστημα πρωτοφανέρωτο και πάντως εντελώς έξω από τα συνηθισμένα μοντέλα πολιτικής που παρήγαγε έως τώρα η Δημοκρατία της Μεταπολίτευσης.
Εχουμε λοιπόν ένα κόμμα που κυριαρχεί παντού κι από δίπλα υπαρκτές ή ανύπαρκτες πολιτικές δυνάμεις πολύ μικρότερου βεληνεκούς. Να σημειώσω ενδεικτικά ότι το πρώτο κόμμα (ΝΔ) πήρε στις εκλογές σχεδόν 3,5 μονάδες περισσότερες από το άθροισμα των ποσοστών του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου κόμματος (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ).
Περισσότερο κι από την κυριαρχία του ενός κόμματος, η εικόνα αυτή επιτείνεται άλλωστε από τον κατακερματισμό της αντιπολίτευσης σε μια οκτακομματική Βουλή με τρία αδιευκρίνιστα ή άγνωστα κόμματα του 3-4% και με την αξιωματική αντιπολίτευση να υπολείπεται 23 μονάδες και 111 βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Στην Αγγλία θα μιλούσαν για landslide – εκλογική «κατολίσθηση», αν το αποδίδω ορθά…
Να το πω ξανά. Αυτό το πολιτικό μοντέλο δεν το γνωρίζουμε διότι δεν το έχουμε ξαναζήσει. Δεν είναι καν συνηθισμένο στις άλλες ευρωπαϊκές δημοκρατίες.
Προφανώς δεν είναι επικίνδυνο, ούτε απειλητικό. Αλλωστε οι ίδιοι οι ψηφοφόροι απέρριψαν τα προεκλογικά «άμπρα-κατάμπρα» των κομμάτων της αντιπολίτευσης εναντίον μιας ενδεχόμενης «παντοδυναμίας» του Μητσοτάκη.
Λογικό. Από τον εκτροχιασμό της δημοκρατίας προστατεύει η ίδια η δημοκρατία κι όχι οι αντίπαλοι ή οι εχθροί του εκάστοτε πρωθυπουργού.
Σίγουρα όμως το σύστημα του «ενός κόμματος και κάτι ψιλά» δεν είναι ένα τυπικό κοινοβουλευτικό σκηνικό και χρειάζεται ειδική διαχείριση. Οχι προφανώς για να εκχωρήσει στα «ψιλά» την εξουσία που τους αρνήθηκαν οι εκλογείς. Αλλά για να κάνει καλύτερη τη διακυβέρνηση του ενός κόμματος.
Οπως έλεγε ο πολύπειρος Τζούλιο Αντρεότι, στη δημοκρατία «η εξουσία φθείρει εκείνον που δεν την έχει». Συνεπώς το ερώτημα είναι πώς θα ασκήσει την εξουσία εκείνος που την έχει, έστω για να φθείρει τους αντιπάλους του.
Η προηγούμενη κυβέρνηση κατάφερε από το περασμένο καλοκαίρι να αντιμετωπίσει επιτυχώς (εκ του αποτελέσματος) ένα σχέδιο ανατροπής ή αποδυνάμωσης του Μητσοτάκη με αφορμή τις υποκλοπές και τα Τέμπη όχι επειδή δεν είχε επιμέρους ευθύνες, αλλά επειδή η συνολική διακυβέρνηση κρίθηκε σημαντικότερη από την απόδοση επιμέρους ευθυνών. Τόσο απλό.
Κοινώς, οι κυβερνήσεις δεν πέφτουν σε ημερίδες συνταγματολόγων, ούτε σε δελτία ειδήσεων.
Πάμε παρακάτω.
Οπως φάνηκε και στα πρώτα κοινοβουλευτικά κονταροχτυπήματα, η κυβέρνηση παίζει μόνη της στο γήπεδο. Τα «ψιλά» προφανώς δεν θα συγκροτήσουν έστω και ετερόκλητο αντιπολιτευτικό μέτωπο αλλά ούτως ή άλλως ακόμη κι ένα ετερόκλητο μέτωπο δύσκολα θα την αποσταθεροποιήσει.
Το επιχείρημα της σταθερότητας και της κανονικότητας, «της εξουσίας» θα έλεγε ο Αντρεότι, παραμένει συντριπτικό και δύσκολα θα το εκχωρήσει ένας ισχυρός Μητσοτάκης.
Από την άλλη πλευρά η πολιτική αδυναμία της αντιπολίτευσης περιέχει τους κινδύνους της αδυναμίας της. Οχι μόνο του υπερκερασμού της από ανεξέλεγκτες κι επίφοβες δυνάμεις αλλά κι από την πλειοδοσία της απλής βλακείας.
Αν για παράδειγμα ο ΣΥΡΙΖΑ ή το ΠΑΣΟΚ αισθανθούν πως ό,τι κι αν πουν δεν μετράει ή δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, πολύ εύκολα θα λένε ό,τι τους κατέβει στο κεφάλι. Τζάμπα είναι.
Αυτό όμως είναι πρόβλημα. Οχι επειδή έχει όντως ιδιαίτερη σημασία τι θα πει η αντιπολίτευση αλλά επειδή η διακυβέρνηση δυσχεραίνεται χωρίς μικρότερες ή μεγαλύτερες, ειδικότερες ή ευρύτερες συναινέσεις. Το έχει σημειώσει ο Β. Βενιζέλος («Καθημερινή», 10/6).
Ολα φυσικά θα αναδειχτούν κατά τη λειτουργία αυτού του πρωτόγνωρου συστήματος, ιδίως όταν το δεύτερο κόμμα κατασταλάξει πολιτικά και αποκτήσει νέα ηγεσία. Αλλά κι όταν το τρίτο κόμμα αποσαφηνίσει τι είναι και τι θέλει.
Προς το παρόν έχουμε έναν ΣΥΡΙΖΑ που υποδύεται το ΠΑΣΟΚ κι ένα ΠΑΣΟΚ που θέλει να γίνει ΣΥΡΙΖΑ.
Φιλοδοξίες φυσικά αξιέπαινες αλλά θεμελιωδώς αδιάφορες για το σύστημα διακυβέρνησης του ενός κόμματος, το οποίο θα φροντίσει απλώς να προσελκύει τα «καλύτερα παιδιά» της πολιτικής αγοράς.
Επομένως η κυβέρνηση έχει άνετο χρόνο για να διαμορφώσει το πλαίσιο της διακυβέρνησης.
Είναι προφανές πως καμία συναίνεση γενικού τύπου δεν είναι εφικτή αλλά αυτό δεν απαγορεύει την οικοδόμηση επιμέρους συναινέσεων σε τομείς όπου η συναίνεση αυτή είναι απαραίτητη.
Συνταγματική αναθεώρηση, εκλογικός νόμος, στελέχωση ανεξάρτητων αρχών, ακόμη και νομοθέτηση σε γενικότερα ζητήματα εμβάθυνσης του κράτους δικαίου ή κοινωνικού εκσυγχρονισμού.
Σε αντίθεση με μια τρέχουσα πρωτόγονη άποψη, η ισχύς μιας εκτελεστικής εξουσίας που δεν απειλείται κάνει ευκολότερη τη διαμόρφωση επιμέρους συναινέσεων με την αντιπολίτευση. Αρκεί φυσικά να τις επιδιώξει.
Και φτάνουμε στο τελευταίο ερώτημα. Θα τις επιδιώξει ο Μητσοτάκης;
Δεν έχει λόγο να μην το κάνει, στο μέτρο φυσικά που η συναίνεση δεν θα αλλοιώνει ουσιωδώς το περιεχόμενο της πολιτικής του.
Οσο διατηρεί το επάνω χέρι και δεν φαίνεται στο ορίζοντα κάτι διαφορετικό, έχει πολύ σοβαρότερα προβλήματα να λύσει από τον διάδοχο του Τσίπρα, τον Ανδρουλάκη ή τον Νατσιό. Δεν έχει λόγους να αρχίσει να τσακώνεται με τα πόμολα.
Απλώς ακόμη και στο σύστημα «ένα κόμμα και κάτι ψιλά» πρέπει να ξέρεις όχι μόνο τι θα κάνεις με το κόμμα αλλά και τι θα γίνει με τα ψιλά.